Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Αξιοπρέπεια και ανθρωπισμός

 


Άγγελος Τερζάκης < ένα από τα δύο πρόσωπα - μαζί με τον Γιώργο Θεοτοκά - που εξέφρασαν τις εντονότερες φιλοσοφικές και ανθρωπιστικές ανησυχίες της λεγόμενης "γενιάς του '30". Αποφθέγματα και πληροφορίες -από αυτόν και γι αυτόν- στη συνέχεια.

Γ.Χ.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Η αυγή και το δειλινό


 
Πρωτομαγιά

Καλό μήνα φίλες και φίλοι! 
Ανεβαίνοντας με το τρόλεϋ την οδό Πειραιώς, στο διάλειμμα της απεργίας των Μέσων μαζικής μεταφοράς είδα μια όμορφη κοπέλα να κόβει λίγα λευκά τριαντάφυλλα από ένα ανοιχτό παρτέρι απέναντι από το Γκάζι. Έσκυβε πίσω από τους θάμνους  που είχαν δημιουργήσει οι τριανταφυλλιές γιατί μάλλον ντρεπόταν, αλλά, την ίδια στιγμή  δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της. Το λευκό, το πορτοκαλί και οι αποχρώσεις του κόκκινου, μαζί με το αρκετό πράσινο της στεριάς και το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού της Ελλάδας είναι τα βασικά χρώματα του παράδεισου της γης.
Η αυγή λένε πως είναι η ώρα που προσεύχονται οι άγγελοι. 
Το δειλινό, μάλλον, είναι η ώρα που απολαμβάνουν περισσότερο οι θνητοί....

Γ.Χ. 

 

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

"Με το παλιό'' ημερολόγιο, σήμερα είναι πρωτοχρονιά!



Τάσος Λειβαδίτης: Ένας καινούργιος χρόνος, όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα…

Ένας καινούργιος χρόνος.

Τι μας περιμένει;
Τι θα μας φέρει;

Όνειρα, φιλοδοξίες,
έρωτες, αινίγματα.

Και ω φτωχά ημερολόγια
που ύστερα από τόσες γιορτές
τελειώνετε τις μέρες σας
μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Τάσος Λειβαδίτης

(Αντιγραφή από τον τόποtsemperlidou.gr)

Post by: apotis4stis5 08/01/2024

Ένα δωμάτιο, ζωντανό φέρετρο




 ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΚΙΒΟΥΡΙ* ΜΟΥ

*φέρετρο

Καμιά δεν ήταν ποτέ αξιοπρεπέστερη ως σπιτονοικοκυρά από την Κυρά-Μάρω, σε μία μάντρα κάτω, κοντά στην πλατεία της Ελευθερίας. Πρώτα, το σπίτι, μια σειρά χαμοκέλες από 7 ή 8 δωμάτια, που αυτή νοίκιαζε, ήταν άγνωστο ποιού ιδιοκτήτη ήταν. Κατά ορισμένους, η Μάρω είχε συμφωνήσει με μία πολύ αγαπημένη φίλη της πριν από χρόνια, στου Καλαμιώτη, όπου κατοικούσαν μαζί, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα ―συνήθως έπλεναν ή σιδέρωναν, μερικές φορές έκαναν και προξενιά― όποια από τις δύο επιζήσει, να κληρονομήσει την άλλη. Λοιπόν η Μάρω είχε την τύχη να βάλει την αγαπημένη φίλη της μπροστά, και τότε αγόρασε το σπίτι αυτό με τα χρήματα, που είχαν βρεθεί της μακαρίτισσας. Κατά τους δέ, το σπίτι ανήκε στον δικηγόρο, τον σύζυγο μιας ανεψιάς της Μάρως, και αυτή ήταν μόνον ως επιστάτρια και υπενοικιάστρια. Βρίσκονταν όμως και καλοθελητές, που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τις δύο γνώμες. Κατ’ αυτούς, η μάντρα με τις παλιές χαμοκέλες είχε αγοραστεί πράγματι με τα χρήματα της πεθαμένης, αλλά στο συμβόλαιο φερόταν μόνον το όνομα της ανεψιάς της Μάρως και του συζύγου της, ο οποίος, ως δικηγόρος, ήξερε πολύ καλά πως γίνονται «αυτά τα πράγματα».

*
* *

Όταν πήγα κι έπιασα το μέσα δωμάτιο, όπου έμεινα από τότε και για δώδεκα έτη της ανώφελης ζωής μου, καλυβάκι ξεχωριστό στη σειρά  με τις άλλες χαμοκέλες, και το μόνο που έβλεπε προς τον δρόμο, όπως αντίκριζε την αυλόπορτα, ―είναι πολλά χρόνια από τότε― η πρώτη εντύπωσή μου υπήρξε ευχάριστη. ― Ήταν μέσα από ξύλινα χωρίσματα, στο βάθος της αυλής, μαζί με άλλα δύο· το ένα, το οποίον κατείχε μια φτωχή χήρα με τα παιδιά της, και το μέσα-μέσα της σειράς, όπου φώλιαζε η Κυρά-Μάρω. Μέσα από το χώρισμα και πριν από την πόρτα μου, ήταν μία εξαίσια κληματαριά, με πολύ πλούσιο φύλλωμα, κάνοντας τη μικρή αυλή μας ― άντρο σκιάς και δροσιάς. Κοιμήθηκα την πρώτη νύχτα· παράθυρο δεν είχε το μικρό κελί, και στο ένα τρίτο μέρος του προς τα πάνω από την πόρτα περνούσε το φως από έναν γυάλινο φεγγίτη. Ξύπνησα με την εντύπωση ―καθότι έβλεπα κι ένα κυπαρισσάκι να σείεται θλιβερά, αντίκρυ εκεί σε μίαν αυλή, πέρα από τον δρόμο― ότι είχα κοιμηθεί μέσα στο κιβούρι μου, το οποίο μου είχε κτίσει, για να απολαύσω προκαταβολικά και να αποκτήσω πείρα του πράγματος, η ευμενής μου Μοίρα.

*
* *

Το πρωί, πριν βγω, είδα τη σπιτονοικοκυρά ν’ ασχολείται να κουβαλάει έπιπλα από τη μία στην άλλη κάμαρα, και μερικά στην ίδια την κατοικία της. Μέτρησα 11 ἢ 12 κιβώτια. Όλα σχεδόν ήσαν παλαιά και άκομψα, τα περισσότερα φαίνονταν να είναι κενά, άλλα έδειχναν μικρό βάρος. Τα μετακόμιζε όλα αυτά βοηθουμένη από τη μικρή κόρη Αμαλία της Παπαβλαστού ―της άμεσης γειτόνισσάς μου, της χήρας― την οποία είχε αγγαρέψει γι αυτό. Αγαπούσε δέ, όπως βεβαιώθηκα, την αγγαρεία ― όταν την επέβαλλε σε άλλους. Τα κιβώτια, όπως έμαθα, όσα δεν ήσαν εντελώς κενά, περιείχαν διάφορα κουρέλια μάλλινα ἢ μεταξωτά, και ένα ή δύο μόνο περιέκλειαν σεντόνια, κλινοσκεπάσματα, και άλλα ρούχα. Όλα αυτά ανήκαν στη σπιτονοικοκυρά. Φαίνεται ὅτι ήσαν λείψανα παλαιών ενοικιαστών, ενέχυρα, παρακαταθήκες έναντι οφειλομένων ενοικίων και τα τοιαύτα. Αλλά από τότε κανείς δεν είχε έλθει να τα ζητήσει.

*
* *

Ήλθε ο χειμώνας. Έμεινα εκεί. Ανάμεσα στους νοικάρηδες, έβλεπα συχνά έναν Πέτρο, Μαλτέζο. Αυτός συχνά καθόταν στο κατώφλι της δικής του κατοικίας καπνίζοντας την πίπα του. Ένα πρωί ξυπνώντας, ακούω τη Μάρω να μιλάει μεγαλόφωνα και φαινόταν σε ταραχή και αγανάκτηση.

― Τί τρέχει;

―Ο Πέτρος, ο Μαλτέζος! Μου έφυγε τη νύχτα, ὁ πελάτης… Δυόμισι νοίκια μου τρώει ― με το συμπάθιο, αν είναι και λίγα. Κουβάλησε μεσάνυχτα τα ρούχα του.

Είχε δίκιο. Δεν θα είχε ὁ ἄνθρωπος, καμιά κασέλα περίσσεια να της αφήσει, για να τον θυμάται. Άλλοι νοικάρηδες συνέβαινε να κρατήσουν ένα δωμάτιο επί δύο μήνες και τόσες ημέρες. Η Κυρά-Μάρω πολλές φορές επικαλείτο τα φώτα μου για να της βρω τον λογαριασμό. Συνήθως απαιτούσε να πληρωθεί όλος ο μήνας για τις 9 ημέρες, αλλά βλέποντας την ακραία φτώχεια των ανθρώπων, και αυτή αφοπλιζόταν. Αλλιώς, να πως λογάριαζε συνήθως τις ημέρες. Ο νοικάρης είχε έλθει στις 20 Μαρτίου, κι έφευγε στις 30 Μαΐου. Από 20 Μαρτίου έως 31, δώδεκα μέρες· και 18 από τον Απρίλη ένας μήνας σωστός. Από 18 Απριλίου (bis), έως τέλος, 13 μέρες· και δεκαεφτά από τον Μάη, δύο μήνες· από 17 Μαΐου (bis) έως 31…

― Μα έχουμε τριάντα σήμερα, κυρά-Μάρω.

― Τριανταμία τραβάει ο μήνας. Από 17 Μαΐου έως 31, δεκάξι μέρες!

― Μα, πρώτα, δεν λογαριάζεται ούτε η 30ή του μήνα, που δεν θα κοιμηθούμε στο σπίτι σου. Έπειτα, τις 17 του μηνός τις λογαριάζεις δυο φορές.

―Ας είναι· 15 μέρες προς 46 λεπτά και μισό, πόσα μας κάνουν;

― Είναι 46 και δυο τρίτα, κυρά-Μάρω. Αλλά μόνον 12 ημέρες θα πληρώσουμε.

― Γιατί τάχα 46 και δύο τρίτα; διαμαρτυρόταν η Κυρά-Μάρω, γιατί φανταζόταν ότι τα 2/3 είναι λιγότερα από το μισό. Και ούτω καθεξής.

*
* *

Το πρωί, μέσα στο ζωντανό κιβούρι μου, πολλές φορές με ξύπνησαν οι ομιλίες και οι διηγήσεις της Μάρως προς τη μικρή Αμαλία, την κόρη της γειτόνισσας.

― Και πήγα στης κυρίας Βασιλειάδου, και στης κυρίας Αργυροπούλου, να συνεννοηθούμε για τα ψώνια· κάναμε την επίσκεψη μαζί με την κουμπάρα, την κυρά-Φωτεινή· και μου λέει, Κυρία Μαριγώ, μα πως δεν μας θυμόσαστε και μας ξεχάσατε πια και σεις, και της λέει η κουμπάρα ἡ Φωτεινή: Μα ξέρετε, η κυρία Μαριγὼ είναι πολύ ακριβοθώρητη, έχει την έννοια του σπιτιού, και δεν αδειάζει. Και τότε μου λέει η κυρά-Βασιλειάδου: Μα πως, κυρία Μαριγώ… κλπ. κλπ.

Άρχισε να διηγείται εμπιστευτικά στη μικρή για ένα συνοικέσιο, το οποίο επρόκειτο να γίνει και για το οποίον οι δύο αναφερθείσες κυρίες ζητούσαν τη συνδρομή της και τις συμβουλές της.

― Το λοιπόν; ύστερα, κυρά-Μάρω; ρώτησε η μικρή, βρίσκοντας αμέσως ενδιαφέρον στη διήγηση.

Τότε ἡ γριά, χάνοντας την υπομονή, επειδή η παιδούλα δεν ήθελε να εννοήσει ακόμη πως έπρεπε να την ονομάζει:

― Κυρία Μαριγώ, να λες. Ακούς;

Μία φορά η κυρά Μάρω έκανε μίαν εβδομάδα να μου μιλήσει για την εξής αιτία. Αν και σχεδόν ποτέ δεν παραπονιόμουν για τίποτε, συνέβη να ενοχληθώ κάποτε από μερικούς νοικάρηδες, που συνήθιζαν να κοιμούνται και να ροχαλίζουν υπαίθριοι το καλοκαίρι. καταλαμβάνοντας όλο το μήκος και το πλάτος, έξω από τα χωρίσματα, της έξω αυλής. Το δε χειρότερο, το οποίον μου είχε συμβεί ποτέ, υπήρξε το εξής. Ένας Καρπάθιος, λατόμος, που έμενε διαρκώς στην Πεντέλη, κρατούσε ακόμα και δωμάτιο στης Μάρως, και κατέβαινε κατά τις γιορτές στην πόλη. Μία τέτοια παραμονή είχε κατεβεί, και είχε ξαπλώσει στο ύπαιθρο· αλλά αυτή τη φορά είχε φέρει μαζί του και ένα ζώο, σαν είδος μαντρόσκυλου, νέο απόκτημα, όπως φαίνεται. Ὁ σκύλος, άμα εγώ μπήκα στην αυλή, μεσάνυχτα, μου ρίχτηκε, όπως ήταν επόμενο.

(Παρέκβαση. ― Ώ! τι μπορεί να υποφέρει κάποιος, και μάλιστα ως «εργένης» στην Αθήνα! Φανταστείτε! να πηγαίνεις για να κοιμηθείς στο δωμάτιό σου, ξεθαρρεμένος, και να βρίσκεις ακοίμητο, ανέλπιστο εχθρό να έχει στήσει ενέδρα στην πόρτα σου! Γι᾿ αυτὸ άρα οι τόσο έξυπνοι Επτανήσιοι έχουν ως μεγάλη κατάρα το «ξαφνικό να τού ᾽ρθει» για κάποιον. Το «ξαφνικό», και ευτύχημα αν είναι, καλό δεν κάνει. Διαβάστε στην ιστορία για έναν Μητροπολίτη, Δωρόθεο, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος έπεσε από αποπληξία και πέθανε άμα έμαθε το ανέλπιστο ευτύχημα, ότι εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης!)

Και σώθηκα μεν τότε από τα δόντια του σκύλου, αλλά η σπιτονοικοκυρά κάκιωσε μαζί μου, σαν να έφταιγα εγώ.

Τέλος, μία Κυριακή το δειλινό, η Μάρω είχε αναγγείλει, ὅτι έμελλε να τελεστεί ο γάμος της «βαφτιστήρας» της, κόρης της «κουμπάρας Φωτεινής», για την οποία συχνά μιλούσε, χωρίς να την έχουμε δει ποτέ να έρθει να την επισκεφτεί. Μπήκε στο δωμάτιό της, άνοιξε το  επίσημο μπαούλο της, στολίστηκε, και βγήκε, κλειδώνοντας την πόρτα. Άκουσα το βήμα και το θρόισμα του φορέματος.

Όμως τότε, καθώς στολίστηκε ξέχασε το κάκιωμα, και ήλθε μπροστά στην πόρτα μου, όλη φρου-φρου, με την ολομέταξη όρθια και κυματίζουσα εσθήτα.

― Πάω στο γάμο, είπε. Και στα δικά σου!

― Καλά!

*
* *

Μία τελευταία μικρή σκηνή. Είχε έλθει μια νεαρή γυναίκα με καπέλο, και  ζητούσε δωμάτιο.  Η Μάρω άρχισε να τη ρωτά αν έχει σύζυγο ή όχι, και τι δουλειά κάνει. Η γυναίκα απάντησε ο,τιδήποτε.

― Και από που είσαι;

―Από τ…

Η γυναίκα ονόμασε ένα νησί ιστορικό του Σαρωνικού, απ' όπου συνέβαινε να κατάγεται και η Μάρω.
― Και πως έβγαλες το τσεμπέρι; της λέει. Εγώ έχω σαράντα χρόνια στην Αθήνα… και το φορώ!
Και αρνήθηκε να της δώσει δωμάτιο…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1926)

Μεταφορά στη δημοτική Γ.Χ. 

Πηγές:

https://www.youtube.com/watch?v=0PUWVT2jixk

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Το ακάλυπτο πρόσωπο του Σ. Φρόυντ

Μικρό εισαγωγικό σχόλιο:

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω ένα τόσο ταλαιπωρημένο, από τον χρόνο, βιβλίο (πρέπει να είναι έκδοση του 1950, περίπου) και να προσέχω διαρκώς να μην το διαλύσω αλλάζοντας κάθε φορά σελίδα, και, την ίδια στιγμή, να αφοσιωθώ στο τόσο ενδιαφέρον περιεχόμενό του. 

Γράφει ο συγγραφέας Εμίλ Λούντβιχ: 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (σ.σ. 5-8)

Μέσα στα σαράντα χρόνια της συγγραφικής μου ζωής έγραψα πάντα με τη σταθερή φροντίδα να σέβομαι το θέμα που διάλεξα και να δίνω όσο περισσότερο μπορούσα, ανάγλυφα, το πρόσωπο που μελετούσα. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ αποτέλεσε μια εξαίρεση ' δηλαδή έγραψα ένα βιβλίο για να δείξω πλατιά τις αδυναμίες και τους κινδύνους από ένα πρόσωπο κι' από μια θεωρία. Ο Φρόυντ ανήκει σε μια γενιά εκλεκτών υπάρξεων που για να επαναλάβω την έκφραση του Γκαίτε: «αναπνέουν προς το φως απ’ τα βάθη της αβύσσου».

Ο Φρόυντ με τη σχηματοποίηση που έκανε στα σεξουαλικά ένστικτα , τράβηξε πάνω του την περιέργεια μιας γενιάς που την παραμονεύει η κατάπτωση.
Ο Φρόυντ θα βρει τους μύστες του σ’ εκείνους που δεν έχουν μελετήσει σοβαρά την ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, ο Φρόυντ αιχμαλωτίζει τους αμαθείς και δίνει στους αδύνατους χαρακτήρες την αυταπάτη ότι παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο Φρόυντ εγκατέλειψε την πρώτη του επιστήμη, καθώς άρχισε σαν νευρολόγος, για να φέρει μια επανάσταση στη φιλοσοφία, τη θρησκεία και το θρύλο ακόμα και στην ιστορία και την παιδεία, προβάλλοντας πάνω σ’ ολόκληρο τον κόσμο , τη σκιά της σκοτεινής του προσωπικότητας.
Ο Φρόυντ κι’ εγώ ανήκουμε σε δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους. Ο Φρόυντ βλέπει τους ανθρώπους [ως] θύματα των καταναγκασμών και των [συμπλεγμάτων] και νοσηρούς, ενώ εγώ τους αναγνωρίζω [ως] ελεύθερους και υγιείς. Αυτός ανακαλύπτει στην ανθρώπινη ψυχή στοιχεία καταστροφής, ενώ εγώ, αντίθετα, στοιχεία δημιουργικά.

Ι

ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΗ (σ.σ. 11-14)

Εξερευνητές της ανθρώπινης ψυχής υπήρχαν σ' όλες τις εποχές, υπνωτιστές, εξηγητές ονείρων, αποκρυφιστές που βοήθησαν την επιστήμη να εμβαθύνει και να επαληθεύσει τα δεδομένα της πείρας ή της διαίσθησης. Οι Αρχαίοι αποκαλούσαν αυτούς τους ερευνητές «σοφούς», ο Μεσαίωνας τους ονόμαζε άλλοτε μάγους και άλλοτε αγύρτες. Για τους πιστούς υπάρχουν προφήτες ' για τους άγριους, [βροχοποιοί] και για τους σύγχρονους οι νευρολόγοι.

Πάντα σχεδόν υπάρχουν ερασιτέχνες του πνεύματος, μισο-καλλιτέχνες, μισο-σοφοί. Αλλά όλοι, από τον «σκοτεινό» Ηράκλειτο μέχρι τον «φωτεινό» Νίτσε, από ιδιοσυγκρασία ή από την παιδεία τους είναι «αναλυτικοί» που θέλουν να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε μιαν ηθική βελτίωση ή να θεραπεύσουν τα δεινά τους, ή, πιο απλά να φωτίσουν μερικές όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ψυχολόγοι ή γιατροί, μελέτησαν με ιδιαίτερη προσοχή την παιδική και την εφηβική ηλικία των ασθενών τους. Και ακόμα τη φύση των σχέσεών τους με το άλλο φύλο.
Απ' τα παλιά χρόνια η παιδική ηλικία και η σεξουαλικότητα είναι γνωστά κλειδιά για να ανοίγουν τις ψυχές των ανθρώπων. Η φιλολογία το βεβαιώνει. Αν μπορούσε να μιλήσει κανείς για επάγγελμα, εκεί που υπάρχει ένα ταλέντο, τότε στην πρώτη σειρά αυτών των ερευνητών, θά 'ρχονταν οι ποιητές, αυτοί οι ισάξιοι με τους μάντεις και τους φιλοσόφους. Και πλάι σ' αυτούς μερικοί σπάνιοι γιατροί, διαλεγμένοι ειδικά για να ανιχνεύουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ είναι ένας απ' αυτούς. Άρχισε το έργο του κυρίως σαν βιολόγος. Εφτά χρόνια στο εργαστήριο, έπειτα στην κλινική, αφοσιώθηκε στο πείραμα και χειρίστηκε το μικροσκόπιο. Την επιμέλεια με την οποία εκτέλεσε αυτές τις εργασίες [διαδέχθηκε στη συνέχεια μια ελαφρότητα, με την οποία] ρίχτηκε ύστερα, αυτός ο ίδιος άνθρωπος, σε μια περιοχή που του ήταν ολότελα άγνωστη και όπου φέρθηκε σαν ένας δικτάτορας. Αλλοίμονο! αυτές οι εργασίες της νεότητάς του, τόσον ουσιώδεις, ξεχάστηκαν σχεδόν, ενώ οι φαντασίες, για τις οποίες θα μιλήσουμε πιο κάτω, του έδωσαν μια παγκόσμια αναγνώριση.
Ότι έγραψε ως το 1900 είχε γερές επιστημονικές βάσεις, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε τα μαθήματα των δασκάλων του, των συγχρόνων του Μαρξ και του Βάγκνερ, όπως ο Μπρύκε που έμπασε τη Σκέψη στις έρευνες του κεντρικού νευρικού συστήματος, κάτι δηλαδή, που ήταν νεωτερισμός στη Γερμανία. Στη Γαλλία ο Σαρκό και ο Μπερνχάιμ και ο Χ. Τζάκσον στην Αγγλία, είχαν εγκαταλείψει από καιρό την ερμηνεία της νεύρωσης, της υστερίας και της νευρασθένειας και ο Φρόυντ στην Αυστρία είχε ήδη αρχίσει τις μελέτες του για την παιδική ηλικία και τις συνέδεε με κάποιες παθήσεις που είχαν τις αιτίες τους σε ακουστικούς και οπτικούς συνειρμούς. Παράλληλα, ο Φρόυντ ανέτρεψε σταδιακά τις κύριες αναζητήσεις του περνώντας από την ψυχιατρική στους χώρους του υπνωτιστικού πειράματος, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.

XXXIII

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (175-176)

Ο πολιτισμός θεωρείται από τον Φρόυντ ως η πηγή κάθε δυστυχίας. «Πιστεύω, γράφει ο Φρόυντ, ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός γεννήθηκε από σεξουαλικές παραμορφώσεις που επέβαλαν ο χρόνος και οι συνθήκες της ζωής». Ο φιλόσοφος Φρόυντ περιγράφει ως φυσικές καταστάσεις την αιμομιξία, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και τον κανιβαλισμό, σε απόλυτη αντίθεση με τον Ρουσσώ που φανταζόταν την επιστροφή του ανθρώπου στα φυσικά αισθήματα που θα ξεχυθούν και θα ενεργήσουν χωρίς προκατάληψη και συμβατικότητα. Επομένως, η εξέλιξη του ανθρώπου εξηγείται μόνο σαν συνέπεια μιας απώθησης των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου που πάνω σ' αυτά βρίσκεται ότι καλύτερο έχει να παρουσιάσει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο Φρόυντ χώρισε ακόμα τον μηχανισμό της ψυχής σε τρία μέρη, στο «Εγώ», «Εκείνο», και στο «Υπέρ-Εγώ». Αυτό το «Υπέρ-Εγώ», το εξηγεί σαν μια αναπαράσταση των σχέσεών μας με τους γονείς μας. Το «Εκείνο» είναι, ας πούμε, η κληρονομιά από το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και κυριαρχείται από το «Εγώ» ' σχήματα και πράξεις που είναι αντιληπτές μόνο από τους μυημένους. 

XXXIV 

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΦΡΟΥΝΤ (σ.σ. 179-182) 

Μια μέρα του φθινοπώρου του 1927, ενώ βρισκόμουν στη Βιέννη, πήρα μια πρόσκληση από τον Φρόυντ για να τον επισκεφθώ στο σπίτι του το επόμενο βράδυ.

Είδα έναν ηλικιωμένο άνθρωπο (ήταν στα εβδομήντα του, τότε), με μια συμπεριφορά που, όπως εκφραζόταν με το βλέμμα και τους τρόπους του, τη χαρακτήριζαν η μετριοφροσύνη, η απλότητα και η ειλικρίνεια.
Από τις ερωτήσεις του διαπίστωσα με έκπληξη πως είχε διαβάσει μερικά βιβλία μου και ένιωσα να συμμετέχω άμεσα σε μια πνευματώδη και ευχάριστη συζήτηση που με οδήγησε σ' ένα θαυμασμό για την προσωπικότητά του, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε στην ατμόσφαιρα και μια παγερότητα.
Άρχισε να μου λέει: «Περιπλανάσθε ανάμεσα σε πρόσωπα μ' έναν τρόπο αναρχικό και σαν ερασιτέχνης, και θα προσπαθήσουμε εδώ να καταστρώσουμε κανόνες και να βγάλουμε συμπεράσματα». Του απάντησα: «Είστε ένας σοφός και είμαι ένας καλλιτέχνης». Με ρώτησε γιατί δεν έδωσα βαρύτητα σε κανένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό σχετικά με την παιδική ηλικία για πρόσωπα που είχα παρουσιάσει όπως για παράδειγμα του Γκαίτε, του Ναπολέοντα και του Λεονάρντο ντα Βίντσι και [τον άφησα να εννοήσει πως δεν το θεώρησα απόλυτα απαραίτητο].
Λίγο αργότερα ο Φρόυντ σηκώθηκε και με πήγε κοντά σε μία πόρτα που είχε κρεμάσει δύο εικόνες έργων του Ντα Βίντσι χωρίς κορνίζα για να μου δείξει ότι θα έπρεπε στη μελέτη να προστρέξω στην παιδική ηλικία του -κάθε φορά- ήρωά μου και στις πρώτες του αναμνήσεις. Το ένα ήταν μια χαλκογραφία και το δεύτερο το αντίγραφο μιας σπουδής πάνω στο ίδιο θέμα. Ο Φρόυντ με ρώτησε ποιό από τα δύο έργα προηγήθηκε χρονολογικά του άλλου. Του απάντησα: το δεύτερο. Ακριβώς, είπε. Πως το ξέρετε; Του είπα: Γιατί, πάντα το σχέδιο γίνεται πριν από τον πίνακα. Το συμπέρασμα αυτό ήτανε το μόνο μέσα σε όλη μας τη συζήτηση , όπου σπάνια μια απλή ερώτηση πέτυχε μια απλά απάντηση.
Γύρισα στο σπίτι μου, νύχτα πια, αφού έκανα πρώτα μια μεγάλη βόλτα για να αναπνεύσω καθαρόν αέρα σαν να είχα μόλις βγει από μια σπηλιά.
Οι αποκαλύψεις του Φρόυντ για τρία από τα πρόσωπα που αγάπησα (τον Γκαίτε, τον Ναπολέοντα και τον Ντα Βίντσι) μου έδειχναν πως έμαθα τυχαία ότι ήσαν τρελοί. 

XXXV 

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ (σ.σ. 183-184) 

Σε ότι αναφέρεται στις αλλαγές που αλλάζουν τη μορφή του προσώπου και του σώματος ενός ανθρώπου φαίνεται να διακρίνουμε δύο κατηγορίες: τους ανθρώπους που κυριολεκτικά μεταμορφώνονται σε ένα άλλο πρόσωπο και σε αυτούς που μπορεί κάποιος να τους αναγνωρίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ακόμα και όταν είναι σαφώς γερασμένοι. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε ο Σίγκμουντ Φρόυντ.

Από τη νεανική ως την προχωρημένη ώριμη ηλικία του, στην εικόνα του παρατηρείται ένα είδος ψυχρής ομορφιάς, μια σκοτεινή έκφραση που φαίνεται να αντανακλά, έναν έντονο χαρακτήρα, μια ακλόνητη δύναμη που εκφράζει μια διάθεση να τα πάρει όλα και να μην δώσει τίποτα. Το πρόσωπό του δείχνει έναν άνθρωπο που δυσπιστεί για να πάντα, δεν εκπλήσσεται ποτέ, δεν χαμογελάει και έχει ακλόνητη λογική και σιδερένια πειθαρχία.

XLI 

Ο ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ (σ.σ. 209-216) 

Για μας ο Φρόυντ μοιάζει με έναν άνθρωπο που επειδή φοράει τα πολύ χοντρά γυαλιά της φαντασίας και, παράλληλα, της προσωπικής εμμονής σε απόλυτα προσωπικές θέσεις και φιλοσοφικο-κοινωνικές απόψεις ' που, παρότι επιχείρησε σε ολόκληρη τη ζωή του να τους προσδώσει επιστημονική εγκυρότητα και συγκεκριμένη μορφή, δεν κατάφερε παρά μόνο να βλέπει τον εξωτερικό κόσμο παραμορφωμένο και να παρασύρει εκατομμύρια ανθρώπους να συμμερίζονται μαζί του αυτή την ομαδική οφθαλμαπάτη.  

Πηγή: Εμίλ Λούντβιχ, Ο Φρόυντ χωρίς μάσκα, Εκδ. Βιβλιοεκδοτική (χ.χ.), μτφρ. Ανδρέας Φραγκιάς, σ.σ. 216.

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Αμητός: στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου

 


(1914-1980)

Αμητός (συλλογή, σοδειά εκλεκτών πραγμάτων) ΄σπάνια λέξη! Αυτή η λέξη με προκάλεσε να διαβάσω αυτό το βιβλίο και να γνωρίσω έναν σπουδαίο άνθρωπο.
Ο Φώτης Αποστολόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Πιλαλίστρα της Μεσσηνίας, υπήρξε ένας αγωνιστής στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ένας πατριώτης στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών και παράλληλα ένας φιλόλογος και ένας ιστορικός. Στον Οκτάβιο Μερλιέ, και στην προσωπική του ακάματη προσπάθεια, οφείλει πως αναγνωρίστηκε η αξία του ως ανθρώπου και η προσφορά του ως ερευνητή και δημιουργού στη Γαλλία, αφού η δική του χώρα (η Ελλάδα) έκανε ότι μπορούσε για να εμποδίσει την πνευματική πορεία του. 
Η Μάτση Χατζηλαζάρου -μούσα του Ανδρέα Εμπειρίκου- έγραψε το ακόλουθο ποίημα που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του, με τίτλο την ημέρα του θανάτου του. 

9 ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1980

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
 
όπως βλέπω τις σκόνες 
να σαλεύουνε
μέσα στη μακρόστενη 
λουρίδα του ήλιου
εδώ κοντά μου
ή όπως τις βλέπω να χάνονται
έξω απ' αυτή τη λάμψη
ενώ υπάρχουν 
το σκέπτομαι

του Φώτη 
αλίμονο δεν τούπρεπε
αρρώστια νοσοκομείων και νίκελ.

έτσι 
όλων των ειδών
τα μόρια τα άτομα
σε πολυδισεκατομμύρια συνταιριασμούς
όπως τα βουνά οι άνθρωποι
οι ιοί  οι ελέφαντες
οι σεγκόβιες  οι ωκεανοί
σαλεύουν πάνω 
στο φλοιό της γης μας
που στριφογυρίζει  το σκέπτομαι
μαζί με τους πλανήτες
ανάμεσα σ' αστερισμούς
σε γαλαξίες και τίς είδε πόσα άλλα

του Φώτη 
τούπρεπε σε βαθιά γεράματα
στα χώματα της Πιλαλίστρας
να περιδιαβάζει μέρη αγαπητά
με αμμόλοφους  με φραγκοσυκιές\
με ρουμάνια όλο βατόμουρα

ποιά γέννα άκουσα να λέει ένας
ποιός θάνατος
ποιά αρχή ποιό τέλος
στενόψυχος πούναι ο λόγος
άκαρπη η σάρκα του
το κάθε τι  ακόμα και το σύμπαν
εμείς οι ίδιοι τ' ονοματίζουμε
έπειτα σκαρφιστήκαμε κάποιες σχέσεις
στα πολύπλοκα σήματά μας
και πήγαμε ως πάνω στη σελήνη

εγώ με τη λογική 
δεν ξέρω να ζήσω
αν ξεκινάω τα πρωινά
είναι από μια παράλογη αναμονή
μήπως και το πάθος επιταχύνει το σφυγμό μου
από χαρά  από οδύνη

μέθυσα από έρωτα από θάλασσα
από δάση με ξέφωτα με φράουλες
από λύπες και πληγές θόλωσε ο νους μου

του Φώτη 
τούπρεπε να καθήσει να ξαποστάσει
στην όχθη του ξεροπόταμου
με τις ευωδιές της λυγαριάς
εκεί αλίμονο
"να κάνει μελέτη θανάτου"
και τότε γαλήνια να σταματήσει
ο χτύπος της καρδιάς του

Αμητός: στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου, Εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 1984, σ.σ. 27-28.

Γ.Χ. 


Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024

Τα Φώτα του τεμπέλη

Από την ταινία Τα φώτα της πόλης (1931)

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (ΤΑ ΦΩΤΑ) ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου, ενώ ο βοριάς φυσούσε, και ψηλά στα βουνά χιόνιζε, ένα πρωί, μπήκε να πιεί ένα ρούμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, βρισμένος από την πεθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίνα τη σπιτονοικοκυρά του, και φασκελωμένος από τον μικρό τριετή γιό του, τον οποίον ο προκομμένος ο θειός του δίδασκε με επιμέλεια, όπως και γονείς ακόμη πράττουν στα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, καντήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κ᾽ έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!

Ο προβλεπτικός ο κάπελας, για να έρχονται να ψωνίζουν χωρίς να σκανδαλίζονται οι καλές νοικοκυρές, οι γειτόνισσες, είχε δίπλα στα βαρέλια και τις φιάλες, για επίδειξη μάλλον, λίγο σαπούνι, κόλλα, ρύζι και ζάχαρη, είχε δε και μύλο για να κόβει καφέ. Αλλά έβλεπες πρωί και βράδυ να εξέρχονται, ατημέλητες και μισοχτενισμένες, γυναίκες φέροντας με το ένα χέρι κάτω από την πτυχή της εσθήτας, παράλληλα με το ισχίο, και τούτο σήμαινε, διότι το ψώνιο δεν ήταν σαπούνι, ούτε ρύζι ή ζάχαρη.
Ερχόταν πολλές φορές την ημέρα η γριά-Βασίλω, φτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, η οποία δεν είχε προλήψεις, κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ερχόταν και η κυρά-Κώσταινα ἡ Εκκλησιάρισσα, η οποία βοηθούσε το κατά δύναμη στην εκκλησία, και στεκόταν κοντά στο μανουάλι, για να κολλάει τα κεριά, και όσες πεντάρες έπαιρνε την Κυριακή, όλες τις έπινε, με ευσυνείδητη ακρίβεια, τη Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη.
Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, που φώναζε στην αυλόπορτα, στον δρόμο και στο καπηλειό όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμεναν στην αυλή, μέρος δε έπεφταν στο καπηλειό, και τα περισσότερα χύνονταν στον δρόμο· και ονομάτιζε* τον κόσμο, ποιά νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποιός οφειλέτης της χρωστάει τον τόκο, ποια γειτόνισσα της πήρε ένα είδος, δανεικό κι αγύριστο. Ὁ μαστρο-Δημήτρης ο φραγκοράφτης της χρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παῦλος ὁ Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχε, έξι. Η Λενιὼ ἡ κουμπάρα της, της πέρασε δεύτερη υποθήκη με δόλο στο σπίτι, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε δικηγόρους και συμβολαιογράφους για αν εξασφαλίσει τα δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτο άνδρα της, της είχε αφήσει ένα αμανάτι για να την δανείσει δέκα δραχμές, και τώρα κατά την εκτίμηση δύο χρυσοχόων αποδείχθηκε ὅτι το ασημικό ήταν κάλπικο και δεν άξιζε ούτε όσον άξιζαν τα δύο φυσέκια με τα σκουριασμένα μπακίρια ― τα οποία, αφού, κατά τη συνήθειά της (αυτό δεν το έλεγε, αλλά ήταν γνωστό), έβγαλε έξω τον γερο-Στρατή, τον άνδρα της, την κόρη της, τη Μαργαρίτα, και την εγγονή της, τη Λενούλα, άνοιξε την κρύπτη, απέθεσε εκεί το ενέχυρο, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα εγχείρισε με τρόπο, που σήμαινε να τα δώσει και να μην τα δώσει, και φαίνονταν σαν να κολλούσαν στα χέρια της, στη φτωχή την Κατίνα.
Η Ασημίνα, η παλιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρια το επάγγελμα, όταν ξεκουμπίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρες. Και τα μεν έπιπλα, που έπρεπε κατά δίκαιο τρόπο να τα εκχωρήσει στη σπιτονοικοκυρά, τα παρέδωσε στον καύκο* της, τον τελευταίο αγαπητικό της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και σε αυτή δεν έδωσε άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτὸ εκεί, λιγδιασμένο, και της είπε μυστηριωδώς ὅτι αυτό περιείχε τίμιο ξύλο… Σαν γκρεμοτσακίστηκε κι έφυγε, το ανοίγει και αυτή από περιέργεια, και αντί για τίμιο ξύλο, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ακούτε σεις αυτά;

*
* *

Εισήλθε τρέμοντας ὁ μαστρο-Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλειού, που τον ήξερε καλά, του είπε·

―Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπο διφορούμενο.
― Βάλε συ το ρούμι, είπε.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή κι ἡ δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι ἡ κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλτσε φαρ νιέντε* των αδελφών Ιταλών. Αν σε αυτόν ανατίθετο να συντάξει τον κανονισμό της εβδομάδας, θα όριζε την Κυριακή για σχόλη, τη Δευτέρα για χουζούρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή για εργασία, και το Σάββατο για ξεκούραση. Ποιος λέει ότι οι γιορτές είναι πάρα πολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες, και οι εργάσιμες είναι πολύ λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν έκαναν ποτέ σωματική εργασία και ξέρουν μόνον για τους άλλους να θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώρα αυτή ήρθε από αντίκρυ ὁ Δημήτρης ὁ φραγκοράφτης, για να πιεί το πρωινό του. Μόνη παρηγοριά είχε να κάνει αυτά τα συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ονόμαζε. Διέκοπτε επί πέντε λεπτά την εργασία του δέκα φορές την ημέρα, και ερχόταν να πιεί ένα κρασί. Έπαιρνε εργασία από τα μαγαζιά και δούλευε ως κάλφας στο δωμάτιό του. Εισήλθε και παρήγγειλε ένα κρασί. Έπειτα βλέποντας τον Παύλο:
― Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπε.
Ως από Θεού σταλμένος για να λύσει το ζήτημα της πεντάρας μεταξύ του πελάτη και του υπηρέτη, κάθισε κοντά στον Παύλο και άρχισε μια τέτοια συνομιλία, η οποία ήταν μεν συνέχεια των δικών του λογισμών, ενώ στον Παύλο φάνηκε ως συνηγορία υπέρ των δικών του παραπόνων.
― Που σχόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπε· ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ᾽ Αι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ πως θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
O Παύλος έσεισε το κεφάλι του.
― Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα τυπώσω μέχρι το τελευταίο γράμμα, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι μάστορες, αυτοί οι άρχοντες, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονόμπαντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε βδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
― Είναι κι ἡ τεμπελιά στη μέση, είπε με πονηρή αυθάδεια το παιδί του καπηλειού, ωφελημένο από μία στιγμή κατά την οποία ο αφέντης του είχε συνομιλία στο κατώφλι της θύρας και δεν μπορούσε ν᾽ ακούσει.
― Ας είναι, τί να σου κάνει η εργατικότητα κι η τεμπελιά; είπε ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι λίγη μαζεμένη δουλειά. Καλά λέει ὁ μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ὁ Πέτρος, ή ὁ Κώστας, ή ὁ Γκίκας. Εμένα ἡ φαμίλια* μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ᾽ όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Ἡ κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάνε προκοπή.
―Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε ο Παυλέτος, αποκρινόμενος στους ίδιους τους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, ἡ δουλειά βαριά, ρευματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
― Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλε, αυθαδίασε πάλι ο υπηρέτης, ενθυμούμενος ίσως τις μεταξύ του Παύλου και του γυναικάδελφού του σκηνές.
Έπειτα εισήλθε ο κάπελας. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε για να επαναλάβει την εργασία του και η ομιλία έπαυσε.

*
* *

Ο μαστρο-Παύλος αφέθηκε στις φαντασίες του. Σάββατο σήμερα, μεθαύριο παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεφτά για να αγοράσει μια γαλοπούλα, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι. Μετανοούσε τώρα πικρά, διότι δεν πήγε τις τελευταίες ημέρες στα βυρσοδεψεία να δουλέψει, να βγάλει λίγα λεπτά, για να περάσει φτωχικά τις γιορτές. «Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να αργάζεις τομάρια! Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα.»
Είχε ακούσει τον λαϊκό μύθο για τον τεμπέλη, που πήγαιναν να τον κρεμάσουν, και ο οποίος συγκατένευε να ζήσει υπό τον όρο να είναι «βρεμένο το παξιμάδι». Γνώριζε και την άλλη διήγηση για το τεμπελχανείο, το οποίο ίδρυσε, όπως λένε, ο Μεχμέτ Αλή στην πατρίδα του την Καβάλα. Εκεί, επειδή το κακό είχε παραγίνει, ο επιστάτης σοφίστηκε να στρώνει μία ψάθα, επάνω στην οποία ανάγκαζε τους ανέργους να ξαπλώνονται. Έπειτα έβαλλε φωτιά στην ψάθα. Όποιος προτιμούσε να καεί, παρά να σηκωθεί από τη θέση του, ήταν σωστός τεμπέλης και δικαιούταν να φάει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος σηκωνόταν κι απέφευγε τη φωτιά, δεν ήταν σωστός τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, σκεφτόταν ο μαστρο-Παύλος, και κανένας από αυτούς να μην ιδρύσει κάτι παραπλήσιο στην Αθήνα!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης περιδιάβασε ακόμη δύο ημέρες, και την άλλη ήταν Παραμονή. Τη γαλοπούλα δεν έπαψε να την ονειροπολεί και να την ορέγεται. Πως να την προμηθευθεί;
Αφού νύχτωσε, διωγμένος καθώς ήταν από το σπίτι, αποτόλμησε και ήλθε από ένα πλάγιο δρομάκι και ήταν έτοιμος να χωθεί στο καπηλειό. Ο νους του ήταν αναπόσπαστα προσηλωμένος στη γαλοπούλα. Θα χρησίμευε αυτή, εάν την είχε, και ως μέσο συνδιαλλαγής με τη γυναίκα του.
Εκεί, καθώς στράφηκε να μπει στο καπηλειό, βλέπει ένα παιδάκι της αγοράς με ένα κοφίνι στους ώμους, το οποίο φαινόταν ακριβώς να περικλείει έναν γάλο, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρο και άλλα καλά πράγματα. Το παιδί κοίταζε δεξιά κι αριστερά και φαινόταν να αναζητά κάποια κατοικία. Ήταν έτοιμο να μπει στο καπηλειό για να  ρωτήσει. Έπειτα είδε τον Παύλο και στράφηκε προς αυτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου;
― Του κυρ Θανάση του Μπε…
Αστραπή ως ιδέα έλαμψε στο πνεύμα του Παύλου.
― Μου ᾽πε τον αριθμό και τον ξέχασα… τώρα γλήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμω, σ' αυτό το δρόμο… τον είχα πελάτη από πρώτα… προηγουμένως καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι.
― Του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα, στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πω; είναι γενιά* του… την έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα… οικονόμο στο νοικοκυριό του… είναι κουνιάδα του… μαθές, θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ τη και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίζοντας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την πόρτα της αυλής, έκανε πως φώναξε:
― Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ᾽ εδώ να πάρεις τα ψώνια που σου στέλνει ὁ κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τα χέρια και αισθανόταν στη μύτη του την τσίκνα του ψητού γάλου. Και δεν τον ένοιαζε τόσο για τον κούρκο, αλλά πως θα  συμφιλιωνόταν με τη γυναίκα του. Τη νύκτα πέρασε σε ένα ολονύκτιο καφενείο και το πρωί πήγε στην εκκλησία.
Όλη τν ημέρα προσκολλήθηκε σε μία συντροφιά, έπειτα σε μία άλλην παλαιών γνωρίμων του, στο καπηλειό, οπού έμεινε τις περισσότερες ώρες ανοιχτό με τα παράθυρα κλεισμένα, και πέρασε με λίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού νύχτωσε, πήγε με τόλμη, από τις πολλές σπονδές και από την ενθύμηση του γάλου, και χτύπησε την πόρτα της οικογένειάς του. Η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα.
― Καλησπέρα, κυρά-Παύλαινα, φώναξε απ' έξω. Χρόνους πολλούς. Πως πήγε ὁ γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλι;
Ούτε φωνὴ ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη. Τα ισόγεια, οι τρώγλες, τα κοτέτσια της κυρά-Στρατίνας, όλα κοιμούνταν. Ὁ σκύλος μόνον γνώρισε τον μαστρο-Παύλο, γρύλλισε λίγο και πάλι ησύχασε.

Υπήρχαν εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, όπου κατοικούσαν στα ανήλιαγα δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζευγάρια περιστεριών. Οι δύο γίδες αναχάραζαν βαθιά στο σκεπασμένο μαντράκι τους, οι όρνιθες έκραζαν υπόκωφα στα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζευτεί στους περιστεριώνες περίτρομα από το κυνήγι, που άρχιζαν τη νύκτα εναντίον τους οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής που κοιμόταν.

Πάραυτα ακούστηκε κρότος βημάτων στο σπίτι.

―Ἔ, μαστρο-Παύλε, είπε η κυρα-Στρατίνα, που πλησίασε, νά ᾽χουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μού 'χεις, ασίκη μου; Είδαμε και πάθαμε να σκεπάσουμε το πράγμα, να μην προσβληθεί το σπίτι… Εκείνος που ήταν δικός του ὁ γάλος, ήρθε μεσάνυχτα και φώναζε, έκανε μεγάλο κακό, και μας φοβέριζε όλους, και τη φαμίλια σου, επειδή τον είχε κόψει το γάλο, που λες, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά.. κλειδώθηκε μέσα στην κάμερα, και δεν ήξερε τί να κάνει… Είπε και ὁ κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήταν κι αυτό, που λες… και πέρασε ἡ φαμίλια σου όλη την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέρθει εκείνος πού ᾽χε το γάλο και μας φέρει κα την αστυνομία… ήταν φόβος να μην προσβληθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ᾽ άκουσες;

Ο μαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:
― Τώρα… είναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
― Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, για τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε μη σε νιώσει από πουθενά εκείνος ὁ σκιάς*, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…
― Είναι μέσα;
―Ή μέσα είναι ή όπου να 'ναι έφτασε… να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ακούστηκε όντως μία φωνή εκεί κοντά, η οποία δεν υποσχόταν τίποτα καλό για τον νυχτερινό επισκέπτη.
―Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος;
Ποιός ήταν αυτός που μίλησε, άγνωστο. Ίσως να ήταν ο μαστρο-Δημήτρης, ο γείτονας. Μπορεί να ήταν και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
― Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παραπονέθηκε ωστόσο ο άνθρωπός μας.
― Τί σου χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβε ἡ Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα, άφησέ τα αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις κι εμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
― Τ᾽ ακούω.
― Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη μου τη φτώχεια, τη θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ακούστηκε από μέσα βραχνό μουρμούρισμα, έπειτα φωνή μικρού παιδιού είπε:
― Στην υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα.
Προφανώς ήταν μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά.
― Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπε η Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ακούστηκε κρότος, σαν να σηκώθηκε κάποιος από μέσα, και να πλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύρα…
― Δρόμο, επανέλαβε μηχανικά ο Παύλος, συμμορφούμενος έμπρακτα με τη λέξη… δρόμο και δουλειά!

(1896)

Ρητά

«Και από  όλους τους καρπούς ο μόνος, ο οποίος δεν χρειάζεται ούτε καιρό ούτε ώρα για να ωριμάσει, είναι ο σατανικός έρωτας.»

Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”

Σημείωση:

Οι πραγματικοί λογοτέχνες, όπως ο Αλ. Παπαδιαμάντης, πιστεύω πως δεν χρειάζονται γλωσσική "μάσκα" (εννοώ την καθαρεύουσα) για να αποστασιοποιηθούν από τα καθημερινά γεγονότα, και επομένως να δουν καθαρότερα, εφόσον η ψυχή τους παραμένει λαϊκή. Μεταφέροντας στη δημοτική γλώσσα αυτό το διήγημα και εκφράζοντας έτσι, με πιο γνήσιο τρόπο τη λαϊκή ψυχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θεωρώ πως δίνω ένα παράδειγμα "αποκατάστασης της αλήθειας"  σε ότι αφορά την προσφορά ενός καλού ανθρώπου στην ελληνική λογοτεχνία και κοινωνία. 

Γιώργος Χατζηαποστόλου

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Η προσθήκη τόλμης στη φαντασία δημιουργεί ελπίδα

Μια ανάγνωση του πεζο-ποιήματος του Νίκου Εγγονόπουλου "Η ψυχανάλυσις των φαντασμάτων" από τη συλλογή "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής". Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος - Ημερολόγιο 2007, Εκδ. Εριέττα Εγγονοπούλου & Ύψιλον Βιβλία 2006, σ.σ. 317.

Το ημερολόγιο του 2007 συμβαδίζει με το 2024 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου, οπότε χωρίζουν οι δρόμοι τους (καθώς το τρέχουν έτος είναι δίσεκτο, έχει, δηλαδή ο δεύτερος μήνας του έτους και 29 ημέρα).

Μια ψυχανάλυση των φαντασμάτων

Όταν μπαίνει την ημέρα του καράβι στο λιμάνι,περιμένουν στην προκυμαία άνθρωποι πολλοί.Τη νύχτα το καράβι υποδέχονται η σιωπή και οι ήχοι της. Την ημέρα τα νερά με την ανατριχίλα των αποχρώσεων του γαλάζιου ανέχονται το καράβι που τα σκίζει. Τη νύχτα τα νερά, πιο ήρεμα, αντανακλώντας τα φώτα της προκυμαίας, αποκρίνονται στα λίγα φώτα γεμίζοντας θαρρείς λουλούδια και στο λιμάνι υπάρχουν μόνο γυναίκες γυμνές ' απροκάλυπτες εκφράσεις του πειρασμού που παραμονεύει (επιφανειακές προσδοκίες του έρωτα) χωρίς διάθεση να εμβαθύνουν στο χώρο των βουτηχτάδων, ή μέσα στη θάλασσα, αλλά το περισσότερο έως την είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού ' στα όρια της πόλης των ανθρώπων.  

Αυτοί φτάνουν τη στιγμή που τους περιμένουν αυτές και ενδίδουν στην ερωτική πρόσκληση. Εμείς φτάνουμε τη στιγμή που δεν μας περιμένουν, πετώντας όπως τα μεγάλα πουλιά ή τα ασώματα πνεύματα, ψέλνοντας λόγια ακατανόητα αλλά ωραία. Τότε με έναν ανεξήγητο όσο και θαυμαστό τρόπο, γίνεται αισθητή η ουσία της ησυχίας του τοπίου και εντελώς ξαφνικά πετάγονται από τα χώματα μαυροντυμένοι άνθρωποι, περαστικοί από αυτό τον κόσμο όπως οι κομήτες, που απειλούν κατά καιρούς τη γη χωρίς να την έχουν καταστρέψει ποτέ εντελώς.  Αυτοί οι μαυροντυμένοι άνθρωποι με τα λευκά δόντια σαν τα πλήκτρα όρθιων πιάνων, μοιάζουν με τον μαύρο ουρανό της νύχτας, τον κεντημένο με τ' αστέρια. 

Οι σημαίες την ημέρα κρεμασμένες, παρά τη θέλησή τους στους ιστούς, φαίνεται να τεμπελιάζουν μέχρι τη στιγμή που θα τις ζωντανέψουν απρόσμενες ριπές του ανέμου. Δεν ηχούν τραγούδια της ειρήνης ή ψαλμωδίες κατά τη νύχτα, αλλά τα πολυβόλα του πολέμου. Δεν παλεύουν άντρες αλλά μιλούν ασταμάτητα φυναίκες και ξεφωνίζουν σε γλώσσα ακατάληπτη, παιδιά. Στ' αυτιά μας έρχονται τα ονόματα γυναικών προφητών, κι όχι τυχαίων γυναικών αλλά αυτών που θα συναντήσουμε στην πορεία της ζωής μας και θα αγαπήσουμε βαθιά. 

Επίσης, ακούμε τα ονόματα πόλεων: Σινώπη, Κερασούς, Πέργαμος, Κόρινθος και άλλες πολλές από τον μακρύ κατάλογο των αγαπημένων τόπων.

Όλες και όλοι μας φοβόμαστε τον θάνατο αλλά ορισμένοι φοβούνται πιο πολύ να ζήσουν και γι αυτό προσπαθούν να είναι συνέχεια απασχολημένοι με τον έρωτα, δείχνοντας μια έντονη διάθεση ν' προσκολληθούν στη ζωή. 

Γιώργος Χατζηαποστόλου       

 

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Δημοτική γλώσσα και λαϊκή ψυχή

ΜΙΚΡΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Δίπλα στην οδό Σ… στην Αθήνα, κατά τη νοτιοδυτική άκρη τῆς πόλης, συνέβη, μια από αυτές τις ημέρες, ν᾽ ακούσω βρισιές στον δρόμο για την εξής αφορμή. Μικρό παιδάκι, τριών ἢ τεσσάρων ετών, είχε γλιστρήσει και πέσει με τα μούτρα στο μαρμάρινο κατώφλι, στην εξώπορτα μιας κατοικίας. Είχε κτυπήσει τη μύτη και το μέτωπο, φώναζε και έκλαιγε, μη μπορώντας να σηκωθεί. Εγώ που έτυχε να περνάω από εκείνο τον δρόμο, έσκυψα και ανασήκωσα το παιδάκι.

Την ίδια στιγμή κατέρχεται σαν δρομέας, η υπηρέτρια της κατοικίας που άκουσε τις φωνές. Άμα με είδε εκεί, παρότι πρώτη φορά με έβλεπε, μ᾽ έβαλε μπροστά, και με ντρόπιασε με  πολλή θρασύτητα, επειδή νόμισε ότι εγώ είχα κάνει κακό στο παιδάκι, και γι’ αυτό έκλαιγε. Το μικρό αυτό συμβάν, ανάξιο να θυμηθεί ίσως κανείς, αν και αρκετά διδακτικό, μου θύμισε έν’ άλλο, το οποίο μου είχε συμβεί πριν από χρόνια στην πατρίδα μου.
Κάτω, στην παραθαλάσσια αγορά, γύρω στην ώρα του δείπνου, τα καφενεία, τα καπηλειά και τα μπακάλικα έλαμπαν κατάφωτα, και η ανθρώπινη κυψέλη, του ναυτικού και εργατικού κόσμου, τα θορυβούσε με την φλυαρία της. Καθένας ψώνιζε για το σπίτι, ἢ έπαιρνε «τ᾽ ορεκτικό του» και αργοπορούσε με τους φίλους, ούτε του έκανε καρδιά να ξεκολλήσει. Πολλοὶ «δευτέρωναν» ἢ και «τρίτωναν» το ντόπιο ρακί ἢ τη μαστίχα. Ἡ ώρα εκείνη ήταν ἡ αμφιλύκη μέσα στην ψυχή, ἡ η αναψυχή πριν από τη μεσημεριανή χαλάρωση, η ανατολή του άστρου του απογεύματος πριν την αστροφεγγιά. Ήταν Νοέμβριος μήνας, νότιοι άνεμοι έπνεαν, ζεστή και υγρή άλμη ιωδίου επικρατούσε. Μακριά γραμμή από μικρά καΐκια, μπρατσέρες και κότερα, έδιναν ζωή στην προκυμαία. Λίγο παραμέσα, πέντε ἢ έξι σκούνες και δύο ἢ τρία μπρίκια στόλιζαν το λιμάνι. Άλλα είχαν δέσει ήδη την πρύμνη με σκοπό να παραχειμάσουν, άλλα ετοιμάζονταν ακόμη για χειμερινά ταξίδια.
Λίγα φαναράκια, σαν λαμπυρίδες, έκαιαν μετέωρα πάνω στην κουβέρτα, και τ’ άστρα από ψηλά επάνω κατοπτρίζονταν φωσφορίζοντας με φιδίσια κίνηση στα κύματα. Που και που ακουγόταν βραχνό το γαύγισμα του καραβόσκυλου, που ερεθιζόταν από το πλατάγισμα των κουπιών από τη βάρκα που παράπλεε στο σκοτάδι, και η αποθαλασσιά, με όλη τη γαλήνη της, φλοίσβιζε νυσταλέα στις πρύμνες και τα πλευρά των πλοίων, ἢ έπληττε τα κράσπεδα τῆς προκυμαίας.
Εκεί, στο καπηλειό του Χαρκούμπα, συνάντησα το απόγευμα εκείνο τον παλιό μου φίλο Ιάκωβο Λ… Είχα δειπνήσει νωρίς, και έπειτα αμέσως βγήκα. Περπατούσα αργά, έξω από τα μαγαζιά, και κοίταζα μέσα.
Μου άρεσε να βλέπω, να περιεργάζομαι τις διάφορες παρέες και να μην εισέρχομαι, αν και επόμενο ήταν να κατασταλάξω κάπου, για να πιώ ένα ποτηράκι ξανθού μοσχάτου κρασιού του τόπου. Ὁ Ιάκωβος ήταν μόνος· πριν από λίγο τον είχε αφήσει, όπως φαίνεται, ἡ συντροφιά του, κι αυτός αργοπορούσε ακόμα· δεν αποφάσιζε εύκολα να μαζευτεί στο σπίτι.
Εκείνος κοίταζε προς τα έξω, εγώ προς τα μέσα· τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Δύσκολα μπορεί κάποιος ν᾽ αποφύγει τη διασταύρωση αυτή των βλεμμάτων ἢ και ν᾽ αποστρέψει το βλέμμα, ίσως διότι το μάτι έχει μαγνήτη, όπως λένε. Ούτε μπορεί κανείς να κάνει «τον αδιάφορο», διότι ὁ φίλος τότε θυμώνει. Όποτε, έτσι ἢ αλλιώς, πιάνεται κανείς στα βράγχια.
Ο Ιάκωβος με φώναξε, εγώ μπήκα. Πάραυτα εκείνος παρήγγειλε να μας φέρουν ποτά, εγώ αποποιήθηκα, προφασιζόμενος ὅτι έπασχα, κι έκανα δίαιτα. Δεν την έκανα διότι ήμουν πότης αδιάλλακτος· ομολόγησα παραπάνω, ότι ήταν πιθανό να πιώ. Εάν βρισκόμουν μόνος, σε ευχάριστη ερημιά και άνεση, ἢ αν εύρισκα τον φίλο μου νηφάλιο, θα έπινα ένα ἢ δύο μικρά ποτήρια. Αλλ’ είδα, με το πρώτο βλέμμα, ότι ο Ιάκωβος ήταν πολύ μεθυσμένος, και γι’ αυτό αρνήθηκα να πιώ.
Άρχισα να νουθετώ τον φτωχό Λ… με  τις φορτικές εκείνες νουθεσίες, αν και ήμουν κατά τρία έτη νεότερός του. Ίσως ερμήνευα κακώς τον στίχο του Μέγα Προφήτη: «Υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα… υπέρ πάντας τους διδάσκοντάς με συνήκα…» Το εμπόρευμα είναι τόσον φθηνό, ώστε και οι πιο φιλάργυροι γέροντες αυτό και μόνο σπαταλούν! Εγώ είχα προσλάβει στην νεότητά μου ήδη το γεροντικό τούτο ιδίωμα, να συμβουλεύω τους άλλους· και συγχρόνως συνήθιζα να μη δέχομαι συμβουλές από κανένα. Αργότερα εννόησα ὅτι δεν έπρεπε να συμβουλεύω κανέναν άλλο, παρά μόνο τον εαυτό μου. Ήξερα τα κατ᾽ αυτόν. Η σύζυγός του ήταν ογδόου βαθμού συγγενής μου, ἢ τριτεξαδέλφη. Την είχε νυμφευθεί από έρωτα. Ήταν ναυτικός, «μερακλής», πολύ καλοκαμωμένος· είχε ωραία μαύρα μάτια, μελιχρός, δηλαδή ροδοκόκκινος, και ταυτόχρονα ωχρός γύρω από τα μάγουλα και τους κροτάφους. Εκείνη ήταν ωραία και λεπτοφτιαγμένη νέα. Ήσαν οι δυο τους ταιριασμένο ανδρόγυνο. Αυτός είχε πέσει στο ελάττωμα του μεθυσιού. Ήταν αισθηματίας, και αγαπούσε τη γυναίκα του με αληθινό έρωτα. Έπινε πολύ. Ήξερε ὅτι δεν έκανε καλά, αλλά δεν μπορούσε να το κόψει. Κάθε βράδυ λησμονούσε τις συμβουλές και τις καλές εμπνεύσεις του πρωινού.
Ταξίδευε, τον περισσότερο καιρό, με τα καράβια. Ήταν από οικογένεια εμποροπλοιάρχων. Πλοίαρχος ήταν ὁ μακαρίτης πατέρας του, και οι τρεις μεγαλύτεροι αδελφοί του είχαν ιδιόκτητα πλοία. Αυτός όμως πήγαινε ως απλός ναύτης, κατά προτίμηση, με τα ξένα. Δεν μπορούσε να «κάνει χωριό» με τους αδελφούς του, ακριβώς διότι κι εκείνοι τίποτ’ άλλο δεν του έδιναν, παρά συμβουλές ― ίσως και διότι εκείνοι, ομομήτριοι μεταξύ τους, ήσαν ετεροθαλείς προς αυτόν. Γι᾽ αυτόν η χήρα που επιζούσε ήταν μάννα, για εκείνους ήταν μητρυιά. Γι᾽ αυτόν μητρυιὰ ήταν η θάλασσα, για εκείνους έδειχνε, προς το παρόν, μητρική φιλοστοργία. Και η ψυχή του Ιακώβου πολύ διαυγής, αλλά και εύκολα θολωμένη, γινόταν τρικυμιώδης, όπως η θάλασσα, στην οποία αρμένιζε.

Ο επίλογος των νουθεσιών μου προς τον Ιάκωβο, συνοπτικά, θα είχε έτσι:

― Και τι κάθεσαι τώρα; Δεν πας στο σπίτι; Έφαγες; Δεν έφαγες! (ὁ φίλος μου κούνησε το κεφάλι, σχεδόν ανάπνευσε). Δεν μαζώνεσαι και συ, επιτέλους;… Εκείν᾽ η χριστιανή δεν έχει ψυχή, που σε καρτερεί τόσες ώρες στο σπίτι;… Τα παιδάκια σου που περιμένουν πότε να φανεί ὁ πατέρας… ως που να τα καταβάλει ἡ νύστα, ν᾽ αποκοιμηθούν.

Μου φάνηκε πως είδα δάκρυα να στέκονται στα ματόκλαδά του. Ξαφνικά:

― Πάμε, μου είπε.

Σηκώθηκα να τον προπέμψω για λίγα βήματα κι βγήκαμε. Είδα ότι ὁ Ιάκωβος παραπατούσε λίγο στον δρόμο. Μ᾽ έπιασε, μου έσφιξε τον βραχίονα και μου σφύριξε:

― Πάμε ως το σπίτι!

Λίγα βήματα παραπάνω, άρχιζε ένα «καλντερίμι» παλιό, λιθόστρωτο πέρα-πέρα, ολισθηρό και ανηφορικό. Τούτο οδηγούσε προς ένα στενό, δεξιά, και μερικές δεκάδες βημάτων πέρα από το στενό ήταν η κατοικία του Ιακώβου Λ…

Ο φίλος, με όλο το μεθύσι του, είχε κάποια υστεροβουλία, απαιτώντας να τον συνοδεύσω μέχρι την κατοικία του. Εγώ, βλέποντας ὅτι παρέπαιε, δυσπιστώντας προς το λιθόστρωτο, το ανηφορικό, στο χείλος του οποίου γκρεμός ανοιγόταν προς τη θάλασσα, θεώρησα χρέος μου να τον προπέμψω έως τη σκάλα της κατοικίας, σκάλα πέτρινη, εξωτερική, κ᾽ εκεί να τον αποχαιρετήσω και να φύγω. Αλλ᾽ όταν φθάσαμε μπροστά στη σκάλα, εκείνος απαίτησε να ανεβώ μαζί του στην κατοικία.
Εγώ είπα «καληνύχτα», δοκίμασα ν᾽ αποσπαστώ, να ξεκολλήσω από την περίπτυξη του βραχίονά του και να τραπώ σε φυγή. Εκείνος επέμενε. Έκανε δε αρκετό θόρυβο, ώστε το άγρυπνο αυτί της Σινιορίτσας, της γυναίκας του, η οποία, παραμονεύοντας τον σύζυγο πότε θα φανεί ως άστρο της νύχτας, ως αποσπερίτης ἢ ως εωσφόρος, έτεινε τις ακοές προς κάθε θόρυβο της οδού, μας άκουσε, και η νεαρή γυναίκα βγήκε στο κεφαλόσκαλο, στο «χαγιάτι».
Όπως κατανόησα ύστερα, ὁ Ιάκωβος επέμενε ν᾽ ανεβώ μαζί του, διότι, με όλο το μεθύσι του, ήξερε ποιά σκηνή τον περίμενε στο σπίτι, αν πήγαινε μοναχός του και έλπιζε ν᾽ αποφύγει τη «μπόρα», αν ήμουν κι εγώ μαζί. Δεν την απέφυγε, αλλά τη μοιράστηκε μαζί μου.
Ανέβηκα μαζί του, συρμένος απ᾽ αυτόν, με ή χωρίς τη θέλησή μου. Άλλωστε ἡ Σινιορίτσα είχε βγει έξω κρατώντας ένα μικρό λυχνάρι. Ήταν ωραία στο μισοσκόταδο, με όλο το κατσουφιασμένο και συννεφιασμένο μούτρο της, λευκοφορεμένη και ελκυστική. Όπως στις μικρές τεχνητές λίμνες, τις στέρνες και τους λάκκους των υδάτων, που βρίσκονται μέσα σε κήπους και άλση, παρουσιάζει μικροσκοπική τρικυμία ο σφοδρός άνεμος, ζαρώνοντας την επιφάνεια του νερού, τέτοια χαριτωμένη τρικυμία παρουσίαζε τη στιγμή εκείνη το ωραίο λεπτοκαμωμένο πρόσωπο τῆς Σινιορίτσας.
Εγώ νόμισα, αμέσως αφότου με είδε, ὅτι όφειλα να της πω απλώς μία «καλησπέρα», να δικαιολογήσω την παρουσία μου, και πάραυτα να φύγω.

―Άργησε λιγάκι ὁ Γιάκωβος, ψέλλισα με αμηχανία. Τώρα τον βρήκα μοναχό στου Χαρκούμπα, και του λέω: Γιατί αργείς να πας στο σπίτι;

Εκείνη αμέσως με διέκοψε, χωρίς να δείξει, ὅτι δίνει προσοχή στην απολογία μου, και  απευθυνόμενη με οργή προς τον σύζυγό της:

―Ως πότε θα φέρεσ᾽ έτσι, σκυλί μαύρο;… Δεν έχεις νου στο κεφάλι σου, δεν έχεις έννοια στο μυαλό σου, δεν έχεις αίσθημα στα στήθια σου;… Δεν συλλογιέσαι που έχεις παιδιά… κοιμούνται νηστικά να σε περιμένουν, πότε να έλθεις… Δεν το χόρτασες πια, το έρμο;… Όλο να μπεκροπίνεις με τους φίλους σου… που σου θέλουν λες πολύ το καλό σου. «Κολλήθηκε η ψυχή σου πίσω τους», και δεν μπορείς να κάνεις μια ώρα χωρίς αυτούς…

Αυτό ήταν μόνον το προοίμιο· φαινόταν ότι είχε να πει και άλλα. Με αγριοκοίταξε εμένα μιά, όταν είπε για τους φίλους του συζύγου της, που «κολλήθηκε η ψυχή του πίσω τους».

Εγώ έδραξα τη στιγμή, που ήθελε να πάρει την αναπνοή της, για να πω δύο λέξεις, και πάραυτα να γίνω άφαντος, το ταχύτερο.

― Μα, αν εννοείς κι εμένα, κυρά μου… Καληνύχτα σας!

Μόλις είχα αρχίσει, και ευθύς μεταμελήθηκα, διότι δοκίμασα να πω κάτι τι· οπότε είπα απότομα «Καληνύχτα σας», κι επειδή ὁ Ιάκωβος, άναυδος καθώς ήταν, μου είχε αφήσει ελεύθερο τον βραχίονα, στράφηκα, και κατέβηκα πηδώντας τρία-τρία τα λευκά ασβεστωμένα σκαλοπάτια.

Απομακρύνθηκα αναλογιζόμενος ένα σωρό πράγματα, τα οποία φούσκωναν μέσα μου σαν κύμα. Οίκτιρα τον Ιάκωβο, όσο και τη νεαρή σύζυγό του. Έλεγα: Πως ένας νέος αγαθός, ευθύς στην ψυχή, δύναται να κυριευτεί από ολέθριο ελάττωμα· αγαπώντας θερμά, και όμως ανίκανος να γίνεται χρήσιμος στους αγαπωμένους· άξιος αυτός αγάπης, και όμως να γίνεται αντιπαθητικός σαν από το ελάττωμά του!… Πως μπορεί αν και τόσον καλός ν᾽ αδικεί τον εαυτό του, αδικώντας τους οικείους του, και να χάσει το παν, χάνοντας τον εαυτό του!
Έπειτα πάλι, άφηνα τον Ιάκωβο, κι επέστρεφα σε ότι με αφορά. Βέβαια, ἡ τριτεξαδέλφη μου είχε άδικο να με συμπεριλάβει στον αφορισμό, τον κατά των «φίλων» του συζύγου της. Και όμως είναι δυνατό να είχε και δίκαιο! Αυτή τη φορά δεν είχα πιεί μαζί του· άλλοτε όμως ίσως το είχα κάνει, αν και ουδέποτε υπήρξα διδάσκαλος του ελαττώματος προς αυτόν, μάλλον ίσως εκείνος προς εμένα…
Αφ᾽ ετέρου, όπως και για τη μικρή περίπτωση του παιδιού, που έπεσε με το στόμα επάνω στη μαρμάρινη οδό, δεν έπρεπε να συναγάγει κάποιος απαισιόδοξα το συμπέρασμα, ότι δεν πρέπει να βοηθάει κάποιος τον πλησίον, διότι άδικα βρίσθηκε κάποιος από έναν αμαθή ἢ επιπόλαιο ή φθονερό· αλλ᾽ οφείλει κάποιος να σκύβει, ν᾽ ανασηκώνει τα πεσμένα παιδάκια, και αν ανάξια πρόκειται να βριστεί, όπως και ο Χριστός που σήκωσε αυτόν που έπεσε, «τω βόθρῳ επικλιθείς απτώτως».
Τέλος, το γενικό συμπέρασμα μου φαινόταν να είναι το θεόπνευστο εκείνο ρήμα, ὅτι «ἐν ἄλλοις πταίομεν, ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα».

(1903)

Ρητά

«Αυτό πουλάκι μ᾿, δεν είναι πράμα που θα κρυφτεί. Έχεις ψαλίδι για να κόψεις τις γλώσσες όλων των κοριτσιών; ... Και να τις κόψεις, πουλάκι μ᾿, άλλες θα φυτρώσουνε. Μια θα κόφτεις, δύο, τρεις, τέσσαρες θα βγαίνουνε... Δεν έχουν παιδεμὸ των γυναικών οι γλώσσες...»

Αλ. Παπαδιαμάντη “Της δασκάλας τα μάγια” 

Σημείωση:

Οι αληθινοί λογοτέχνες πιστεύω πως δεν χρειάζονται γλωσσική "μάσκα" (εννοώ την καθαρεύουσα) για να αποστασιοποιηθούν από τα καθημερινά γεγονότα, εφόσον η ψυχή τους παραμένει λαϊκή. Μεταφέροντας στη δημοτική γλώσσα αυτό το διήγημα και εκφράζοντας έτσι, με πιο γνήσιο τρόπο τη λαϊκή ψυχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θεωρώ πως δίνω ένα παράδειγμα "αποκατάστασης της αλήθειας"  σε ότι αφορά την προσφορά ενός καλού ανθρώπου στην ελληνική λογοτεχνία και κοινωνία.

Γιώργος Χατζηαποστόλου

Πηγή:

https://www.papadiamantis.org/works/58-narration/343-03-52-mikra-psyxoloxia-1903