Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

Τα χ(ε)ιλιο-ειπωμένα τραγούδια

ΞΕΝΗ ΦΥΛΛΑ: «Τα τραγούδια του πατέρα»

(Εκδόσεις "Αιγέας": Χίος 2005)


Σχετικά με τον πρόλογο του Δήμου Αβδελιώδη...

Όπως θυμάμαι από την προσωπική μου εμπειρία, πράγματι η δεκαετία του ’50 και ιδιαίτερα οι αρχές της δεκαετίας του ’60, όπου άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, είναι η τελευταία περίοδος που θυμάμαι τον λαϊκό πολιτισμό ζωντανό και λειτουργικό στη ζωή των ανθρώπων της εποχής στην Ελλάδα.
Προσωπικά έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στην πόλη και, επομένως, αυτό το βιβλίο έρχεται να συμπληρώσει το κενό της γνώσης μου όσον αφορά την πολιτιστική δραστηριότητα των ανθρώπων της υπαίθρου εκείνη την περίοδο.
Οι πολιτιστικές δραστηριότητες των ανθρώπων της υπαίθρου, της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας, μέσα από τον κώδικα επικοινωνίας - τη γλώσσα - συντηρούν τα ήθη και τα έθιμα ως διαχρονικά μορφώματα μιας αρχαίας Ελλαδικής κουλτούρας. Το γλωσσικό ιδίωμα κάθε περιοχής την χαρακτηρίζει και ταυτόχρονα διατηρεί και μεταδίδει τα ζωντανά γλωσσικά στοιχεία και τα στοιχεία της κίνησης του ανθρώπινου σώματος στους θεατές και ακροατές που έρχονται στις θεατρικές παραστάσεις και που πρόκειται να τα παρακολουθήσουν και στο μέλλον.
Η παιδική ηλικία και η παιδική ψυχή όπως μεταφέρεται από τη γραφίδα της κυρίας Φύλλα μας μεταφέρει την εικόνα του κόσμου μέσα από την οπτική του μικρού παιδιού αλλά και του ώριμου παιδιού που πολλοί φέρουμε ακόμη μέσα μας.


Σχετικά με τον πρόλογο του Βασίλη Φίλια...

Η κυρία Φύλλα έχει αναπτύξει για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες έντονη πολιτιστική δράση και στη Χίο αλλά και στην Αθήνα μέσα από τη διεύθυνση των Χιακών Πολιτιστικών Σωματείων. Με μια συστηματική και λεπτομερή ξενάγηση σε κάθε γωνιά της γης της Χίου, όπου γεννήθηκε και ζει και η ίδια, μας μιλάει για μια Χίο «περασμένη» αλλά όχι «ξεπερασμένη» και μέσα από τις παιδικές της αναμνήσεις, μας αναβαπτίζει στην εν πολλοίς λησμονημένη παιδική μας αθωότητα.


Τα τραγούδια του πατέρα

Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο όνειρο ή στην πραγματικότητα της χιακής γης που μοιάζει με όνειρο.
Έτσι όπως "απογειώθηκε" η αφήγηση της πρώτης ιστορίας του ομώνυμου βιβλίου της κυρίας Φύλλα, μου υπενθύμισε ότι το αγαπημένο μου μεταφορικό μέσο είναι το αεροπλάνο. Απολαμβάνω ιδιαίτερα τις στιγμές που μπαίνει πετώντας στα σύννεφα και μου δίνει την εντύπωση πως αναπαύεται σε πουπουλένιο πάπλωμα, αλλά ξαφνικά, ανάμεσα από μια αναπάντεχη τρύπα του σύννεφου βλέπω κάτω ένα κομμάτι στεριά ή μια «μερίδα» θάλασσα. Μέχρι αυτό το ύψος μπορώ να δω τα πράγματα από ψηλά, τόσο μόνο μπορώ να δω τον κόσμο από ψηλά και να ξεγελαστώ, πως για λίγες στιγμές, τον κρυφοκοιτάζω, τον «ελέγχω», παίζω, ασήμαντος εγώ, τον ρόλο του Θεού του Παντοκράτορα.
Ψιθυρίζω: «Αγναντεύαμε κάτω τα μικρά νησιά...... να βάζουν την παλάμη αντήλιο και να μας κοιτάζουν λαγνεμένα να περνούμε ψηλά». (χωρίς σχόλια). Τα τραγούδια του πατέρα φτάνουν έως τα βορειοδυτικά παράλια της Αφρικής, ως την Κύπρο και ως την Παλαιστίνη.
Διαπιστώνω μετά πως, όπως στον πρωταγωνιστή έτσι, και σ' εμένα αρέσει να σφυρίζω πρώτα την μελωδία κάθε τραγουδιού που αγαπώ και μετά να τραγουδώ τα λόγια.
Τον καιρό που υπηρέτησα στη Λέσβο, τις ατέλειωτες ώρες που αγνάντευα το πέλαγο – μια τρίγωνη φέτα γαλάζιο μεταξωτό ύφασμα - απλωμένο ανάμεσα σε δύο πέτρινα στήθη της ξερής γης που μας φιλοξενούσε, τραγουδούσα τραγούδια αγαπημένα. Άσματα από το «Άξιον Εστί» του Ο.Ελύτη και τραγούδια του Σ. Κουγιουμτζή, του Μ. Λοϊζου, του Μ. Χατζηδάκη, του Μ. Θεοδωράκη, του Β. Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα και του Χατζηχρήστου, του Μ. Χιώτη και άλλων. Στα διαλείμματα του εκλεκτού ρεπερτορίου μου θυμόμουνα το «Νέο Κύμα», τον αθάνατο Νίκο Ξυλούρη, τη Μαρίζα Κωχ, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Λάκη Παππά, την Καίτη Χωματά, την Πόπη Αστεριάδη, τον Γιάννη Πουλόπουλο, την Αρλέτα, τη Ρένα Κουμιώτη. Πάντα έδινα μεγάλη σημασία στα λόγια των τραγουδιών που έγραψαν σημαντικοί ποιητές και στιχουργοί, όπως οι Βασιλειάδης, Παπαγιανοπούλου, Λειβαδίτης, Γκάτσος, Ελευθερίου, Παπαδόπουλος, Τριπολίτης, Νικολακοπούλου, Κατσούλης, Σούσης και άλλοι.

«Θεέ μου πρωτομάστορα μ΄ έκλεισες μέσα στα βουνά,
Θεέ μου πρωτομάστορα μ΄ έκλεισες μέσ’ στη θάλασσα!»

«Αχ! χελιδόνι μου πώς να πετάξεις
σ’ αυτό το μαύρο τον ουρανό,
αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις»

«Σε πεύκο ανέβηκα μεγάλο να δω που πήγε τα’ όνειρό μου,
μα εγώ δεν είδα τίποτ’ άλλο, από τον κουρνιαχτό του δρόμου...»

«Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι, γαλέρες έρχονται και πάνε,
ρεσάλτα κάνουνε οι μούτσοι κι οι πειρατές μεθοκοπάνε...
στο καπηλειό το λιμανίσιο....
Άχ! Θάλασσα, πικροθάλασσα, γιατί,
γιατί να σ’ αγαπήσω....»

«Βγήκανε τ’ άστρα κι οι κοπέλες με τα’ άσπρα
κατεβαίνουν στην κάτω γειτονιά.
Τα παλικάρια παρατάνε τα ζάρια
κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά.
Στου παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας
Κι αφού χορέψουμε και πάψει ο σαματάς
εφτά τραγούδια θα σου πω για να διαλέξεις το σκοπό
που θα μου πεις, για να σου πω το σ’ αγαπώ».

«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο,
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη, στην αγκαλιά της γης,
στου κόσμου το μπαλκόνι, ποτέ μην ξαναβγείς!
Εκεί, που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα,
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία,
άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα»

«Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός,
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός,
μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά,
εγώ κι εκείνη – όνειρα, φιλιά –
το’ παιρν’ αγέρας κι η βροχή, μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά
και γλυκιά απαντοχή.
Αχ! Το σπιτάκι μας κι αυτό είχε ψυχή,
πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας...»

«Πήρα τη στράτα κι έρχομαι,
μεσ’ στη βροχή και βρέχομαι,
στα σκαλοπάτια σου, εγώ σφυρίζω,
άνοιξε μέσα για να μπω
και στρώσε μου να κοιμηθώ.
......
Να με στεγνώσεις με φιλιά
Μέσ’ στη θερμή σου αγκαλιά
και μη μ’ αφήσεις πια να ξαναφύγω,
κοντά σου πάρε με να ζω
και στρώσε μου να κοιμηθώ»

«Αντιλαλούνε τα βουνά, σαν κλαίω εγώ τα δειλινά,
περνούν οι ώρες θλιβερές σ’ ένα παλιό ρολόι
κι εγώ τους αναστεναγμούς, τους παίζω κομοπολόι..»

«Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει,
η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει
δεν ησυχάζω και στον ύπνο που κοιμάμαι,
εσένα πάντα αρχοντοπούλα μου θυμάμαι»

«Η άμαξα μέσ’ στη βροχή, τράβα αμαξά μη μου βραχεί,
το κορίτσι πού’ ναι μέσα, όμορφο σαν πριγκηπέσα,
μη μου βραχεί.
Έβγα στην άσφαλτο αμαξά και στρίψε πάλι απ’ τη γωνιά.
Η βροχή όλο δυναμώνει, το κορίτσι μου κρυώνει,
μη μου βραχεί.
Τράβα αμαξά μου να χαρείς, όσο πιο γρήγορα μπορείς,
να μας πας για το τσαρδί μας, τη φωλίτσα τη δική μας,
τράβηξε βρε αμαξά»

«Πάρε με στο τηλέφωνο, λιγάκι να τα πούμε
και δώσ’ μου ένα ραντεβού για να συναντηθούμε.
Έστω κι απ’ το τηλέφωνο, στείλε μου τα φιλιά σου
και με τη φαντασία μου θα βρίσκομαι κοντά σου.
Πάρε με στο τηλέφωνο κι απ’ το γλυκό σου στόμα,
θέλω ν’ ακούσω να μου πεις
πως μ’ αγαπάς ακόμα!

«Περασμένες μου αγάπες
όνειρα που σβήσατε,
όσο μακριά κι αν πάτε, στη ζωή μου τριγυρνάτε
σαν χλωμά φαντάσματα,
περασμένες μου αγάπες του καιρού χαλάσματα.
Για δυό μάτια, για δυό χείλια κάποτε ξενύχτησα.
Ένιωσα ανατριχίλα, μέχρι της καρδιάς τα φύλλα,
σαν τα πρωτοφίλησα»

«Ήτανε μια φορά μάτια μου κι ένα καιρό
μια όμορφη κυρά αρχόντισσα, να σε χαρώ,
μια μικροπαντρεμένη.....»

«Αυτό τον κόσμο τον καλό, το χιλιο-μπαλωμένο,
βρε ράβε-ξήλωνε, ράβε-ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
Αυτό τον κόσμο τον καλό, άλλοι τον είχαν πρώτα,
βρε ράβε-ξήλωνε, ράβε-ξήλωνε, δουλειά να μη σου λείπει.
Αυτόν τον κόσμο τον καλό,
σ’ εμάς τον παραδώσανε, γέλα φίλε μου, γέλα φίλε μου
δεν είναι και για λύπη!»

«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό,
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου,
σε τάσι αρχαίο μπακιρένιο, αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα!
Που πας; Στο μάτι του κυκλώνα!
Ποιάν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα!
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα!»
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει»

«Κάτι αλήθεια συμβαίνει εδώ, κάτι μυστικό,
κάτι πλούσιο και παράξενο, σαν τοπίο του βυθού,
ανθισμένες κερασιές κι απόγευμα ζεστό
και πολύχρωμο χορτάρι, ναι, για ν’ αποκοιμηθώ.
Αμαξάκια κάτασπρα φεύγουν απαλά
και με φέρνουνε σε σένα, ναι, στα μέρη τα παλιά.
Στο γαλάζιο θρόνο σου, χρυσό μανδύα φοράς,
και σε δυό λιοντάρια ήμερα τα πόδια σου ακουμπάς».

[Το Ελληνικό Τραγούδι – ζωντανή πολιτιστική παράδοση – ζει και συνεχίζεται.....]

Έχω ακούσει για τις νεράιδες και τα ξωτικά που βούβαιναν τα παιδιά αλλά και μεγαλύτερους, όπως μου το θύμισε το βιβλίο της κυρίας Φύλλα.
Σημειώνω πιο κάτω: «Τα έξοδα της οικογένειας μεγάλωναν...» - την γνωρίζω αυτή την κατάσταση.
Προσέχω σε άλλο σημείο του κειμένου: «Λες και είχε ήδη ξενιτευτεί κι από μακριά νοσταλγούσε.....» - έτσι αισθάνομαι διαρκώς, εδώ και 25 χρόνια!
Διαβάζω για ένα αόριστο χαμόγελο του κεντρικού ήρωα της ιστορίας. Ναι! Το ξέρω αυτό το «αόριστο χαμόγελο», έτσι χαμογελάει η μητέρα μου, έτσι χαμογελώ κι εγώ.
Θυμάμαι πως όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική θητεία στη Μυτιλήνη πολλές φορές έβαλα το χέρι μου αντήλιο ή, ακόμα καλύτερα, κοίταζα με τα κιάλια, όταν ήθελα να δω κατά την Ανατολή, σαν να μπορούσα να διακρίνω γνωστά πρόσωπα, που μάλιστα είχα την αίσθηση ότι «με περιμένουν!», όχι μόνο οι «νεκροί» που έγραφε η Διδώ Σωτηρίου, αλλά και οι ζωντανοί, που ούτε υποπτεύονται την ύπαρξή μου! Φαίνεται ότι "Το γαρ πολύ του έρωτος, [με την πατρώα γη μου] γεννά παραφροσύνη...".
Τελειώνοντας την πρώτη ιστορία μπορείτε να αφεθείτε σε μια εξαιρετικά περιεκτική περιγραφή της ιστορίας της Ελλάδας και της Χίου σε δύο, μόλις, σελίδες. Διαβάζω: «Αγάλματα αρχαίων θεών αναδύονταν απ’ τη Μεσόγειο» και ανθολογώ πρόσωπα και καταστάσεις: ο Απόλλωνας, ο Ίκαρος, ο Προμηθέας, ο Οδυσσέας, ο Κυκλαδικός πολιτισμός, ο Τρωϊκός Πόλεμος, η Κύπρος, ο Μεγαλέξανδρος, ο Χριστός, οι Ρωμαίοι και η Ακρόπολη της Αθήνας, οι Βυζαντινοί, οι πειρατές, οι Φράγκοι, οι Τούρκοι, η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η «ολόμαυρη ράχη» των Ψαρών του Σολωμού. Τα τραγούδια του πατέρα, η φωνή του, «μικρό άστρο» - το άστρο της Βηθλεέμ», ερχόταν «να σταθεί πάνω στο θόλο του σχίνου [της φλεγομένης βάτου] και να μου φανερώσει τη γέννηση του κόσμου».
Μια συγγραφέας που μπορείτε να την παρακολουθήσετε ευχάριστα, αν κι εσείς αφήσετε τη φαντασία σας να πετάξει πάνω από τη Μεσόγειο, παντού στους τόπους που την περιβάλλουν.
Γιώργος Δημητρίου Χ.