Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Αφαίρεση ή έλλειψη;

 

Παρακολούθησα -προσπάθησα, τουλάχιστον, να παρακολουθήσω- προσφάτως ως μέλος μιας ομάδας 30 συναδέλφων, τη θεατρική παράσταση ενός νέου Έλληνα σκηνοθέτη. Πολύ λυπάμαι κάθε φορά που διαφωνώ, ως απλός θεατής, με τον τρόπο παρουσίασης μιας παράστασης. Ο αιφνιδιασμός και το σοκ που προκαλεί ηθελημένα στον θεατή ένας δημιουργός, για να αναδείξει μια παράσταση, μπορεί να λειτουργήσουν και αντίστροφα σε σχέση με τις προθέσεις του. Αισθάνθηκα σαν να επιδιώκουν να με καθοδηγήσουν παρουσιάζοντάς μου ως προωθημένη, καλλιτεχνικά, μια συνθετική εικόνα της πραγματικότητας γεμάτη σύμβολα και ανδρείκελα και όχι πλοκή και "ζωντανούς" ηθοποιούς.  αλλά δεν θα αναφερθώ ονομαστικά γιατί το έργο συνεχίζεται και η προσωπική μας γνώμη αφορά κυρίως εμάς.
Η πεποίθηση που σχημάτισα με την πάροδο των χρόνων σχετικά με τον σκοπό και τα μέσα οργάνωσης μιας  θεατρικής παράστασης έχει την αφετηρία της στη ρήση του Καρόλου Κουν: «Κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας
Το νόημα που ερμηνεύω ότι περιέχει αυτή τη φράση είναι: «προσφέρουμε στον κόσμο με ειλικρίνεια, μια άρτια αναπαράσταση των σχέσεων και των καταστάσεων του έργου, όπως τις καταγράφει ο συγγραφέας και ελπίζουμε πως η χαρά (αληθινή ψυχαγωγία) που θα προκαλέσουμε στους θεατές θα είναι τόσο μεγάλη ώστε να επιστρέψει σε εμάς -τους συντελεστές του έργου- ως ικανοποίηση για τη δικαίωση των προσπαθειών μας».
Η ερμηνεία που επιχείρησα να δώσω στα κίνητρα που οδήγησαν τον σκηνοθέτη να δομήσει μια τέτοια παράσταση με προκάλεσε σε μια ενδοσκόπηση των δικών μου προθέσεων και σε μια σειρά από αφετηριακές δεσμεύσεις:
·        Αποδίδω τη δημιουργία και την ύπαρξη της φύσης και τη λειτουργία των ζωντανών όντων -και του ανθρώπου- στον Θεό.
·        Θεωρώ πως ο άνθρωπος αποτελείται από το φυσικό, φθαρτό του σώμα, την άυλη, αιώνια ψυχή του και το πνεύμα «του». Αντιλαμβάνομαι το πνεύμα ως μια μορφή ενέργειας με την οποία το σώμα επικοινωνεί με την ψυχή. Η πηγή αυτής της ενέργειας είναι ο Θεός και αποδέκτης είναι ο άνθρωπος και τα άλλα έμβια όντα.
·        Η ψυχή φαντάζει στα μάτια μου ως ένα εξατομικευμένο όργανο κατασκευασμένο -κατά κάποιο τρόπο- από «πνεύμα σε συμπύκνωση» που έχει ακανόνιστη "μορφή" και είναι εγκατεστημένο από τον Θεό στο σώμα του ανθρώπου με τη γέννησή του.
·        Η αποστολή και η ευθύνη του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ζωής του είναι να «διαμορφώσει» και, με τον τρόπο αυτό, να βελτιώσει την αξία της ψυχής του. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για την πνευματική και επομένως για την ψυχική του καλλιέργεια είναι η συμμετοχή στην παιδευτική διαδικασία κυρίως με την απόκτηση γνώσεων και κοινωνικών εμπειριών.
·       Τις γνώσεις μπορεί να τις αποκτήσει κανείς με την επιστημονική ενασχόληση.  Ένας από τους κυριότερους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς για τη μετάδοση των εμπειριών της ζωής είναι η θεατρική αγωγή. Το θέατρο είναι η μίμηση επί σκηνής και η αναπαράσταση για χάρη του θεατή, σημαντικών και χρήσιμων για τη ζωή -σύμφωνα με τη γνώμη του συγγραφέα- ανθρώπινων συμπεριφορών.
·        Η δημιουργική παρουσίαση και η αναπαράσταση τέτοιων συμπεριφορών προκαλεί -κατά κανόνα- στον θεατή μια σειρά σκέψεων-συνειρμών σε αντιστοιχία με την πραγματική ζωή και διαμορφώνει στάσεις και πεποιθήσεις του ανθρώπου απέναντι σε σχέσεις και καταστάσεις της καθημερινής ζωής.
·        Ο άνθρωπος που διευκολύνει τη μετάδοση του πνεύματος του συγγραφέα στους ηθοποιούς και στη συνέχεια στους θεατές, είναι ο σκηνοθέτης. Η συμπληρωματική συμβολή του σκηνοθέτη ως διευκολυντή, δε μπορεί να αναβαθμιστεί σε κυρίαρχη, στην παρουσίαση μιας παράστασης. Ο σκηνοθέτης δεν είναι Θεός και δεν έχει καμία δικαιοδοσία να «σκηνοθετεί ψυχές». Ο σκηνοθέτης συντονίζει τη λειτουργία των θεατρικών προσώπων δηλαδή ανθρώπων με προσωπικότητα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι απρόσωπων ενεργούμενων. Παράσταση χωρίς θεατρικό κείμενο ή παράσταση χωρίς θεατές δεν νοείται, ενώ παράσταση χωρίς σκηνοθέτη θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αν και πιθανότητα θα ήταν μια «κακή» παράσταση.
Όλοι γνωρίζουν πως σημαντικοί παράγοντες στη δημιουργία μιας θεατρικής παράστασης πέρα από την σκηνοθεσία, είναι τα σκηνικά-κοστούμια, η μουσική, ο χορός, ο φωτισμός. Αν πρόκειται για αρχαίο ή κλασικό έργο της θεατρικής δραματουργίας κύρια επιδίωξη του σκηνοθέτη θα πρέπει να είναι -κατά τη γνώμη μου- καταρχάς, η επιλογή μιας πιστής μετάφρασης του κειμένου (με τις αναγκαίες προσαρμογές στη σημερινή ζωή), η συμμετοχή του χορού σε ρόλο δευτεραγωνιστή (με κάποιες εξαιρέσεις), η ισότιμη με το χορό συνεισφορά της μουσικής και του φωτισμού στην παράσταση. Αν πρόκειται να παρουσιασθεί ένα έργο της σύγχρονης δραματουργίας, τότε δρούμε αναλόγως. Βασική επιδίωξη ενός σκηνοθέτη πιστεύω πως θα πρέπει να είναι να αναδειχθεί η δουλειά του έμμεσα, δηλαδή υπηρετώντας το κείμενο και όχι με κραυγαλέα υπογράμμιση του Εγώ του ή με σκοπό να δοθεί διέξοδος στις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Τα αρχαία ή τα κλασικά θεατρικά κείμενα έχουν τέλεια στερεότητα δομής και λειτουργίας και «αντέχουν» πολλούς πειραματισμούς, αρκεί να παρουσιάζονται άρτια, χωρίς περικοπές που να φθάνουν στο σημείο της αφαίρεσης ολόκληρων σκηνών ή ακόμα και πράξεων!
Η χρησιμοποίηση του χορού, των σκηνικών ή της μουσικής σε πρωταγωνιστικό ρόλο, σε βάρος του κειμένου και της ελεύθερης λειτουργίας των ηθοποιών δεν συνιστά πρωτοπορία αλλά μάλλον έλλειψη γνώσεων, αδυναμία παρουσίασης μιας πραγματικά ανταγωνιστικής παράστασης σε σχέση με όσες αντίστοιχες έχουν παρουσιαστεί στο παρελθόν και, εν τέλει, άγνοια κινδύνου! Η ανάδειξη του χορού σε πρωταγωνιστή, για παράδειγμα στην παράσταση μιας αρχαίας τραγωδίας, δεν είναι ένδειξη των δημοκρατικών πεποιθήσεων του σκηνοθέτη αλλά έλλειψη καλλιτεχνικού προσανατολισμού. Απόδειξη δημοκρατικότητας είναι η επιλογή και το ανέβασμα θεατρικών έργων που έγραψαν ανθρωπιστές συγγραφείς, για παράδειγμα ο Τσέχωφ, ο Μπρέχτ αλλά και σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς όπως ο Καμπανέλλης.
Το θέατρο πιστεύω πως πρέπει να απευθύνεται στο ευρύτερο δυνατό κοινό και όχι σε μια μικρή ομάδα ειδικών: θεατρολόγων, κριτικών θεάτρου, σκηνοθετών ή καλλιτεχνών κάθε ειδικότητας. «Δεν κάνουμε θέατρο για την καριέρα μας», «δεν κάνουμε θέατρο για την αυτοπροβολή μας».
Επομένως, το θέατρο, δεν πιστεύω πως οφείλει να παρουσιάζεται ως «πολυ-θέαμα» οπτικό ή ακουστικό (ένα παρατεταμένο ζωντανό video-clip) για να «αξίζει τα λεφτά του», κατά τη χυδαία λαϊκή έκφραση .  το καλό θέατρο δεν χρειάζεται τέτοιους τακτικισμούς γιατί έχει αντικειμενική και διαχρονική αξία! Φαίνεται πως τελικά, η αγάπη μας για το θέατρο και η αναζήτηση μιας καλής θεατρικής παράστασης, μέσα στα χρόνια, μοιάζει με τον τρόπο που προτείνει ο Σωκράτης για την επιλογή συζύγου: «Αν νυμφευθείς μια καλή σύζυγο, είσαι ευτυχισμένος, αν νυμφευθείς μια κακή, γίνεσαι φιλόσοφος!» Αυτή η προτροπή θα μπορούσε να μεταγραφεί στην εποχή μας ως: «Αν παρακολουθήσεις μια καλή θεατρική παράσταση είσαι ευτυχισμένος, αν παρακολουθήσεις μια κακή, γίνεσαι κριτικός θεάτρου!»
Γιώργος Δημητρίου Χ.

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

....παιδάκι μου...

 
Ανοίγοντας την τηλεόραση ένα βράδι στις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη,άκουσα το πρώτο "Άχ!" και κάθισα καλύτερα στη θέση μου για να καταλάβω τι συμβαίνει! Ανατρίχιασα! Ένα μικρό παιδί τραγουδούσε -με φωνή ώριμης γυναίκας- το γνωστό παραδοσιακό τραγούδι "Τζιβαέρι"! Ένιωσα πλούσιος ' ένιωσα πλήρης!
Η παράδοσή μας είναι η πραγματική περιουσία μας. Η αφομοίωση και η μετουσίωση της Ελληνικής παράδοσης -σε όποιο βαθμό μπορούν να λειτουργήσουν στο μυαλό και στην ψυχή ενός μικρού κοριτσιού (10 ετών)- λειτουργούν ως λυτρωτική και σχεδόν μεταφυσική εμπειρία για όσους ενήλικες παρακολουθούν αυτή τη μοναδική ερμηνεία. Το αμήχανο χαμόγελο της μικρής ερμηνεύτριας, με την ολοκλήρωση του τραγουδιού, δείχνει την τεράστια διανοητική προσπάθεια που κατέβαλε για να καλύψει την απόσταση ανάμεσα στην παιδική και στην ενήλικη ζωή για διιάστημα 3΄λεπτών. Η Μαρίνα αντιμετώπισε το τραγούδι ως ένα δύσκολο θεατρικό ρόλο τον οποίο κατάφερε να υπηρετήσει με μια μοναδική "επαγγελματική" συνέπεια ενδεδυμένη ταυτόχρονα με την καθαρότητα και την αθωότητα της ηλικίας της.
Τα "Άχ!" της ήταν οι αναστεναγμοί της γερασμένης γυναίκας που φοβάται πως θα πεθάνει χωρίς να προλάβει να δει το ξενητεμένο εγγόνι της! Την κατάρα "ανάθεμα!" την εννοεί όταν την ψελλίζει!  Ο λυγμός στη φράση: "...που πήρες το παιδάκι μου.." είναι ο αληθινός σπαραγμός της νησιώτισσας μητέρας που προσμένει το παιδί της. Η αποθέωση του τραγουδιού έρχεται με τη χαμηλόφωνη φράση: "Σιγανά και ταπεινά!" Τι άλλο να προσθέσω; Τα λόγια περιττεύουν!
Είχα χρόνια να συγκινηθώ τόσο και να κλάψω και δεν ήμουν ο μοναδικός. Η κάμερα εντόπιζε αντρικά πρόσωπα άναυδα ή φανερά συγκινημένα και γυναίκες να μειδιούν με νόημα στις θέσεις του κοινού. Ο Βαγγέλης Γερμανός που χαρακτηρίζεται από εξαιρετικό αυτοέλεγχο και τεράστια ψυχραιμία, με πολύ μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να αρθρώσει δυό φράσεις: "... η παράδοση παραδίδεται σε ανθρώπους που την αφομοιώνουν και τη μετουσιώνουν παιδί μου κι εσύ το έκανες αυτό σε 2 λεπτά! Αυτό μόνο θα σου πω: με συγκίνησες παιδί μου! Μπράβο!". Τα μάτια της Ευρυδίκης ήταν λίμνες συγκίνησης και μίλησε για : "μεγάλη ψυχή¨". Η Ντέμη είπε: "είσαι τυχερή!" Με τη φράση της αυτή εννοούσε προφανώς πως όποιος έχει τέτοιο καλλιτεχνικό χάρισμα, όπως η Μαρίνα, του το έδωσε ο Θεός και είναι ευλογημένος. Ο Γιώργος Θεοφάνους είχε ανατριχιάσει ολόκληρος στη διάρκεια του τραγουδιού, έστενε φιλιά και με τα δύο χέρια του στο τέλος του τραγουδιού και δυό φορές ενώ σχολίαζε -καθώς ακουγόταν πάλι το τραγούδι ως υπόκρουση- πήγε να βάλει τα κλάμματα!
Ένας από τους Πατέρες της Εκκλησίας μας έλεγε πως για να περάσει κάποιος την Πύλη της Βασιλείας του Θεού θα πρέπει να είναι παιδί ή θα πρέπει να σκύψει! Η Μαρίνα είναι παιδί και το κοινό υποκλίθηκε στην ανθρώπινη ποιότητά της. Η υποβλητική και διακριτική μουσική ανέδειξε ακόμα περισσότερο αυτή την ευαίσθητη παρουσία.
Ήταν μια ευτυχισμένη στιγμή για την Ελληνική τηλεόραση!  
 
Γιώργος Δημητρίου Χ.
  

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Homo Politicantus

 
Δύσκολη εποχή ο χειμώνας, αλλά και όμορφη γιατί το κρύο -με κάποιο τρόπο- μας συγκεντρώνει στον εαυτό μας, μας κάνει περισσότερο προσεκτικούς, πιο προσγειωμένους. Αντιμετωπίζουμε τον χειμώνα όπως τους νέους φίλους που για κάποιο λόγο εμπιστευόμαστε γιατί έχουμε την αίσθηση πως τους γνωρίζαμε από παλιά, επειδή έχουν φανερά μικρά ελαττώματα: μεγάλη μύτη, λίγα ή πάρα πολλά μαλλιά, ατέλειωτη φλυαρία ή μεγάλα διαστήματα σιωπής, αλλά και ζεστό -καμιά φορά, διαβρωτικό- χαμόγελο.
Ένας σημαντικός παλιός φίλος ήταν και ο Δημήτρης Λιαντίνης κι ας μην είχα τη χαρά να τον γνωρίσω προσωπικά παρά μόνο μέσα από τη διδασκαλία του (ταινίες στο Διαδίκτυο) και κυρίως, από τα βιβλία του. Ειδικότερα, το βιβλίο του, HOMO EDUCANDUS - Φιλοσοφία της αγωγής - (Αθήνα, 1984) με προκάλεσε με κάποιο τρόπο να σκεφθώ ποια θα μπορούσαν να είναι τα στοιχεία της φιλοσοφίας της αγωγής που θα έπρεπε να χαρακτηρίζουν ένα πολιτικό όν ώστε να θεωρείται καλλιεργημένος άνθρωπος και επομένως, άξιος πολιτικός. Σε αντίστιξη με τον πολιτικό αγνωστικισμό από τον οποίο χρόνια υποφέρει η πατρίδα μας, αναζήτησα τα χαρακτηριστικά στοιχεία αγωγής ενός πολίτη ώριμου και λειτουργικού μέσα στην κοινωνία. Έτοιμη απάντηση δεν έχω να προσφέρω γιατί συνεχίζω να ερευνώ το θέμα, αλλά ακόμη και αν είχα, δεν θα τη μοιραζόμουν μαζί σας . θα ήταν σαν να σας την υπέβαλα ή σα να προσπαθούσα να την επιβάλλω πλαγίως, πράγμα απόλυτα αντιπαιδαγωγικό. Απέδωσα την αιτία του φαινομένου της πολιτικής δυσλειτουργίας στους ολιγοβαρείς πολιτικούς που θέλουν να ανήκουν στο είδος HOMO POLITICUS και στους αφελείς -μέχρι παρεξηγήσεως- θεατές και ακροατές των πρώτων που τόσο μεγάλη ανάγκη έχουν να ενταχθούν κι αυτοί στην κατηγορία του HOMO EDUCANDUS, χωρίς ποτέ τους να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν ένα βιβλίο ή να εργαστούν τόσο χειρωνακτικά όσο και πνευματικά. Όσα χρόνια θυμάμαι τον εαυτό μου, διαπιστώνω να ζουν και να υπάρχουν οι πολιτικοί για να θεωρητικολογούν και  να υπόσχονται πράγματα που αδυνατούν ή αδιαφορούν να υλοποιήσουν. Οι αρχαίοι σοφιστές θα ήταν ίσως περήφανοι γι αυτούς, αν τους άκουγαν σήμερα, αλλά δεν θα ήθελα να μάθω ποια γνώμη θα είχαν γι αυτούς οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.
Σήμερα, η απουσία συνάφειας ανάμεσα σε πολιτική και κοινωνία με οδήγησε σε μια νοηματική «διασταύρωση»  με αποκύημα τον HOMO POLITICANTUS . ένα πλάσμα που γνωστοί θεατρικοί συγγραφείς όπως ο Δημήτρης Ψαθάς και ο Αλέκος Σακελλάριος ονόμασαν Φον Δημητράκη, Θανασάκη τον πολιτευόμενο, βουλευτή Καλοχαιρέτα (Στουρνάρα 288), Μαυρογυαλούρο και Γκρούεζα (Υπάρχει και φιλότιμο) ή Απόστολο (Ένας ήρωας με παντόφλες).
Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί συνήθισαν να κρύβουν τις σκέψεις και τις προθέσεις τους πίσω από οικονομικούς όρους, δυσνόητους από τον κοινό πολίτη και τον ψηφοφόρο μέσης νοημοσύνης. Τα  έχουν καταφέρει, αν όχι να ξεπεράσουν τις γνωστές καρικατούρες πολιτικών, ή πολιτικάντηδων, πάντως, να σταθούν ισάξια δίπλα τους!
Παρόλα αυτά, η Δημοκρατία παραμένει το καλύτερο σύστημα διοίκησης που θα μπορούσαμε -ποτέ- να έχουμε, αλλά στην Ελλάδα, πάσχει από την έλλειψη αγωγής του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή, μεγάλου μέρους των πολιτικών και των πολιτών.  

Γιώργος Δημητρίου Χ.