Sonnet XCVII
By William Shakespeare
(1564-1616)How like a winter hath my absence been
From thee, the pleasure of the fleeting year!
What freezings have I felt, what dark days seen!
What old December's bareness everywhere!
And yet this time remov'd was summer's time,
The teeming autumn, big with rich increase,
Bearing the wanton burthen of the prime,
Like widow'd wombs after their lords' decease:
Yet this abundant issue seem'd to me
But hope of orphans and unfather'd fruit;
For summer and his pleasures wait on thee,
And thou away, the very birds are mute;
Or if they sing, 'tis with so dull a cheer
That leaves look pale, dreading the winter's near.
Σονέτο 97
(Μετάφραση από τον Διονύση Καψάλη)
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα·
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα.
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα·
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα.
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα·
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
Οι δύο εποχές μιάς ψυχής
Φυσάει χειμώνας στην ψυχή μου που νηστεύει
αιθέρια χάδια, βλέμματα, σιωπές,
απ' τον καιρό που έχεις φύγει μένουν άδεια
τα μάτια και τ΄αυτιά μου, απ' αγκαλιές.
Συνήθισα να ψηλαφίζω στο σκοτάδι
γνώριμα πρόσωπα και άγνωστες πληγές
και στην αρχή του χρόνου, πλησιάζω
ήλιο καυτό και παιδικές φωνές.
Ψάχνω για το φθινόπωρο, την άνοιξη λατρεύω
σα γυναικεία θεότητα π' όλους τους απωθεί,
υπόσχομαι -στον ύπνο μου- να πάψω να γυρεύω
μιαν ανθισμένη μυγδαλιά με φύλλωμα δασύ.
Θέλω να είμαι έτοιμος την ώρα του θανάτου,
καθόλου να μη λυπηθώ που φεύγω απ' τη ζωή,
να συμφωνήσω πια να ζω, μόνο με τ' άνω άκρα
και να σφουγγίσω με χαρά, τα φρύδια της ψυχής.
Χωρίς εσένα, έμαθα, ν' αναζητώ τα λίγα,
μικρού πουλιού κελάιδημα, να μη με συγκινεί,
να μένω στα χαλάσματα, να τρέφομαι με φύκια,
να ζω μέσα στην παγωνιά κι ας είμαι ιθαγενής.
Γιώργος Δημητρίου Χ.