Θα σας πω μια σύντομη,αλλά όχι συνηθισμένη ιστορία. Χρόνος: Αύγουστος του 1963. Χώρος: ένα κελί της Μονής της Μεγαλόχαρης της Τήνου. Ένα αγόρι τεσσάρων ετών με τη μητέρα του βρίσκονται εκεί για δύο λόγους: πρώτα για να ευχαριστήσει η γυναίκα -που εν τω μεταξύ είχε φτάσει τα 40 χρόνια- την Παναγία που τη βοήθησε να αποκτήσει παιδί, μετά από αρκετές ατυχείς προσπάθειες -τρεις αποβολές "οχτώ μηνών"- και δεύτερον για ολιγοήμερες διακοπές σε χώρο που διέθετε δωρεάν η Μονή σε επισκέπτες - προσκυνητές. Η διάθεση για προσκύνημα μεγάλη ' η ανάγκη για διακοπές αναντίρρητη ' τα οικονομικά περιορισμένα. Στο ένα χέρι οι αποσκευές (τσάντες, παιδικό καροτσάκι) και στο άλλο ο μικρός που κάθε λίγο κουραζόταν να περπατάει και ήθελε αγκαλιά ' η γνωστή φράση ακουγόταν κάθε τόσο: "πάρε με μαμά". Συνωστισμός στο λιμάνι του Πειραιά, κόσμος πολύς στο καράβι, μάχη για μια θέση στο κατάστρωμα του πλοίου. Το φαγητό μεταφέρθηκε σε πακέτα από την Αθήνα και ότι έλειψε συμπληρώθηκε με κονσέρβες. Εικόνα: το χαμογελαστό πρόσωπο μιας αδύνατης, μελαχροινής και πολύ όμορφης μοναχής που μας έδειξε το κελί όπου θα μέναμε.
Τρεις πρώτες μέρες ' όλα καλά ' τέταρτη μέρα: τροφική δηλητηρίαση από χαλασμένη κονσέρβα (καλαμαράκια). Μεταφορά στο νοσοκομείο του νησιού ' πυρετός 41-42 ' κατάσταση εκτός ελέγχου ' αφόρητος, παρατεταμένος πόνος από τον λαιμό έως το στομάχι. Ο μικρός αισθάνεται να πνίγεται ' έχει ανάγκη από αέρα ' βρίσκει το κουράγιο να βάλει τις φωνές σε μια ηλικιωμένη ασθενή που το κρεβάτι της βρισκόταν μπροστά στο παράθυρο και αρνιόταν να το ανοίξει γιατί κρύωνε ' τελικά, το παράθυρο ανοίγει. Οι αισθήσεις υποχωρούν, τα μάτια γυρίζουν ανάποδα ' το παιδί βάζει τα δαχτυλάκια μέσα στα μάτια του για να τα γυρίσει πίσω πρός τον ορατό κόσμο. Ο βουβός πόνος επιμένει ' "παραισθήσεις" περισσότερο αληθινές από αυτές τις λέξεις που διαβάζετε, από την εικόνα που βλέπετε, από την ψαλμωδία που ακούτε όταν πηγαίνετε στην εκκλησία. Ταξιδεύω σε έναν χώρο που μοιάζει με το Διάστημα, αλλά δεν είναι σκοτεινός. Όταν ο πόνος γίνεται αφόρητος, τεντώνω το κεφάλι μου προς τα πίσω σε μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγω, να απελευθερωθώ και με έναν ανεξήγητο τρόπο επιταχύνω την ταχύτητα απομάκρυνσής μου από τον κόσμο αυτόν που ζούμε. Ανεβαίνω κατακόρυφα ' με υποδέχονται εκεί πάνω ' με "διαβάζουν" σαν να είμαι διαφανής ' καταλαβαίνουν την απορία μου για την παρουσία τους "στον αέρα" και φαίνεται να θέλουν να μου εξηγήσουν, αλλά δεν μιλούν, δεν χρειάζεται να επικοινωνούν με τη γλώσσα. Κατεβαίνω, απότομα, τους χάνω. Δεν είμαι σε θέση να στενοχωρηθώ που τους έχασα ή να χαρώ που γυρίζω πίσω ' απλά, αισθάνομαι πως υπάρχω επειδή ταξιδεύω.
Ο μοναδικός, ηλικιωμένος γιατρός του νησιού κάνει ότι μπορεί, αλλά βλέποντας πως ο μικρός έχει αρχίσει να πλέει "γι άλλα μέρη" προτείνει στη μητέρα: "αν μπορέσεις να πάρεις το παιδί και να ταξιδέψεις απόψε, πριν από το ξημέρωμα και δεν πιεί από το νερό του νησιού, θα σωθεί, διαφορετικά...". Τότε το νερό μεταφερόταν με υδροφόρο πλοίο από τη Σύρο και φυλασσόταν σε δεξαμενές στο νησί, όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες υγιεινής.
Μια ένεση καμφοράς για την καρδιά και άλλη μια στην τσέπη για το ταξίδι (αν χρειαστεί) ' οι αποσκευές στο ένα χέρι ' το παιδί στο άλλο ' νύχτα στο λιμάνι της Τήνου. Η ίδια περιπέτεια για να βρεθεί χώρος στο κατάστρωμα. Όλα είναι μπερδεμένα, είχα τη βεβαιότητα πως το ταξίδι της επιστροφής το έκανε κάποιος άλλος μέσα στο μικρό κορμάκι του Γιωργάκη. Ξημερώματα, μπαίνοντας στο λιμάνι του Πειραιά ' αισθάνομαι πως το σώμα μου γίνεται πάλι δικό μου, προσπαθώ να πιαστώ από την κουπαστή του πλοίου για να δω έξω ' σηκώνομαι για λίγο στις μύτες των παπουτσιών ' τα φώτα στο λιμάνι έχουν αρχίσει να σβήνουν ' η μέρα έχει πάρει τη θέση της στον κόσμο ' ζαλίζομαι, η μητέρα μου με ρωτάει πως αισθάνομαι ' η προκυμαία φαίνεται να στριφογυρίζει, δεν μπορώ να σταθώ, σωριάζομαι ' μια δεύτερη ένεση καμφοράς.
Άλλη εικόνα: καθισμένος στη μονή θέση ενός παλιού λεωφορείου - πολύ μεγάλη για τα μέτρα μου - έχω διπλωθεί σε μια γωνιά ' δυσκολεύμαι να καταπιώ ακόμη και το σάλιο μου. Ο λαιμός μου έχει κλείσει, αλλά αναπνέω!
Από τότε έχουν περάσει 47 χρόνια. Μου έκαναν το δώρο της ζωής. Καταλαβαίνω ποιός μου έκανε αυτό το δώρο, αλλά επειδή, γύρισα "πίσω, εδώ" βιαστικά και δεν πήρα μαζί μου τεκμήρια, πέρα από τη φυσική μου παρουσία, με πιστεύουν μόνο όσοι πιστεύουν στο Θεό και όχι όσοι ντρέπονται να το ομολογήσουν και δηλώνουν πως πιστεύουν σε μια "Ανώτερη Δύναμη".
Με μεγάλη καθυστέρηση στο τέλος Ιουνίου του 2004, κατάφερα να ξαναγυρίσω στην Τήνο και να ευχαριστήσω για το χθές αλλά και για το σήμερα. Μόλις είχα χάσει τη δουλειά μου σε γραφείο, όταν μου τηλεφώνησε η Λίζα πως ο ηλικιωμένος άνθρωπος που φρόντιζε μια φίλη της είχε εισαχθεί σε νοσοκομείο και είχε ανάγκη από αίμα. Πήγα στο Νοσοκομείο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, έδωσα αίμα, πήρα τα χρήματα που επέμεναν να μου δώσουν και με αυτά έβγαλα τα εισιτήρια για την Τήνο, όπου ταξίδεψα αυθημερόν, χωρίς να πω τίποτα στους δικούς μου, που τότε βρίσκονταν στη ζωή.
Καθώς αποχωρούσα από τον ναό και περπατούσα στο προαύλιο, σκέφτηκα πως δεν ζήτησα τίποτε από τον Θεό ' πέρασε από το μυαλό μου η μικρή "ανθρώπινη" ιδέα πως έπρεπε να εκμεταλλευθώ την επίσκεψη και να ζητήσω κάτι από τον Θεό -"επισκέπτομαι τόσο σπάνια το νησί που βαφτίστηκα" και μου φάνηκε πως ήταν ευκαιρία- ήξερα πως ότι ζητούσα θα μου προσφερόταν ' αλλά αμέσως σταμάτησα να ντρέπομαι γι αυτή τη σκέψη και έδωσα πίσω με όλη μου την καρδιά την ευγνωμοσύνη μου που χρωστούσα.
Γιώργος Δημητρίου