Σε μια πραγματική δημοκρατία, η κυβέρνηση, εκλέγεται από τον λαό, τα μέλη της προέρχονται από ανθρώπους του λαού και, αναλαμβάνει την ευθύνη να διοικήσει τη χώρα για χάρη του λαού. Με αυτό τον τρόπο όριζε τη δημοκρατία ο Λίνκολν.
Πρώτα-πρώτα, όλοι όσοι θέλουν να ονομάζονται δημοκράτες ή, συχνά, συναινούν να θεωρούνται ως τέτοιοι, για να εξυπηρετήσουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, δέχονται το κοινοβουλευτικό σύστημα ως αφετηρία των επιδιώξεών τους. Στη συνέχεια, ως άτομα που προέρχονται από τον λαό, νομιμοποιούνται να εκπροσωπήσουν άμεσα τον λαό με τη συμμετοχή και την επιλογή τους στις εκλογές κάθε δημοκρατικής χώρας.
Καταληκτικά, οι πολιτικοί που συμμετέχουν στις δημοκρατικές εκλογές διατείνονται ότι αναλαμβάνουν την διακυβέρνηση της χώρας για να υπηρετήσουν το «καλό του λαού». Θεωρούν πως, ως άμεσοι εκπρόσωποι του λαού, γνωρίζουν ποιες είναι οι ανάγκες που πρόκειται να ικανοποιηθούν και οι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν ώστε να αισθάνεται ο λαός, ασφαλής, δημιουργικός και ευτυχής.
Όμως, όπως γράφει ο Ρ. Ρούφος στο κείμενό του «Για χάρη του λαού» :
«Δεν υπάρχει αυτοτελές, απόλυτο κριτήριο για το τι είναι σε κάθε ιστορική στιγμή το «καλό του λαού», και για το αν μια κυβέρνηση το επιδιώκει σωστά ή όχι, αλλιώτικα θα αναθέταμε τις αποφάσεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, και θα περίττευε όλως διόλου η δημοκρατία».
Αλλά, τι είναι ο «λαός»;
Σύμφωνα με τους ορισμούς που καταθέτει ο Γ. Μπαμπινιώτης, λαός είναι:
«1. α. (γενικότερα) το σύνολο των πολιτών ενός κράτους ' το σύνολο των φυσικών προσώπων που έχουν την ιθαγένεια ενός κράτους, ανεξάρτητα από γλώσσα, θρησκεία, εθνικότητα, φύλο, ηλικία, κ.λπ. β. το σύνολο των ενεργών πολιτών ενός κράτους που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι (το εκλογικό σώμα).
2. (ειδικότερα) το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.
3. (ο λαός ως έθνος) το έθνος, σύνολο προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά (γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις κ.λπ.)».
Γίνεται φανερό, ότι η έννοια του λαού, ανάλογα με την εκδοχή που εκφέρεται κάθε φορά, αντιστοιχεί σε ευρέα ανομοιογενή σύνολα ανθρώπων, όπου κυριαρχούν υποσύνολα όπως οι κοινωνικές τάξεις, τα κοινωνικά στρώματα και οι ομάδες συμφερόντων (τραπεζικά, επιχειρηματικά, επικοινωνιακά των ΜΜΕ και εκκλησιαστικά).
Όπως σημειώνει ο Ρούφος:
«Μέσα στο δημοκρατικό πλαίσιο, μόνο η εκάστοτε πλειοψηφία θα κρίνει ποιο είναι το γενικό καλό και ποια κυβέρνηση θα το πραγματοποιήσει ευστοχώτερα, και θα ψηφίσει ανάλογα».
Εδώ, διαπιστώνεται μια στρέβλωση των δημοκρατικών διαδικασιών. Όσοι συμμετέχουν στις εκλογές ως υποψήφιοι βουλευτές, προϋποθέτουν πως γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιο ακριβώς είναι το «καλό του λαού», όπως επίσης, ποιοι είναι οι προσφορότεροι τρόποι για να το υπηρετήσουν, ακόμη και αν ο λαός διαφωνεί με την αντίληψή τους σχετικά με τον ορισμό που δίνουν ως προς το ποιό ακριβώς είναι το «καλό του».
Σύμφωνα με την αντίληψη των αυτόκλητων αυτών σωτήρων: «ο λαός δεν γνωρίζει ποιο ακριβώς είναι το συμφέρον του». Ο πολιτικός εκπρόσωπος είτε ανήκει σε μια φωτισμένη ελίτ, είτε είναι εκκολαπτόμενος δικτάτορας, είτε είναι πανεπιστημιακός ταγός, είτε λειτουργεί ως αυταρχικός γονέας που τιθασεύει το απείθαρχο παιδί του (στην περίπτωσή μας, τον λαό). Ο πολιτευτής, με την ψήφο κάθε πολίτη που συγκεντρώνει, θεωρεί πως εξασφαλίζει ταυτόχρονα και την εξουσιοδότηση να χειριστεί τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα κατά την κρίση του!
Ολόκληρη λοιπόν η προσπάθεια κάθε πολιτευόμενου, επικεντρώνεται στο να πείσει τον πολίτη πως πρόκειται, εφόσον εκλεγεί, να υπηρετήσει τα συμφέροντά του. Αλλά τα συμφέροντα των διάφορων κοινωνικών ομάδων είναι αλληλοσυγκρουόμενα. Στην περίπτωση αυτή, συνυπολογίζεται το δυναμικό των ομάδων - οι εργάτες είναι εκατομμύρια, και από την άλλη πλευρά, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και οι βιομήχανοι, μόνο μερικές εκατοντάδες, αλλά με απείρως μεγαλύτερη οικονομική ισχύ. Πώς συμβιβάζονται αυτά τα συμφέροντα; Μα με την πολιτική των συμψηφισμών και μιας ιδιόμορφης ερμηνείας του «μέσου όρου» ' οι εργάτες θα δεχθούν να πάρουν χαμηλότερα ημερομίσθια, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης των αγορών, κάτω από την απειλή να απολέσουν την εργασία τους, και έτσι οι εργοδότες θα ζημιωθούν λιγότερο. Τη διαμεσολάβηση μεταξύ τους θα αναλάβει η κυβέρνηση που προέρχεται από τον λαό, αλλά όχι από τις χαμηλότερες τάξεις του λαού, κυρίως από τη λεγόμενη «μεσαία τάξη».
«Μέσος όρος», «μέση λύση», «μέσος άνθρωπος», «μεσαίος χώρος», «μεσολάβηση». Βρίσκεται η αλήθεια στον μέσο όρο; Ούτε ναι, ούτε όχι, γιατί η αλήθεια δεν είναι μία. Σύμφωνα με τη ρήση του Μαχάτμα Γκάντι: «Ο καθένας θα συνεχίσει να αναζητεί τη δική του αλήθεια», στη διάρκεια της ζωής του, επιδεικνύοντας «παθητική αντίσταση» ή στην περίπτωση των Ελλήνων, «ενεργητική ανοχή», με την έννοια μιας κοινωνικής επανάστασης και εξέγερσης που εξαντλείται σε έντονες προφορικές διαμαρτυρίες, και διαρκώς αναβάλλεται, μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες που θα «εξασφαλίζουν» την επικράτησή της στο μέλλον!
Στην πορεία αναζήτησης της ατομικής αλήθειας, κάθε άνθρωπος, θα καλείται να ψηφίσει κάθε φορά, το λιγότερο κακό, αφού κανείς δεν του διασφαλίζει πως υπηρετεί το «καλό του!».
Βιβλιογραφία
Μπαμπινιώτης Γιώργος, (2002), Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, σ. 991.
Ρούφος Ρόδης (1971) Οι μεταμορφώσεις του Αλάριχου, Αθήνα, Ίκαρος, σ. 174-179.
Η εικόνα βρίσκεται στη διεύθυνση: www.un.int/india/
Γιώργος Δημητρίου Χ.