Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

Auto da fé - Act of faith


Πράξη πίστεως
Ένας κακός μαθητής, σε ηλικία 24 ετών επρόκειτο να πάρει απολυτήριο του Δημοτικού σχολείου. Δύο χρόνια σε κάθε τάξη θεωρήθηκε χρόνος επαρκής για να τερματίσει την συνολική εκπαιδευτική του περιπέτεια, αλλά με έναν όρο: να προσπαθήσει να κατανοήσει τι γράφει ένας γνωστός πανεπιστημιακός δάσκαλος ' ο Γιώργος Βέλτσος. Ο δάσκαλος πρότεινε τον συγκεκριμένο όρο και ο Επαμεινώνδας Καλλός -έτσι ονομαζόταν ο μαθητής- τον δέχθηκε. Διαφορετικά, θα έπρεπε να περιμένει έναν ακόμα χρόνο για να αποφοιτήσει! 
Ήταν, θυμάται, μια συννεφιασμένη φθινοπωρινή ημέρα. Έβαλε όλα τα βιβλία του σε έναν μεγάλο σάκο που μετά βίας μπορούσε να σηκώσει και μόλις έφτασε στο σχολείο τα σώριασε όλα στη μέση της αυλής ' άδειασε πάνω τους ένα μπουκάλι οινόπνευμα για να καούν ευκολότερα όταν θα έβγαινε μετά το τέλος της εξέτασης, δηλαδή, σε λίγη ώρα όπως πίστευε.
Ο επιστάτης συγκρατώντας με δυσκολία ένα σαρδόνιο χαμόγελο, άφησε μπροστά του στο θρανίο ένα τετράδιο εξετάσεων και το μικρό βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου με τον περίεργο ξενικό τίτλο Autodafe. Φάνηκε να εκτελούσε την εντολή του δασκάλου που για κάποιο λόγο δεν ήθελε ή δεν άντεχε να ξαναδεί τον πιο πιστό και πιο ασυνεπή μαθητή που είχε συναντήσει ποτέ στην εκπαιδευτική του σταδιοδρομία ' τον ανένδοτο Νώντα, όπως έλεγε συχνά. Η μόνη βοήθεια που δόθηκε στον Επαμεινώνδα ήταν η πληροφορία πως το Autodafe σήμαινε Πράξη Πίστης και χαρακτηριζόταν έτσι μια τελετή όπου έκαιγαν τα βιβλία των "αιρετικών" για να αποδείξουν με αυτό τον τρόπο την πίστη τους στον "αληθινό" Θεό. Βαθιά μέσα του συμφωνούσε πως καλά έκαναν και τα έκαιγαν, όχι επειδή παραποιούσαν τους νόμους του Θεού αλλά επειδή ήταν άχρηστα καθώς αυτά που έγραφαν τα βιβλία δεν είχαν καμιά σχέση με την καθημερινή πραγματικότητα!
Ο Επαμεινώνδας αφού απομάκρυνε, όσο μπορούσε, τα φρύδια από το στόμα σε μια έκφραση απόλυτης απορίας, δεν είπε τίποτα. Έπιασε το βιβλίο και άρχισε να το ξεφυλλίζει αναζητώντας εικόνες ή κάτι που θα τραβούσε την προσοχή του. Μάταιος κόπος. 
Άρχισε να διαβάζει: "Τρία εκ προοιμίου λανθασμένα κείμενα" Τι έγινε; Λάθος κείμενα του έδωσαν να διαβάσει; Τι είναι το προοίμιο; Αφού έχει μπροστά το 'προ' θα είναι πριν από κάτι άλλο, αλλά από τι; Δεν τόλμησε να απορήσει ξανά. Συνέχισε να συλλαβίζει ανατριχιάζοντας σε κάθε λέξη "πολλαπλότητα, αθεμελίωτο, σύγχυση". Νόμισε πως θα καταλάβαινε διαβάζοντας αλλά... "Συνέβη το αντίθετο" (έτσι ξεκινούσε η επόμενη παράγραφος). Του φάνηκε σαν να διάβαζε το βιβλίο τη δική του σκέψη και να τον κορόιδευε. Έκλεισε το βιβλίο και το έδιωξε μακριά στην άκρη του θρανίου ' κοίταξε έξω ' είχε χρόνο ' του είπαν πως το τελικό διαγώνισμα θα τερματιζόταν με τη Δύση του ηλίου. Η ώρα ήταν τώρα δέκα και μισή, το πρωί.
Άρχισε να σκέφτεται μεγαλόφωνα:  "Δεν καταλαβαίνω τι τους έπιασε και θέλουν σώνει και καλά να διαβάσω. Εγώ το απολυτήριο ήρθα να πάρω γιατί το ζητάνε για να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο ' δε θα γίνω δάσκαλος ' δε θέλω να διαβάσω ' θέλω να ζήσω!"
Άνοιξε πάλι το βιβλίο και διάβασε: "Όφειλα να το έχω αποδεχθεί" Το έκλεισε απότομα, τρομαγμένος! Ένας μεταφυσικός διάλογος φάνηκε να αναπτύσσεται ανάμεσα στο κείμενο ενός στρυφνού όσο και χαριτωμένου δασκάλου όπως είναι ο Γιώργος Βέλτσος με τον πλέον αδιάφορο και άσχετο με την επιστήμη του, αναγνώστη, που θα μπορούσε ποτέ να έχει. Ήταν κατάκοπος ' όλη τη νύχτα γύριζαν και μάζευαν παλιά λάστιχα από τα κλειστά βουλκανιζατέρ για να τα πάνε στην ανακύκλωση. Συνέχεια ανέβα-κατέβα, σήκωσε, αγκάλιασε, σπρώξε, να ανεβούν τα λάστιχα στο φορτηγό, αλλά δεν είχε παράπονο, το μεροκάματο έβγαινε και το αφεντικό ήταν ξηγημένο ' κάθε βράδυ του έκανε το τραπέζι και έτρωγε όσα σουβλάκια ήθελε ' άσε το παγωτό που τον κερνούσε λίγο πριν να ξημερώσει! Και να έχεις την άλλη μέρα τον δάσκαλο, με την ένρινη φωνή του, να απορεί στη δήλωση του Επαμεινώνδα: Δεν διάβασα! "Τι πα να πει δε διάβασες; Τι έκανες;"
Με το στόμα διάπλατα ανοιγμένο από το χασμουρητό άφησε το βλέμμα του να κατρακυλήσει στην επόμενη σελίδα. έπρεπε να διαβάσει όσο μπορούσε περισσότερο από αυτό το ρημαδο-βιβλίο για να του δώσουν το χαρτί και να αλλάξει, επιτέλους, τη ζωή του. Διάβασε: "Εάν λοιπόν προσχώρησα σε μια νέα δαιμονολογία, πιστεύοντας πως προκαλώ, και εάν εσκεμμένα αγνόησα τη φρόνιμη πανουργία του Λόγου, το έκανα για να υποστηρίξω ότι στο "τι εμοί και σοι Ιησού, υιέ του Θεού του Υψίστου;" που λέει στο κατά Μάρκον ο δαίμων, η απάντηση είναι: είμαστε και οι δυό το ίδιο." Αυτό ήταν και το μόνο που εννόησε ο Επαμεινώνδας από όλο αυτό το κατεβατό: είμαστε και οι δυό το ίδιο (αυτός και ο δάσκαλός του). 
Ούτε που κατάλαβε πως αφέθηκε πάνω στο βιβλίο και πως τινάχτηκε όταν το χέρι του δασκάλου τον σκούντησε αργά το απόγευμα, όταν το φως της ημέρας είχε αποσυρθεί. Σήκωσε τα μάτια του και τον είδε να κρατάει στο χέρι του το πολυπόθητο χαρτί και να του το δίνει όλο συμπόνοια αφήνοντας κι έναν αναστεναγμό. Ήταν το απολυτήριο! Δεν είπε τίποτα ' ούτε ευχαριστώ.
Σηκώθηκε σαν ελατήριο ' η κούραση είχε εξαφανιστεί ' Βγήκε στην αυλή του σχολείου ' είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Πλησίασε αργά-αργά τα βιβλία που είχε σωριάσει στην αυλή και τα έβαλε σε δυό στοίβες δίπλα στην πόρτα της εισόδου, κάτω από το υπόστεγο, για να μη βρέχονται. Έριξε πάνω-πάνω μια τελευταία ματιά στο βιβλίο της μυθολογίας ' ήταν το μόνο που είχε ποτέ διαβάσει και το θυμόταν με χαρά. 
Τι περίεργο συναίσθημα ' δεν αντιπαθούσε πια τα βιβλία ' μέχρι που θα μπορούσε να ανεχθεί την ύπαρξή τους. Δίπλωσε στα δύο το απολυτήριο και το έβαλε προσεκτικά σε μια πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του.
Ωραία, σκέφτηκε! Πάμε τώρα να ζήσουμε!

Γιώργος Χατζηαποστόλου