Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Στίχοι, νότες και εικόνες


Η απουσία οργανωμένης παιδείας από την πρώτη στιγμή της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους, όχι γιατί έλλειπαν οι φωτισμένοι δάσκαλοι όπως για παράδειγμα ο Αδαμάντιος Κοραής ή οι ικανοί κυβερνήτες όπως ο Ιωάννης Καποδίστριας, οδήγησε στην καλλιέργεια των τεχνών (μουσική, θέατρο, χορός) με περιστασιακό και αποσπασματικό τρόπο. Η κοινωνική πραγματικότητα της εποχής απαγόρευε την ανάπτυξη συγκροτημένων θεαμάτων όπως η Όπερα και το Λυρικό θέατρο που μεσουρανούσαν για αιώνες στη Δύση και, κυρίως, οι ιστορίες που συνήθιζαν να αφηγούνται οι λαϊκοί τροβαδούροι και οι αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις, διασκέδαζαν τη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων και συνέβαλλαν στην έμμεση "επιμόρφωση" των αγράμματων, απελευθερωμένων αλλά όχι πραγματικά ελεύθερων πνευματικά, Ελλήνων. Οι άνθρωποι του λαού που στη μεγάλη πλειοψηφία τους δεν γνώριζαν ανάγνωση και γραφή δέχθηκαν την πλάγια υποβολή σύντομων και εύχρηστων "συμβουλών" ζωής που παρείχε το λαϊκό τραγούδι, ως απόηχος του δημοτικού και της βυζαντινής λόγιας και θρησκευτικής μουσικής παράδοσης.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, το τραγούδι φαινόταν να αναγνωρίζεται πως ανήκει στον τραγουδιστή, ενώ στην πραγματικότητα, όφειλε την ύπαρξή του στον συνθέτη της μουσικής και στον στιχουργό - ποιητή που παρείχε -με τη σειρά του- τον "λόγο" στον τραγουδιστή. 
Ο μακρύς 19ος αιώνας τελείωσε και ο 20ός αιώνας ξεκίνησε να ξεδιπλώνει τις ημέρες του στην ζωή των ταλαιπωρημένων από πολέμους, παρατεταμένες περιόδους πολιτικής αστάθειας, κοινωνικής δυσπραγίας και πολιτιστικής υποβάθμισης, κατοίκων της Ελλάδας.
Την ημέρα της Ανάστασης του 1922, γεννήθηκε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Γεννήθηκε ως απλός, καθημερινός αλλά όχι συνηθισμένος άνθρωπος. Στην προσπάθειά του να δείξει πως αγαπάει την πατρίδα του "επισκέφθηκε"  αρκετά νησιά του Αιγαίου και παρέμεινε εκεί παρά τη θέλησή του,  από το 1947 έως το 1951, για να αποδείξει πως εννοούσε όσα έλεγε και έπραττε και όχι για τουριστικούς λόγους. 
Όταν οι αρχές αυτού του τόπου που ονομάζεται Ελλάδα διαπίστωσαν πως, παρ' όλη την αποκτηθείσα πείρα από τα χρόνια της εξορίας, ο ποιητής ήταν ανεπίδεκτος πολιτικής μαθήσεως, του παραχώρησαν προσωρινό απολυτήριο, με την υποσημείωση πως θα έπρεπε να είναι προσεκτικός και πειθαρχημένος εάν ήθελε να φτάσει ως τη γεροντική ηλικία και να πεθάνει από φυσικά αίτια. 
Δεν τους άκουσε! Ευτυχώς! Ήταν απείθαρχος και επέμενε να επιδιώκει διαρκώς "τη μετάβαση από το αίτημα της ατομικής ευτυχίας στο αίτημα της συλλογικής ευτυχίας ... απ' όπου απορρέει ένα θριαμβευτικό αίσθημα υπέρβασης του θανάτου" (1) σ. 214 
Ο χρόνος που πέρασε από την εποχή της βρεφικής μου ηλικίας (1960-61) έως σήμερα και η αμείωτη ένταση του ποιητικού λόγου του Τάσου Λειβαδίτη, καταδεικνύουν την αξία του προσωπικού παραδείγματος ζωής που είχε τη γενναιότητα να υπηρετήσει. Γιατί, διαφορετικά, δεν θα τραγουδούσαμε μέχρι σήμερα τον λόγο του, μελοποιημένο από άξιους συνθέτες (Θεοδωράκης, Χατζηδάκης, Χιώτης) και δεν θα μας παρέσυρε η διαδραστική του δύναμη, χάρη στους μεγάλους Έλληνες τραγουδιστές όπως ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, η Λίντα, η Μαρινέλλα, που μας συνεπαίρνουν με τις ερμηνείες τους. 
Για "του λόγου το αληθές" ας θυμηθούμε το τραγούδι Σαββατόβραδο

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης

Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, νά ’ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος νά ’ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ’ άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
... (2)

Μοιράζομαι, μαζί σας, μερικές σκέψεις για το ποίημα:

Αναφορές - Σχόλια - Ιστορικές πληροφορίες Εικόνες - Συναισθήματα
Έγχρωμες και ευωδιαστές εικόνες των λαϊκών γειτονιών (1925-1940)   που μεταμορφώθηκαν προς το καλύτερο μετά την έλευση στην Ελλάδα -και, ιδιαίτερα, στην Αθήνα- των προσφύγων της Ιωνίας  
"Μοσχοβολούν οι γειτονιές βασιλικό κι ασβέστη",
Άγνωστη εκπαιδευτική διαδικασία 'η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση', αλλά και τεκμήριο αθωότητας, η ερωτική συμπεριφορά των νεαρών παιδιών
"παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά".
Οι εργάτες και οι εργάτριες εργάζονταν πολλές φορές και τα Σάββατα αλλά σχολούσαν νωρίτερα από τις καθημερινές (περίπου στις 6 το απόγευμα). Επειδή οι συνθήκες εργασίας -ειδικά στα  εργοστάσια- ήταν μεσαιωνικές, η παύση της εργασίας φάνταζε 'Αναστάσιμη ώρα'
"Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη",
το λαϊκό τραγούδι, πάσχιζε να παρηγορήσει τους κατάκοπους εργαζόμενους, συχνά, χωρίς επιτυχία "ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κάπου μακριά".
 Παρά τις αντιξοότητες, υπάρχει χώρος για ρομαντισμό αλλά χωρίς προοπτική, καθώς η σκληρή καθημερινότητα ξαναρχίζει από την Δευτέρα
 "Πάει κι απόψε ... από Δευτέρα πάλι, πίκρα και σκοτάδι". 
Ο θάνατος -ως το τέλος μιας τέτοιας ζωής- μπορεί και να μην είναι απειλή, αλλά λύτρωση, με την προϋπόθεση να έχει υπάρξει προηγουμένως, έστω μια μικρή περίοδος ευτυχίας που θα έκανε 'δίκαιο' και 'ανεκτό' το 'Τέλος'.
"Αχ, νά ’ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος νά ’ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ".
Ο αλκοολισμός, καταγεγραμμένη πληγή της εργατικής τάξης ήδη από την εποχή που καταγράφει ο Ένγκελς στο βιβλίο του: Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία και απεικονίζεται σε ζωγραφικούς πίνακες της εποχής
"Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά και το βαρύ καημό τους να θάψουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλειό".
Όπως, συχνά συμβαίνει και στη δημοτική ποίηση, ο ποιητής εδώ εμπλέκει και την προσωποποιημένη φύση στην  "διόρθωση" των σφαλμάτων ή των αδικών που έχει επιβάλλει η ανθρώπινη κοινωνία. Κάποιες φορές -πριν από τον θάνατο- βελτίωση της ζωής μπορεί να προσφέρει στις γυναίκες ο γάμος, με την προϋπόθεση να είναι όσο το δυνατό, λιγότερο φτωχές και αν αυτό δε συμβαίνει, να τις ζηλέψουν για την ομορφιά τους.
"Και το φεγγάρι ντύνει, λες, με τ’ άσπρο νυφικό του, τις κοπελιές που πλένονται στο φτωχο-πλυσταριό".

Ένας ιστορικός δίσκος (ντοκουμέντο) από τις δύο συναυλίες που έγιναν 20 και 22 Μαρτίου 1961 στο Θέατρο ΚΕΝΤΡΙΚΟΝ με την ορχήστρα του ΕΙΡ. Διευθυντής της ορχήστρας ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης και συμμετείχε φιλικά σε δύο κομμάτια ο Μάνος Χατζιδάκις παίζοντας πιάνο. Σολίστ στο μπουζούκι ήταν Ο Μανώλης Χιώτης και τραγουδιστές ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα και η Μαίρη Λίντα. Επίσης σε πρώτη εμφάνιση ο Τέρης Χρυσός. Ήταν η πρώτη φορά που το ελληνικό κοινό θα έβλεπε τον Μ. Θεοδωράκη και τον Μ. Χατζιδάκι μαζί στη σκηνή, και η πρώτη φορά που αυτοί οι λαϊκοί τραγουδιστές θα αντιμετώπιζαν ένα διαφορετικό κοινό σ' ένα τέτοιο χώρο! (3) 

Πηγές - Σύνδεσμοι
1. Ερατοσθένης Καψωμένος Αναζητώντας το χαμένο Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, Α΄ (Νεοελληνική ποίηση και πολιτισμική παράδοση) Πατάκης, Αθήνα, 2002.

Γιώργος Χατζηαποστόλου