Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Τα πνευματικά δικαιώματα μιας φαντασίωσης


Ελπίζουμε σε καλύτερες ημέρες μόνον όταν κάνουμε όμορφα όνειρα τις νύχτες. Μα δεν ανησυχώ όσο τροφοδοτώ τους μύθους μου  με μεγαλούτσικες και λαμπερές χρωματιστές πέτρες από ένα υλικό αφράτο σαν ελαφρόπετρα .  τη φαντασίωση.
Ονειρεύομαι με τα μάτια ανοιχτά όταν ακολουθώ τη νοητή γραμμή που σχηματίζουν τα υπέροχα πόδια μιας μελαχρινής γυναίκας που έβαψε τα μαλλιά της ξανθά από έλλειψη αυτοπεποίθησης .  στέκεται πίσω και πλάγια και χαμογελάει ανελέητα, μόλις το βλέμμα μου ανηφορίσει τόσο ώστε να συναντήσει τα μάτια της. Προκαλούν τη φαντασίωσή μου αλλά αισθάνομαι ότι την ελέγχουν . τη ρυθμίζουν .  της επιτρέπουν να αναπτυχθεί ως ένα σημείο, της βάζουν «όρια». Τι τα θέλεις! Όλα είναι πεπερασμένα σ’ αυτή τη ζωή που δεν αντιληφθήκαμε πως άρχισε αλλά θα τελειώσει οπωσδήποτε -τουλάχιστον με την τωρινή, βιολογική της μορφή- και θα συνεχίσει, ίσως, να είναι αιώνια με μια άλλη μορφή χωρίς μυρωδιές, χρώματα, ήχους, αγγίγματα και γεύσεις. Διαισθάνομαι πως η φαντασίωσή μας θα ήταν μια έγχρωμη, βουβή ταινία αν δεν συμπληρωνόταν την ίδια στιγμή με ότι ακούμε, ότι μυρίζουμε, ότι αγγίζουμε και ότι γευόμαστε.
Αγγίζω ένα ροδαλό, κατάλευκο δέρμα, ενώ είμαι μαύρος, από περιέργεια να «δω πως είναι» . πόσο μου επιτρέπει η αίσθηση να πλησιάσω το ενσαρκωμένο μου όνειρο. Σηκώνομαι από το κρεβάτι ποτισμένος από μια γαλήνη τόσο ζωντανή, σχεδόν επαναστατική, χαρισμένη από μια θηλυκή εκδοχή του εαυτού μου που μειδιά ξαπλωμένη και ανακλαδίζεται βγάζοντας τα αλαβάστρινα χέρια της από τα σεντόνια σα να προσπαθεί να σηκώσει τη βάση του ουρανού που γέμισε το κοινό μας προσκέφαλο, για τις ανάγκες της φαντασιακής μας παράστασης. Περπατώ για λίγο κι ονειρεύομαι .  τα έπιπλα, οι κουρτίνες, τα βιβλία αναπνέουν τόσο αθόρυβα .  με προκαλούν να ονειρευτώ, σχεδόν με διευκολύνουν!  Ήθελα, φαίνεται, πολύ, να βρεθώ κοντά σε μια γυναίκα ώριμη, ελκυστική και ζωντανή. Συμπαρίσταμαι, νοερά, σε όσους αναζητούν μια γυναίκα, με ωραίο σώμα, αδιάφορο πρόσωπο και ακαθόριστο αυτοσεβασμό, δηλαδή, με έναν συνηθισμένο μέσο όρο, αλλά δεν συμμερίζομαι την άποψή τους. Άλλωστε κι εγώ, ως εκπρόσωπος μιας διαφανούς μετριότητας, αισθάνομαι. Απομακρύνομαι αργά-αργά από το κατάφωτο παράθυρο και συνεχίζω να φαντάζομαι ακόμα κι όταν περιγράφω αληθινές ιστορίες.
Ήταν μια συννεφιασμένη, ανοιξιάτικη μέρα του Μαρτίου. Το τρένο θα ερχόταν στις 18.15΄, όπως μου είπε και μόλις που το προλάβαινα. Μετέφερα τρεις πλαστικές σακούλες γεμάτες τρόφιμα και μία με χόρτα και λαχανικά από την  οποία εξείχαν δύο μεγάλα πράσα. Μια καλή φίλη με μετέφερε με το αυτοκίνητό της από την Ελευσίνα στη Μαγούλα .  φτάσαμε 5΄ πριν έλθει το τρένο. Μόνο, που το τρένο έφτασε 16΄ αργότερα και ο περαστικός που ρώτησα ποια είναι η διεύθυνση προς Αθήνα με έστειλε, με ένα βαριεστημένο νεύμα, σε μια κατεύθυνση.
Μπήκα σε μια άνετη, ολοκαίνουργια αυτοκινητάμαξα, με αρκετούς επιβάτες και βρήκα θέση δίπλα σε μια κοπέλα που είχε κουρνιάσει στην άκρη του καθίσματος με την πλάτη προς το παράθυρο και λαγοκοιμόταν. Άνοιξε, για ελάχιστα δευτερόλεπτα τα μάτια της, πήγε να χαμογελάσει, μάλλον με τον πολύ προσεκτικό τρόπο που κάθισα για να μην την ενοχλήσω και το σχεδόν φοβισμένο ύφος μου και τα ξανάκλεισε για να μην τα ξανανοίξει ως το τέλος της κοινής μας διαδρομής.
Απέναντί μου καθόταν μια κυρία προχωρημένης ηλικίας -μελαχρινή μέχρι παρεξηγήσεως- που, παρά τη φθορά του χρόνου, έδειχνε πως θα ήταν -στα νιάτα της- μια όμορφη γυναίκα. Είχε εναποθέσει στο άδειο, διπλανό της κάθισμα μια πλαστική και μια δερμάτινη τσάντα. Λατρεύω τις ευφυείς γυναίκες και τους σύγχρονους υπολογιστές γιατί έχουν γρήγορο "επεξεργαστή!" Σε εγκρίνουν ή σε απορρίπτουν, με συνοπτικές διαδικασίες αμέσως μετά την άρχική εντύπωση ' δεν φοβούνται να αλλάξουν γνώμη, αν διαπιστώσουν πως έχουν αδικήσει κάποιον κατά την πρώτη «ανάγνωση» και ... μυρίζουν ωραία!
Κοιτάζοντας έξω, καθώς το τρένο ξεκίνησε, παρατήρησα ότι η θάλασσα βρισκόταν στα αριστερά μου και όχι στα δεξιά, όπως κανονικά θα έπρεπε, με κατεύθυνση την Αθήνα. Σε λίγο η ηλικιωμένη κυρία που, σημειωτέον, κατείχε ένα ζευγάρι εξαιρετικά πόδια, τυλιγμένα σφιχτά σε ένα μαύρο, ανήθικο καλσόν και αναδεικνύονταν αποτελεσματικά από ένα κοντό φόρεμα, άρχισε να «ζεσταίνεται». Έβγαλε το επανωφόρι της, μουρμουρίζοντας κάτι για τον κλιματισμό του βαγονιού και κάθισε ακριβώς απέναντί μου, μετατοπίζοντας τις τσάντες στο άλλο κάθισμα. Ήταν φανερό! Το ταξίδι μου -όσο επρόκειτο να διαρκέσει- θα ήταν ευχάριστο έως και διδακτικό. Το τρένο συνέχισε το δρόμο του και η κυρία άρχισε να χαμογελάει στην αρχή διακριτικά, μα όσο περνούσε η ώρα απροκάλυπτα, αλλάζοντας διαρκώς πόδι μέχρι να βρει ποιο είναι το «σωστό» που θα έπρεπε να είναι πάνω από το «άλλο!». Ενώ προσπαθούσε να λύσει αυτό τον γρίφο, φαίνεται πως έχανε βαθμιαία την αίσθηση του χώρου και του χρόνου,  γιατί άρχισαν να την κοιτάζουν δύο ζευγάρια που κάθονταν αντικριστά στην ίδια σειρά, από την άλλη πλευρά του βαγονιού. Τελικά τα κατάφερε και απέδωσε στα δυό της πόδια, την ισοτιμία και την ισονομία που τους ανήκαν και τα άφησε να συμβιώνουν ταραγμένα, το ένα δίπλα στο άλλο. Επειδή μάλιστα, είχε αρχίσει να κουράζεται ο λαιμός μου να κοιτάζω μία έξω από το παράθυρο και μία το ταβάνι της αμαξοστοιχίας, αποφάσισα να ακυρώσω τον πειρασμό αρχίζοντας να ενδίδω σε αυτόν. Άφησα το βλέμμα μου να βυθιστεί στο «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» όπως θά ’λεγε και ο Λουίς Μπουνιουέλ. Μιλάμε για απόλυτη συγκέντρωση στο πνεύμα του: στη βράση κολλάει το σίδερο, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι, της φυλακής τα σίδερα ... Όχι αυτό το τελευταίο, είναι μάλλον άσχετο! Εν τω μεταξύ η κυρία . τι καλοπροαίρετη γυναίκα(!) με διευκόλυνε με μια χαλαρότητα να την πω; Ναι, χαλαρότητα έως ανεμελιά θα μπορούσα να την  πω! Οι άντρες δεν πίστευαν στα μάτια τους και οι γυναίκες με δυσκολία έπνιγαν επιφωνήματα έκπληξης αλλά και απορίας. Η κυρία δεν σταμάτησε την παράστασή της, αδιαφορώντας για τους ψιθύρους και τα βλέμματα γύρω μας τροφοδοτώντας  απλόχερα θα έλεγα ή μάλλον απλόποδα, τα αισθητήρια όργανά μου και με άλλα ερεθίσματα πέρα από τα οπτικά, όπως οσφρητικά και ακουστικά. Υπολόγιζα πως σε 5΄ λεπτά περίπου θα φτάναμε στους Αγίους Θεοδώρους και έπρεπε να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να ελέγξω την έκφραση των συναισθημάτων μου. Με κανένα τρόπο δεν έπρεπε  να προσβάλλω αυτή την αναξιοπαθούσα επαγγελματία με μια φράση ή με τη στάση μου! Κατάφερα, με κόπο, να χαμογελάω διακριτικά, σαν ηλίθιος και νομίζω πως κι εκείνη αισθάνθηκε κατά κάποιο τρόπο δικαιωμένη! Έδειχνε να συνειδητοποιεί ότι συνέχιζε να αρέσει .  άρα ήταν ακόμα, μια «νέα» και ελκυστική γυναίκα. Τότε ακούστηκε η ειδοποίηση: «Επόμενη στάση Άγιοι Θεόδωροι!»
Είχα πάρει το λάθος τρένο, κατευθυνόμουν σε λάθος κατεύθυνση αλλά είχα μια απρόσμενη βιωματική εμπειρία! Έγινε πλέον φανερό πως ήταν μοιραίο να μη γνωρίσω αυτή τη γυναίκα με τις ευαισθησίες, τις ανησυχίες αλλά και τις υλικές ανάγκες που τόσο την πίεζαν. Απέφυγα να την κοιτάξω τη στιγμή που σηκωνόμουν από τη θέση μου και κατέβηκα από το τρένο, μπαίνοντας σε ένα δυνατό ρεύμα πεντακάθαρου όσο και ορμητικού αέρα . του αέρα της Επαρχίας της Αθήνας ... όπου συνέχισα να ονειρεύομαι χωρίς ενδοιασμούς!

Γιώργος Δημητρίου Χ.