Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ανήκουμε εκεί πάνω, στα ψηλά!



Χθες ήμουν ένα ξένοιαστο παιδί!
Σήμερα είμαι ένας ώριμος, αφηρημένος,
που ανήσυχα κοιτάζει σαστισμένος,
όσα χωράει το βλέμμα του να δει!

Συμπόνεσα το Αύριο, γεμάτο προσδοκίες,
-γέρικο ζώο  μεγαλώσαμε μαζί-
κι άρχισα να το ξελαφρώνω από κακίες
για να με συντροφεύσει ακούραστο
στο δρόμο το μακρύ!

Οι λίγες γνώσεις μου προέρχονται,
απ' ότι έχω αντιληφθεί  απ’ όσα είδα!
Θα πει πως έχω -Αύριο- κάτι,
αφού βρίσκω λόγο να προσεύχομαι γι' αγάπη.

Αναλογούν εμπόδια - βουνά
στο δρόμο τον τραχύ που πρέπει να βαδίσω
και πήγα να τα συναντήσω
γιατί καθυστερούσανε να τοποθετηθούν.

Η αγάπη, μας ανεβάζει εκεί πάνω στα ψηλά
-κάτω από τα σύννεφα, ίσα με τη γη-
εκεί που στροβιλίζονται πολύβουα περιστέρια,
στο νεροκρέβατο που γέρνουν τα δελφίνια,
σφυρίζοντας τη λήξη του μόχθου της ημέρας.

Αγάπη .  δυναμόμετρο,
ατσάλινος μοχλός,
λατρεία της γυναίκας,
αέναος ρυθμός,
ιδεατές αράχνες έτοιμες να καλύψουν,
με πλέγμα ορατό, το πλήθος των σωμάτων
κι άγρια χέρια μ' απαλά,
την υγρασία χαρίζουν,
στον κόσμο των πνευμάτων.

Έρωτας βγάζει μια γυναίκα να χορέψει στη βροχή
μεσάνυχτα προχωρημένα,
αρχές του φθινοπώρου .
αγιασμός με τ’ άρωμα της φυλλωσιάς των δέντρων
ανατριχιάζει τη δική σου την ψυχή
φτωχέ κι αδέξιε χειριστή του ονείρου
«λίγο μετά», του «προ ολίγου».

Αλλάζει χρώματα το βλέμμα της γυναίκας μου
σ’ όλο το φάσμα απ’ το «καφέ» ως το γαλαζοπράσινο,
καθώς ο ήλιος φωτογράφος τολμηρός
βάλθηκε να τρυπώσει στο μυαλό . 
βρήκε τη Μούσα του να περιμένει ραγισμένη
κι όρμησε να την κατακτήσει με το φως,
το χρώμα και τη σκέψη.

Τυχερός, όποιος άκουσε τα ουράνια βιολιά
στο πρώτο σκίρτημα του έρωτα .
ευλογημένη, αυτή που έχασε την αίσθηση της βαρύτητας στο πρώτιστο φιλί . 
αθάνατος όποιος μπόρεσε να δει με τα μάτια της αγαπημένης του,
κρυφοκοιτάζοντας πίσω απ' την ίριδα τον κόσμο,
σε χρόνο ανύποπτο,
μια ώρα που είχαν αποκοιμηθεί οι γέροι δράκοι
και ξαγρυπνούσαν, σφριγηλοί οι φύλακες,
σε μι' άγια στιγμή,
καθορισμένη.


Γιώργος Δημητρίου Χ.