Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Ένα κανονικό ανθρωπάκι



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα τιποτένιο ανθρωπάκι. Είχε μια τιποτένια μύτη, ένα τιποτένιο στόμα και φορούσε τιποτένια παπούτσια. Κίνησε να ταξιδέψει σ’ έναν τιποτένιο δρόμο που δεν οδηγούσε πουθενά. Συνάντησε έναν τιποτένιο ποντικό και τον ρώτησε:
-          Δε φοβάσαι τη γάτα;
-     Όχι, καθόλου, απάντησε ο τιποτένιος ποντικός, σε τούτη την τιποτένια χώρα υπάρχουν μόνο τιποτένιες γάτες, με τιποτένια μουστάκια και τιποτένια νύχια. Εξάλλου, εγώ σέβομαι το τυρί. Τρώω μονάχα τις τρύπες του. Δε λένε και τίποτα, αλλά είναι γλυκιές.
-          Γυρίζει το κεφάλι μου, είπε το τιποτένιο ανθρωπάκι.
-          Είναι ένα κεφάλι τιποτένιο ΄  και στον τοίχο να το χτυπήσεις δε θα πονέσει.
Το τιποτένιο ανθρωπάκι, θέλοντας να δοκιμάσει, έψαξε να βρει έναν τοίχο για να χτυπήσει το κεφάλι του, όμως ήταν ένας τιποτένιος τοίχος και, μια και είχε πάρει πολλή φόρα, βρέθηκε πεσμένος στην απέναντι πλευρά. Και εκεί επίσης δεν υπήρχε τίποτα απολύτως.
Το τιποτένιο ανθρωπάκι ήταν τόσο κουρασμένο απ’ όλο εκείνο το τίποτα, που αποκοιμήθηκε. Και ενώ κοιμόταν, ονειρεύτηκε πως ήταν ένα τιποτένιο ανθρωπάκι και πως πήγαινε σ’ έναν τιποτένιο δρόμο και συναντούσε έναν τιποτένιο ποντικό που έτρωγε κι αυτός τις τρύπες του τυριού και ο τιποτένιος ποντικός είχε δίκιο: είχαν πραγματικά γεύση τιποτένια.
 
Τζιάννι Ροντάρι,  Παραμύθια από το τηλέφωνο, (Απόδοση: Άννα Παπασταύρου), Αθήνα: Μεταίχμιο 2003, σ. 162

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ενήλικη αφέλεια


 
Ο καιρός που άρχισα να διαβάζω τακτικά παιδική λογοτεχνία δεν είναι πολύς. Μετέφερα για χρόνια πολλά το παιδί μέσα μου και δε μου έλειπε η παιδικότητα; Θεωρούσα αυτή τη μορφή λογοτεχνίας εύκολη στην κατανόηση, εύπεπτη και επομένως κατώτερη από αυτή που απευθύνεται σε μεγάλους; Όσο και να ψάχνω, δε βρίσκω βάσιμες δικαιολογίες και δεν χρειάζεται, γιατί τώρα πια έχω εκτεθεί . δεν ήταν η πρώτη φορά και δεν θα είναι, ασφαλώς, ούτε και η τελευταία. Τώρα που διαβάζω διαπίστωσα πως είναι μια "ακέραια" λογοτεχνία γεμάτη σύμβολα και καθαρότητα εκφραστικών τρόπων και σκοπών που διαλύει τη μοναξιά και συντροφεύει με χάρη και γενναιοδωρία την ψυχική αδυναμία των ενηλίκων να κατανοήσουν τα "απλά". 
Η χώρα του «ξε» ή Αντιγράφοντας τον Τζιάννι Ροντάρι
(αλλάζουν μόνο τα ονόματα, η χώρα και τα πράγματα)
Ο Ηλίας ο Χασομέρης ήταν σπουδαίος ταξιδευτής. Σε κάποιο από τα πολλά ταξίδια του, έτυχε να βρεθεί στη χώρα του «ξε».
- Μα τι σόι χώρα είναι αυτή η Ελλάδα; ρώτησε έναν ντόπιο, που δροσιζόταν κάτω από ένα δέντρο, καθώς ήταν κατακαλόκαιρο κι ο ήλιος έκαιγε.
Ο ντόπιος αντί γι’ απάντηση έβγαλε από την τσέπη του ένα ξυραφάκι και το έδειξε στο μικρό Ηλία, ανοίγοντας διάπλατα την παλάμη του χεριού του.
- Το βλέπετε αυτό;
- Είναι ένα ξυράφι ' όχι για ξύρισμα ' για μολύβια. 
- Λάθος. Είναι ένα «ξεξυράφι», δηλαδή ένα ξυράφι με το «ξε» μπροστά. Χρησιμεύει στο  να ξαναφυτρώνουν τα γένια και να μην χρειάζεται οι άντρες να αγοράσουν άλλο ξυραφάκι. Κάνει τα μολύβια να ξαναμακραίνουν, όταν έχουν ξυστεί πολύ, και είναι πολύ χρήσιμο στα σχολεία. Τα φτωχά παιδιά δε θα χρειαστεί να ξαναγοράσουν  δεύτερο μολύβι.
- Υπέροχο, είπε ο Ηλίας. Και μετά;
- Μετά έχουμε την «ξεκρεμάστρα».
- Την κρεμάστρα, θέλετε να πείτε.
- Η κρεμάστρα χρησιμεύει σε πολύ λίγα πράγματα, αν δεν έχετε παλτό να κρεμάσετε πάνω της. Με την «ξεκρεμάστρα» μας, όμως, όλα είναι εντελώς διαφορετικά. Μ΄ αυτή δε χρειάζεται να κρεμάς τίποτα, γιατί ό,τι χρειάζεται είναι ήδη κρεμασμένο. Αν θέλετε παλτό, πάτε και το ξεκρεμάτε. Όποιος έχει ανάγκη από σακάκι, δε χρειάζεται να πάει να το αγοράσει: περνάει από την ξεκρεμάστρα και το ξεκρεμάει. Έχουμε ξεκρεμάστρα για τα καλοκαιρινά και για τα χειμωνιάτικα, για αντρικά, για γυναικεία και για παιδικά ρούχα. Έτσι φοράμε λίγα ρούχα και κάνουμε οικονομία.
- Τέλεια. Κι έπειτα;
- Έπειτα έχουμε την «ξεφωτογραφική» μηχανή, που αντί να βγάζει φωτογραφίες, βγάζει γελοιογραφίες, κι έτσι γελάμε πολύ.
- Έχουμε την «ξετηλεόραση» που λέει μόνο αλήθειες και όταν ακουστεί ένα ψέμα ανάβει ένα κόκκινο φωτάκι που προειδοποιεί τους θεατές ώστε να καταλάβουν αμέσως πως δεν πρέπει να το πιστέψουν. Αμέσως μετά ακούγεται η αλήθεια.
Έχουμε τον «ξεϋπολογιστή» που μας διώχνει από κοντά του, καθώς, όποτε κάθεται κάποιος μπροστά στην οθόνη για πολλή ώρα, ανάβει ένα τόσο δυνατό φως που θαμπώνει τα μάτια. Ο «ξεϋπολογιστής» μας βοηθάει να επικοινωνήσουμε γρήγορα μεταξύ μας και να αποφασίσουμε σε ποιο σπίτι, ποιο σχολείο, ποια πλατεία θα συναντηθούμε με τους φίλους μας.
Κι έχουμε βέβαια και το «ξεκανόνι».
- Οοουου, φοβάμαι.
- Μη φοβάστε καθόλου. Το ξεκανόνι είναι το αντίθετο του κανονιού και χρησιμεύει στο να ξεκάνει τον πόλεμο.
- Και πώς λειτουργεί;
- Πανεύκολο. Μπορεί κι ένα παιδάκι να το χειριστεί. Αν γίνει πόλεμος σφυρίζουμε με την «ξεσάλπιγγα», ρίχνουμε μια βολή με το «ξεκανόνι» κι αμέσως ο πόλεμος σταματάει.
- Είναι θαυμάσια αυτή η χώρα του «ξε».
- Ναι, αλλά ξεχνάω πως τη λένε γιατί, επειδή είναι μικρή χώρα, όλη την ώρα αλλάζει ονόματα για να αρέσει στους ξένους: Ιωνία, Κάτω Ιταλία, Μικρά Ασία, Γραικία.  Το τελευταίο που άκουσα ήταν «Ελλάδα».
- Όχι, «Ξε-Ελλάδα;»
- Έχεις δίκιο, «Ξε-Ελλάδα».
- Ξέρω, Ελλάδα!
(Διασκευή: Γιώργος Δημητρίου)
 
Τζιάννι Ροντάρι  Παραμύθια από το τηλέφωνο. (Απόδοση: Άννα Παπασταύρου) Μεταίχμιο, Αθήνα 2003 (σελ. 29-30).