Από το Δημοτικό Σκολειό απομένει ακόμα στη θύμησή μου ένας σωρός από παιδικά κεφάλια, κολλητά το ένα πλάι στο άλλο, σαν κρανία ' τα πιο πολλά θά 'χουν γίνει κρανία. Μα απάνω από τα κεφάλια αυτά απομένουν μέσα μου αθάνατοι οι τέσσερεις δάσκαλοι:
Ο Πατερόπουλος στην Πρώτη Τάξη, γεροντάκος, κοντός, αγριομάτης, με κρεμαστά μουστάκια, με τη βίτσα πάντα στο χέρι ' μας κυνηγούσε, μας περμάζωνε και μας έβαζε στη γραμμή, σα νά 'μαστε παπιά και μας πήγαινε στο παζάρι να μας πουλήσει. "Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου, δάσκαλε" του παράγγελνε κάθε γονιός παραδίνοντάς του το αγριοκάτσικο παιδί του ' "δέρνε το, δέρνε το, ωσότου να γίνει άνθρωπος" (σ. 64).
Ο Τίτυρος βασίλευε στη Δευτέρα Τάξη ' βασίλευε, ο δύστυχος, μα δεν κυβερνούσε. Χλωμός, με γυαλάκια, με κολλαριστό πουκάμισο, με μυτερά στραβοπατημένα λουστρίνια, με μια μεγάλη μύτη τριχωτή, με λιγνά δάχτυλα, κιτρινισμένα από τον καπνό. Δεν τον έλεγαν Τίτυρο, τον έλεγαν Παπαδάκη ' μα μια μέρα τού 'φερε ο κύρης του ο παπάς από το χωριό πεσκέσι ένα μεγάλο κεφάλι τυρί. "Τι τυρός είναι αυτός, πάτερ;" έκαμε ο γιός, τ' άκουσε μια γειτόνισσα που έτυχε στο σπίτι, τό 'πε παραπέρα, πήραν τον κακομοίρη το δάσκαλο στο μεζέ και τού 'βγαλαν το παρατσούκλι. Ο Τίτυρος λοιπόν δεν έδερνε, παρακαλούσε ' μας διάβαζε Ροβινσώνα, μας ξηγούσε την κάθε λέξη κι ύστερα μας κοίταζε με τρυφεράδα και αγωνία, θαρρείς μας παρακαλούσε να καταλάβουμε (σ. 64-65).
Στην Τρίτη Τάξη ο Περίανδρος Κρασάκης. ποιός ανέσπλαχνος νουνός έδωκε τ' όνομα του άγριου τύραννου της Κόρινθος στον καχεχτικό αυτόν ανθρωπάκο, με το αψηλό σκληρό κολάρο για να μη φαίνουνται οι σκρόφουλες στο λαιμό του, με τα λιγνά σαν του τζίτζικα ποδαράκια, με το άσπρο μαντηλάκι πάντα στο στόμα, να φτύνει, να φτύνει και να κόβεται η πνοή του; Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα ' κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τ' αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε αυτός, δεν παρακαλούσε, μα κουνούσε τη χοντρή, γεμάτη σπυριά κεφάλα του.
-Ζώα, μας φώναζε, γουρούνια, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. [....] Το μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; [...]
Ώρες μας έπαιρνε τ΄ αυτιά ποιά φωνήεντα είναι μακρά, ποιά βραχέα και τι τόνο θα βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη' κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο ' γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά παγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μια ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι ' το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν' ακούμε για οξείες και περισπωμένες.Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλης, που 'χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε ' σώπα, δάσκαλε, ν΄ακούσουμε το πουλί!
Κακόμοιρε Περίανδρε Κρασάκη! Μια μέρα τον θάψαμε, είχε ακουμπήσει ήσυχα το κεφάλι του στην έδρα,σπάραξε μια στιγμή σαν το ψάρι και ξεψύχησε. [....] (σ. 68-69).
Στην Τετάρτη Τάξη βασίλευε και κυβερνούσε ο Διευθυντής του Δημοτικού. Κοντοπίθαρος, μ΄ένα γενάκι σφηνωτό, με γκρίζα πάντα θυμωμένα μάτια, στραβοπόδης. [...] Μας είχε έρθει σπουδασμένος από την Αθήνα κι είχε φέρει, λέει, μαζί του τη Νέα Παιδαγωγική. Θαρρούσαμε πως θά 'ταν καμιά νέα γυναίκα και την έλεγαν Παιδαγωγική ' μα όταν τον αντικρίσαμε για πρώτη φορά ήταν ολομόναχος ' η Παιδαγωγική έλειπε, θά 'ταν σπίτι. Κρατούσε ένα μικρό στριφτό βούρδουλα, μας έβαλε στη γραμμή και άρχισε να μας βγάζει λόγο. Έπρεπε, λέει, ότι μαθαίναμε να το βλέπαμε και να το αγγίζαμε ή να το ζωγραφίζαμε σ' ένα χαρτί γεμάτο κουκκίδες. Και τα μάτια μας τέσσερα ' αταξίες δε θέλει, μήτε γέλια, μήτε φωνές στο διάλειμμα ' και σταυρό τα χέρια. Και στο δρόμο, όταν δούμε παπά, να του φιλούμε το χέρι. [...] "Δε λέω λόγια, θα δείτε έργα!" Κι αλήθεια είδαμε' [...]
Μια μέρα έδεσα κόμπο την καρδιά μου, σήκωσα το δάχτυλο:
- Πού 'ναι κυρ δάσκαλε, ρώτησα, η Νέα Παιδαγωγική; γιατί δεν έρχεται στο σκολειό;
Τινάχτηκε από την έδρα, ξεκρέμασε από τον τοίχο το βούρδουλα.
- Έλα εδώ, αυθάδη, φώναξε, ξεκούμπωσε το πανταλόνι σου. Βαριόταν να το ξεκουμπώσει μόνος του.
- Να, να, να, άρχισε να βαράει και να μουγκρίζει. Είχε ιδρώσει, σταμάτησε.
- Να η Νέα Παιδαγωγική, είπε, κι άλλη φορά σκασμός! (σ. 69-70)
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1971, σ. 64-70.
Ο δάσκαλος που
ονειρευόμαστε
Το να ξεκλειδώσει το όνειρο είναι
μια πολύ δύσκολη δουλειά. Πρέπει να περάσει από την ψυχή και την καρδιά, να
σκαλώσει στο νου, να βασανισθεί ώσπου να γίνει ιδέα και έπειτα να βγει σαν
λόγος, σαν γραφή στον κόσμο έξω. Κάπως έτσι αρχίζει να σχηματίζεται μπροστά μας
κομμάτι-κομμάτι η εικόνα του Δασκάλου που ονειρευόμαστε. Λένε ότι το μυαλό δεν
μπορεί να φτιάξει το όνειρο αν δεν του έχει δώσει στοιχεία η πραγματικότητα και
είναι γεγονός ότι χρόνια τώρα μαζεύουμε κομμάτια του ονείρου μας, κομμάτια που
συναντήσαμε και συναντάμε κάθε μέρα στη σχολική μας πραγματικότητα.
Ονειρευόμαστε ένα Δάσκαλο με
βλέμμα καθαρό σαν νερό, εύθραυστο και φλύαρο, απλόχερο, σπάταλο, παράφορο και
υπάκουο, έτοιμο κάθε στιγμή να πάρει το σχήμα του προσώπου του μαθητή. Εξάλλου
η ματιά του Δασκάλου είναι η καλύτερη τροφή για το μαθητή. Δεν είναι η απλανής
ματιά ,αλλά η ευθεία, η σίγουρη ματιά της αγάπης, της ειλικρίνειας και της
ευθύνης, που στέκει μέσα στο βιβλίο αλλά και πέρα από αυτό, πάνω μας, για να ελέγχει αν τον προσέχουμε, να μας
συνετίσει, να μας επιτιμήσει σιωπηλά ή και να μας ενθαρρύνει.
Ονειρευόμαστε ένα Δάσκαλο με
παιδαγωγικό όραμα, διαισθητική σκέψη, παραγωγική σκέψη και δημιουργική
φαντασία. Ένα Δάσκαλο που αποτελεί καθημερινό πρότυπο εργασίας και ήθους και
βρίσκεται με τους μαθητές του σε αδιάκοπη αλληλεπίδραση, μεταδίδοντας τους
διαθέσεις και στάσεις απέναντι στην ίδια την μάθηση.
Ο Δάσκαλος των ονείρων μας είναι
ένας φορέας ιδεών, αξιών και κοσμοθεωριών που μας τις προσφέρει απλόχερα χωρίς
να μας τις επιβάλλει σεβόμενος το δικαίωμα επιλογής μας. Είναι ένας αυτόφωτος
αστέρας που λάμπει και ακτινοβολεί για να φωτίσει και να σπάσει το σκοτάδι της
άγνοιας, χωρίς όμως να μας τυφλώνει. Επιπλέον ο Δάσκαλος των ονείρων μας
σέβεται τους μαθητές του όπως σέβεται τον εαυτό του, χρησιμοποιεί τα προνόμια
και την εξουσία του για να μας ωφελήσει, όχι απλώς για να μας κρατήσει
φοβισμένους και σε απόσταση. Αντιμετωπίζει τις ανοησίες και την τεμπελιά των
μαθητών με αυστηρότητα αλλά χωρίς ταπεινωτικές παρατηρήσεις. Έχει χαλύβδινα
νεύρα, απαραίτητα για να αντιμετωπίσει τις παρεκτροπές της συμπεριφοράς
ορισμένων μαθητών του. Έχει μεθοδικότητα στη διδασκαλία του, προσόν απαραίτητο
για την κατανόηση του μαθήματος από τους μαθητές, για τη διαβίβαση της γνώσης.
Δεν τσιγκουνεύεται στα
συναισθήματά του, εκφράζεται και εκτίθεται ενώ διδάσκει χωρίς να
παρεκτρέπεται, τηρώντας τις σωστές αποστάσεις με τους μαθητές του, σεβόμενος τη
θέση του και το επάγγελμα του. Καταφέρνει να διατηρεί μεσ’ στην τάξη μια
ατμόσφαιρα σοβαρή και να εισπράττει τον ειλικρινή και γνήσιο σεβασμό όλων μας
καθώς μας έχει πείσει για το ακοίμητο ενδιαφέρον του για την πρόοδο μας.
Ο Δάσκαλος που ονειρευόμαστε
σπάει τη ρουτίνα της καθημερινότητας στην τάξη δεν επαναλαμβάνεται, αλλά
προσπαθεί να φτιάξει μέσα στο χειμώνα των μαθητών τις δικές του πνευματικές
αλκυονίδες μέρες, χαρίζοντας στιγμές ανθρώπινης θαλπωρής και ζεστασιάς.
Αυτός είναι ο Δάσκαλος μας,
καλός, επιεικής, υπομονετικός, ψύχραιμος συγκρατημένος, σοβαρός με άπειρη
κατανόηση για τις μικρές αδυναμίες μας, ανεκτικός όπου επιτρέπεται και αυστηρός
όπου χρειάζεται.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΖΟΥΛΑΤΟΣ
Μαθητής
του 60ού Ενιαίου Λυκείου Αθηνών
2002-2003