Λυμένος γρίφος
Χτυπάω στη γριφομηχανή λέξεις κωδικές, υπογραμμίσεις.
Οι λέξεις χοροπηδούν κάτω από τα δάχτυλά μου,
σημαδεύω πάντα τις ίδιες έννοιες,
ώσπου κάποια στιγμή παρασύρομαι,
συνεπαίρνομαι,
οι γρίφοι σείονται, το τραπέζι, εγώ και τα φλιτζάνια
συντονίζονται,
είναι σα να με χειροκροτούν ή μάλλον σα να με γιουχαΐζουν.
Ο αέρας έξω χαϊδεύει άγρια τα δέντρα,
σαν αλογοουρές αγοροκόριτσων,
τινάζονται με χάρη και υπεροψία.
Εγώ χαϊδεύω και φιλάω την ανάμνησή μου,
-σεμνά πάντα- γιατί μας βλέπουνε.
Ένας άγνωστος ρίχνει πάνω της καφέ και μου τη λεκιάζει,
αλλά τη βάζω στην άκρη
και θα την ξαναζωγραφίσω αργότερα σε καθαρό χαρτί.
Τι να παραδεχτώ από την κρυμμένη την αλήθεια,
που δεν έχω άλλες αποδείξεις πως κουβαλάω,
πέρα από τα κομμένα μου γόνατα.
Δε σκύβω ποτέ να δέσω τα κορδόνια μου
γιατί θα δεχτώ καρπαζιά,
αλλά σκοντάφτω διαρκώς.
Η επιλογή είναι απλή:
ή θα σκοντάφτω ή θα σκύβω
- πάντως όρθιος δεν θα είμαι –
Όπως και να ’χει, δεν ανοίγω την κονσέρβα μου
μπροστά σ’ αυτούς που κάνουν δίαιτα αυστηρή,
γιατί το λίπος ζεστάθηκε
κι αν χυθεί,
λερώνει.
Ναι! Ένα-δύο, έν-δυό, ξάπλωσα με σταθερό
υπνοβατικό βήμα στον τάφο μου,
έκλεισα την ταφόπλακα και έμεινα ξύπνιος
ν’ ακούω τα τραγούδια από το πανηγύρι μακριά.
Είμαι ολοκληρωμένος και ζωντανός
μέσα στο χώρο μου.
Εγώ!
Απ’ το χέρι θα σε πιάσω να κατηφορίσουμε
χοροπηδώντας την απότομη πλαγιά,
που τόσες φορές κατεβήκαμε μόνοι μας.
Ελπίζω να γρατσουνιστούμε, να πονέσουμε,
να νιώσουμε την ανάγκη να γιγαντώνεται,
να νιώσουμε τη φυλακή ξενοδοχείο μέλιτος
και τα πρόσωπα γεννητικά όργανα,
την ευτυχία ως μια παρ’ ελπίδα παρανόηση
και μια αλλεπάλληλη σειρά συμπτώσεων
που τις υιοθετούμε γιατί είμαστε στείροι.
Μας αγαπάνε αλλά δεν μας μοιάζουν,
θέλω το καλό τους αλλά θέλουν το κακό μου.
Μένουνε καιρό μαζί μου.
δεν μπορεί
στο τέλος θα μου μοιάσουν.
Ένα νυχτολόγιο, μετά μια άνοιξη κι ύστερα
κάτι γλυκό για να λιγωθώ.
Λίγα ζητάω και η αποθήκη πουλάει χονδρικά.
Είμαι τυφλός και δεν ξέρω ποιο να ευχαριστήσω,
κάποιος μού ’κανε μια χάρη και δεν ξέρω ποιος.
Δεν βλέπω, μ’ ακούς; Είμαι ικανοποιημένος '
πολύ.
Ανάμεσα σε τούμπες, κόρνες, σαξόφωνα,
χαμόγελα, σιωπές και κίνηση,
ακούω και πιάνω.
Χουφτώνω το χώμα,
με την παλάμη των πελμάτων μου,
ψηλαφώ, σαν περπατώ, την άσφαλτο της πόλης.
Σφίγγω τόσο τη ζωή στα χέρια μου που έχει στεγνώσει.
άνοστο και άγευστο φρούτο εκτός εποχής,
χωρίς γλυκόζη και νερό,
αλλά χειροπιαστό!
Όχι, ας τολμήσει κάποιος να μου πει
πως δεν έχω δυνατά δάχτυλα .
θα σε πιάσω-θα σ’ αφήσω,
πρώτα το ποντίκι κι η γάτα μετά
θα μας δουν και θα γελούν
και θα διδάσκονται
και θα ξεμακραίνουν.
Χαρτί μου εξαρτώμαι από ’σένα,
τόσο βαθιά με καθαρίζεις που καις το ύφασμα
και γυμνό μ’ αφήνεις άμα σε φορέσω μια φορά.
Μετά, τι να κάνω, χαρτόνι θα φορέσω,
θα ξεγελάω τα ρομπότ και θα με χαιρετούν στο δρόμο :
Χαίρομαι! Χάρηκα!
Μυτιλήνη, Ιούλιος 1982
Γιώργος Χατζηαποστόλου
Στη φωτογραφία η πρώτη μου γραφομηχανή (1974)
Στη φωτογραφία η πρώτη μου γραφομηχανή (1974)