Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Φιλοσοφική πράξη


 
Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων, του Σάιμον Κρίτσλεϋ, είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στην κόσμο της φιλοσοφίας, παρόμοια και συμπληρωματική με αυτή που συναντήσαμε στο βιβλίο του Τζοστέιν Γκάαρντερ: Ο κόσμος της Σοφίας. 
Κάθε βιβλίο γράφεται με σκοπό να μεταδώσει τη σκέψη -και την όποια γνώση- του συγγραφέα του, στους αναγνώστες. Αν αρχικός σκοπός είναι να μεταδοθεί ολόκληρη και ακέραια η "γνώση" του "σοφού" συγγραφέα στον "αδαή" αναγνώστη, τότε αναφερόμαστε, π.χ. στο επιστημονικό εγχειρίδιο ενός ελληνικού παραδοσιακού πενεπιστημίου, παλαιότερης εποχής. Μπορεί και να μιλάμε για το βιβλίο ενός καθηγητή που πιέστηκε αφόρητα να "μάθει" στη διάρκεια της "εκπαιδευτικής" διαδικασίας και παρότι "έμαθε", δεν του το αναγνώρισαν, στο βαθμό τουλάχιστον που θεωρούσε πως το άξιζε και το δικαιούταν. Έτσι, συμβαίνει να αισθάνεται ως μια αγνοημένη μεγαλοφυία που, επιτέλους, βρήκε την ευκαιρία, γράφοντας ένα βιβλίο, το οποίο άλλοι καλούνται να "μάθουν", να "πάρει το αίμα του πίσω".
Τα δύο παραπάνω βιβλία, γράφτηκαν από συγγραφείς που δεν φέρουν στη συνείδησή τους πολιτισμικά ή ψυχικά απωθημένα, αξιοποιούν το χιούμορ ως διευκολυντή της επικοινωνίας της γνώσης, αγαπούν και σέβονται τους αναγνώστες και τους αντιμετωπίζουν ως φίλους με τους οποίους μοιράζονται σκέψεις και συναισθήματα με ηρεμία και καλή διάθεση. Το δεύτερο από τα βιβλία έχει γίνει και κινηματογραφική ταινία και είναι αρκετά γνωστό. Εδώ θα ασχοληθώ με την κεντρική ιδέα και την αίσθηση που αποπνέει το πρώτο βιβλίο.
Θεωρώ πως η "τελική" αποστολή των φιλοσόφων είναι να "κατανοήσουν" τον τρόπο λειτουργίας του κόσμου στο σύνολό του και να την εκφράσουν με όσο γίνεται πιο κατανοητό τρόπο ώστε να γίνει αντιληπτή από τον καθημερινό άνθρωπο. Αυτό, τουλάχιστον πιστεύω, εγώ. Άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα στην ανάλυση των πραγμάτων και άλλοι όχι και τόσο καλά. Η πρόθεση αλλά και τα μέσα παίζουν σημαντικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Τα προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε φιλοσόφου -ως ανθρώπου- άλλοτε βοηθούν και άλλοτε εμποδίζουν την προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου.
Ας υποθέσουμε ότι ένας φιλόσοφος έχει όλα τα απαραίτητα προσόντα για να καταλάβει και στη συνέχεια να μεταδώσει τη γνώση του -ή τη διαπίστωση της άγνοιάς του- στους άλλους. Πότε θα βεβαιωθούμε πως ολοκλήρωσε το έργο του; Μα, όταν θα έχει ήδη πεθάνει, απαντάει ο Κρίτσλεϋ, και ανάλογα με τον τρόπο που αντιμετώπισε το θάνατο. Πηγαίνουμε, δηλαδή, ένα βήμα παραπέρα από τη γνωστή ρήση του Σόλωνα, στον Κροίσο: "Μηδένα προ του τέλους, μακάριζε", στο: Άπαντες μετά το τέλος, αξιολόγησε!
Αν δούμε εντελώς ρεαλιστικά το γεγονός του θανάτου του φιλοσόφου, θα συμφωνήσουμε πως πράγματι το έργο του, όπως και κάθε άλλου ανθρώπου, ολοκληρώνεται με το θάνατό του. Υπάρχουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα στην προσέγγιση από τον αναγνώστη, του έργου ενός φιλοσόφου που έχει τερματίσει τη θνητή ζωή του, που δεν έχουμε, δυστυχώς, την ευκαιρία να διαπιστώσουμε σε έναν ζωντανό. Ο φιλόσοφος, όντας νεκρός, δε θα μπορεί πια να διαφωνήσει μαζί μας για το ακριβές νόημα των σκέψεων και των ανησυχιών του, που εμείς ερμηνεύαμε όπως μας βόλευε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Είναι, πια, στο χέρι μας να παρακολουθήσουμε ολόκληρη την πνευματική πορεία του και έχουμε την ευκαιρία, αν συμφωνούμε μαζί του, να μιμηθούμε κάποιες σκέψεις, πράξεις ή συνήθειές του, με την προσδοκία μιας ανάλογης, προσωπικής μας ανέλιξης.
Είναι θλιβερό, αλλά πέρα για πέρα αληθινό, πως η γενική αντίληψη που είχα, μέχρι πριν μερικά χρόνια για τη φιλοσοφία, είναι πως οι φιλόσοφοι είναι μια παρέα ιδιόρρυθμων έως σαλεμένων τύπων. Οι άνθρωποι αυτοί, έβλεπα να συνωθούνται και να αλληλοκατηγορούνται για να προβάλλουν τις απόψεις τους' ήσαν κάτι, μεταξύ, πολιτικών, θεολόγων ή άνεργων επιστημόνων-ερευνητών  που υποφέρουν από την ιδεοληψία πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια -ως προνόμιο των λίγων- και αισθάνονται τη ζωτική ανάγκη να τη γνωστοποιήσουν στους πολλούς.
Από τη στιγμή που βεβαιώθηκα πως οι πιο γνωστοί φιλόσοφοι είναι πια νεκροί, πλησιάζω με σιγουριά τα κείμενά τους και υιοθετώ με αποφασιστικότητα θέσεις και απόψεις τους, που θεωρώ πως εξυπηρετούν αποτελεσματικότερα την ηθική του ατομικού μου συμφέροντος. Εφόσον πέθαναν, απέδειξαν, με το μόλις τετελεσμένο παράδειγμα ζωής τους, πως δεν πρόκειται πλέον να αλλάξουν γνώμη για τις θέσεις τους, να κατηγορήσουν, ίσως, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης πως παρερμήνευσαν τα λόγια τους και, εν τέλει, να εξαγοράσουν την αλήθειά τους για περισσότερα από 30 αργύρια.
Ο κοινός τόπος της συνάντησης των περισσότερων σημαντικών φιλοσόφων είναι η απελευθέρωση του ατόμου, σε  μεγάλο βαθμό, από τις καθημερινές, βασικές ανάγκες, δηλαδή, ο λιτός βίος, η αποστασιοποίηση από φόβους, παράλογα άγχη και εμμονές και η επακόλουθη κατάκτηση της ελευθερίας. Μια πρόγευση αυτής της μορφής ελευθερίας έχουν πάρει όσοι πλησίασαν πολύ κοντά στον θάνατο σε κάποια στιγμή της ζωής τους και μπόρεσαν να επιβιώσουν. Με αφετηρία τα λόγια του Μονταίν: "Όποιος έμαθε να πεθαίνει, ξέμαθε να είναι δούλος", ή με τα λόγια άλλων φιλοσόφων: "Ο θάνατος είναι ένα τίποτα", η φιλοσοφική ζωή προτείνεται ως η καλύτερη προετοιμασία για να πεθαίνουμε, "...μα πώς να ζούμε, ούτε κουβέντα..." που λέει και το γνωστό άσμα!
Αναμένω με μεγάλο ενδιαφέρον Το βιβλίο των ζωντανών φιλοσόφων, από τον ίδιο ή από άλλο συγγραφέα, δηλαδή μια φιλοσοφική ανθολογία που θα προβάλλει τις βιογραφίες όσων, μόνο, φιλοσόφων ήσαν ταπεινοί, ολιγαρκείς, αγάπησαν τον συνάνθρωπο και χάρηκαν το δώρο της ζωής, χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα για τις πράξεις τους είτε σ' αυτή τη ζωή είτε στην άλλη.
 
Simon Critchley (2012) Το βιβλίο των νεκρών φιλοσόφων, μτφρ. Γιάννης Ε. Ανδρέου, εκδ. Πατάκη.
Jostein Gaarder (1994) Ο κόσμος της Σοφίας, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνη.
 
Γιώργος Δημητρίου Χ.