Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Θεωρίες συμβολικής διαντίδρασης > Έρβιν Γκόφμαν


Δραματουργική θεώρηση της συμβολικής διαντίδρασης

Στα τελευταία είκοσι χρόνια του εικοστού αιώνα εμφανίσθηκε μια ιδιαίτερη κατεύθυνση της συμβολικής διαντίδρασης, γνωστή με το όνομα δραματουργική θεώρηση. Το σημαντικότερο έργο στα πλαίσια αυτής της θεώρησης συντελέστηκε από τον Έρβιν Γκόφμαν (Timasheff, σ. 406).
Ο Γκόφμαν ξεκινάει από τη βασική παραδοχή της συμβολικής διαντίδρασης, ότι οι άνθρωποι βλέπουν τη ζωή μόνο έτσι όπως τους παρουσιάζεται μέσα από τα σύμβολα. Με αυτό τον τρόπο οι άνθρωποι ερμηνεύουν τις πράξεις τους και τις πράξεις των άλλων και προσδίδουν σημασία στις πράξεις αυτές. Ο κοινωνικός κόσμος δεν είναι οργανωμένος από μόνος του και η συμπεριφορά δεν έχει δικιά της εγγενή σημασία. Η σημασία μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς έγκειται στο νόημα που της αποδίδουν οι άνθρωποι, το οποίο διαμορφώνεται από πολιτιστικούς κανόνες και προσδοκίες. Από την άποψη αυτή ο Γκόφμαν μοιάζει με τον πρόδρομό του τον Μηντ, γιατί και οι δύο υποστηρίζουν πώς παρά την ύπαρξη κανόνων υπάρχουν περιθώρια ατομικής ερμηνείας.
Σύμφωνα με τον Γκόφμαν τα άτομα που συμμετέχουν σε μια κατάσταση όταν την ερμηνεύουν προσπαθούν να παρουσιάσουν την καλύτερη δυνατή εικόνα του εαυτού τους ή την εικόνα του εαυτού τους που θεωρούν πώς θα τους βοηθήσει περισσότερο στην επιτυχία του σκοπού τους. Τα άτομα, επομένως, προσπαθούν στην πραγματικότητα να «χειρισθούν» την εικόνα του εαυτού τους που δημιουργούν στους άλλους. Στην ανάλυση αυτή της διαχείρισης της εικόνας του εαυτού στις διαπροσωπικές διαντιδράσεις ο Γκόφμαν χρησιμοποιεί ένα θεατρικό μοντέλο, όχι απλώς σαν χρήσιμη μεταφορά, αλλά σαν θεωρητική μεθοδολογία κεντρικής σημασίας (Timasheff, σ. 407).
Εφαρμόζοντας το μοντέλο αυτό ο Γκόφμαν χρησιμοποιεί όρους όπως ηθοποιός, παράσταση, μέρος ή ρουτίνα, ακροατήριο, σκηνικό, παρασκήνιο, μάσκα, κείμενο και παρόμοια ορολογία παρμένη από το θέατρο. Η κοινωνική συμπεριφορά θεωρείται σε πολλές περιπτώσεις ανάλογη προς την θεατρική παράσταση στην οποία το κάθε άτομο προσπαθεί να μεταδώσει μια ορισμένη εικόνα του εαυτού του προς τους άλλους.
Το έργο του Γκόφμαν συγκεντρώνει την προσοχή του (όχι όμως αποκλειστικά, όπως φαίνεται και στο έργο του Άσυλα-1961) στις διαντιδράσεις που εκτυλίσσονται πρόσωπο με πρόσωπο στην καθημερινή ζωή. Σαν «στοιχεία» χρησιμοποιεί τις προσωπικές του παρατηρήσεις και εμπειρίες, τις παρατηρήσεις και εμπειρίες που αναφέρονται από άλλους και μια μεγάλη ποικιλία φιλολογικών πηγών, αντί να χρησιμοποιήσει ερωτηματολόγια ή στατιστικές αναλύσεις. Για να συλλέξει πληροφορίες π.χ. για το βιβλίο του Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή (1959) ο Γκόφμαν πήγε και έμεινε σε ένα μικρό νησί της Σκωτίας και για την έρευνά του για τα  Άσυλα δούλεψε για ένα χρόνο σαν βοηθός ψυχαγωγίας σε ένα ψυχιατρείο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πώς το ευρύ και πολυδιαβασμένο έργο του Γκόφμαν είναι λαμπρό και οξυδερκές. Πολλοί όμως διαφωνούν μαζί του, γιατί το άτομο μοιάζει να μην έχει γνήσιο ή δικό του εαυτό, αλλά μια σειρά από μεταβαλλόμενους εαυτούς (μάσκες) που διαμορφώνονται έτσι ώστε να ταιριάζουν σε συγκεκριμένες καταστάσεις (Timasheff, σ. 408). Το έργο του κοινωνικού επιστήμονα που αποδέχεται αυτό το μοντέλο είναι ουσιαστικά να «ξεσκεπάσει» τα ψέματα που κρύβονται πίσω από το δημόσιο προσωπείο, και στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση ανάμεσα στις απόψεις του Γκόφμαν και στις απόψεις άλλων συγγραφέων φαινομενικά τόσο διαφορετικών,, όπως ο Μαρξ, ο Φρόυντ και ο Σάρτρ, δεδομένου ότι το βασικότερο ενδιαφέρον τους είναι το «ξεσκέπασμα» των κοινωνικών προσχημάτων. Αυτό που είναι κοινό σε όλους τους συγγραφείς είναι η δυσφήμιση των πράξεων του προσώπου ως εκδηλώσεων της βουλήσεως του εαυτού, ως έκφρασης της οντολογικής αυτονομίας του «αυτού».
Διαβάζοντας όμως τα έργα του Γκόφμαν είναι ολοφάνερο πώς κατέχεται από ένα ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για τα αισθήματα των ανθρώπων. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα καθαρά στην ανάλυσή του «στίγματος» και των προσώπων που ζουν σε «κλειστά ιδρύματα», όπως είναι τα νοσοκομεία και οι φυλακές. Αν όμως δεν υπάρχει ένας σταθερός εαυτός αλλά μια βιτρίνα που αλλάζει με κάθε κατάσταση, τότε προβάλλει το ερώτημα: τι υπάρχει στο άτομο (στον εαυτό) που προκαλεί συναισθήματα συμπάθειας;  
Το κλειδί για την κατανόηση του παράδοξου αυτού στη σκέψη του Γκόφμαν βρίσκεται  ίσως στο περιορισμένο ενδιαφέρον που έχει για τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου θεωρητικού συστήματος. Δεν ενδιαφέρεται για το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στον εαυτό ως εκτελεστή ρόλων σε διάφορες καταστάσεις και τον εαυτό ως διαρκέστερη μορφή οργάνωσης των πεποιθήσεων, στάσεων και αντιλήψεων του εγώ. Με το να χρησιμοποιεί ένα περιορισμένο θεωρητικό πλαίσιο, το έργο του Γκόφμαν έχει ουσιαστικά εμπειρικό χαρακτήρα. Ο Γκόφμαν ενδιαφέρεται πάνω απ’ όλα για την περιγραφή διαπροσωπικών διαντιδράσεων σε κανονικές συνθήκες (Timasheff, σ. 409). Αναλύει την προστασία και καταστροφή των αυτοπαραστάσεων και τη διατήρηση και κατάλυση των τελετουργιών που διευκολύνουν τη λειτουργία της κοινωνικής οργάνωσης. Πέρα από αυτό, τα θεωρητικά προβλήματα τον αφήνουν αδιάφορο.
Η παρατήρηση αυτή δεν πρέπει να θεωρηθεί πώς μειώνει το έργο του Γκόφμαν. Οι λαμπρές αναλύσεις που κάνει σε κοινότοπα γεγονότα αντιπροσωπεύουν μια πολύτιμη συμβολή στην κοινωνική ψυχολογία. Η θεωρητική όμως ένταξη των ευρημάτων του δεν έχει ακόμα συντελεστεί (Timasheff, σ. 410).

ΣΥΝΟΨΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Κατά της άποψης του Γκόφμαν -όπως και κατά άλλοων εκφραστών της συμβολικής διαντίδρασης- διατυπώθηκε η κριτική ότι δεν αναγνώρισε όσο θα έπρεπε τη διάρκεια των κοινωνικών μορφών και τις πιέσεις και τη δυναμική που διαθέτουν τα ευρύτερα κοινωνικά συστήματα. Εκφράστηκαν και μεθοδολογικές διαφωνίες, καθώς ορισμένοι κοινωνιολόγοι της θετικιστικής τάσης πιστεύουν ότι η συμμετοχική παρατήρηση των οπαδών της συμβολικής διαντίδρασης και οι προσωπικές παρατηρήσεις και φιλολογικές αναφορές του Γκόφμαν στερούνται επιστημονικής αυστηρότητας και ακρίβειας (Timasheff, σ. 410-411).  

Bιβλιογραφία:
Craib, I. (1998), Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία: Από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 166-169. 
Timasheff, N. Thedorson, G. (1977), Ιστορία Κοινωνιολογικών Θεωριών, Αθήνα, Gutenberg, σ. 406-411.
(Σημειώσεις, Γ. Χατζηαποστόλου)