Αναρρωτιέμαι: αλλάζει η οπτική μας γωνία παρατηρώντας τα πράγματα, με το πέρασμα του χρόνου; Εμείς, μόνοι, καθορίζουμε απόλυτα την πορεία της ζωής μας; Γεννιόμαστε και παραμένουμε οι ίδιοι με μικρές αλλαγές ή υπάρχει σαφές και προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα (μοίρα) το οποίο επαληθεύουμε, συνήθως, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι το υπηρετούμε;
Θυμάμαι, στο σχολείο, όταν ο καθηγητής ή η καθηγήτρια "σήκωνε" κάποιον "στον πίνακα", για να πει το μάθημα και αυτός ήταν "μισο-διαβασμένος" η συνηθισμένη απάντησή του στην προτροπή του διδάσκοντος: 'Άρχισε!" ήταν: "Από που ν' αρχίσω, από την αρχή;" και η περιπαικτική απάντηση ήταν δεδομένη: "Άρχισε από όπου θέλεις ' άρχισε από τη μέση!". Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα ήμουνα καλός μαθητής, αλλά όχι άριστος και αυτό συνέβαινε γιατί δεν μάθαινα γρήγορα με την τυπική διαδικασία, δηλαδή από τα βιβλία ή την παράδοση του μαθήματος από τον διδάσκοντα, αλλά με το βιωματικό τρόπο, δηλαδή με επισκέψεις σε μουσεία, εκπαιδευτικούς περιπάτους ή εκδηλώσεις και εκδρομές. Παρόλα αυτά, επιτρέψτε μου να αρχίσω από την αρχή.
Θα πρέπει να ήμουνα μηνών ακόμα μωρό, όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη "Κάπου υπάρχει η αγάπη μου" σε μια παραμυθένια, όπως φάνταζε στα μάτια, στα αυτιά και στη μύτη ενός νηπίου, εποχή (1958-1965), όπου η μουσική έδειχνε να γράφεται για παιδιά, αλλά συγκινούσε ιδιαίτερα τους μεγάλους. Από τη μια πλευρά, η ευωδιά των γιασεμιών σε κάθε γειτονιά, η αίσθηση της υγρασίας στις υπόγειες καρβουναποθήκες που λειτουργούσαν και σαν ταβερνάκια, η ξεχωριστή οσμή του κρασιού στα νέα βαρέλια, αλλά και η ιεροτελεστία του κυριακάτικου τραπεζιού, όπου μαζευόταν όλο το σόϊ, διόγκωναν τον μύθο μιας πλατιάς κοινωνικής συλλογικότητας. Από την άλλη πλευρά, κατά τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, η πολεμική ατμόσφαιρα των διαδηλώσεων, των συγκρούσεων και της διαρκούς πολιτικής αναταραχής που οδήγησε στο δυστύχημα της Επταετίας, κατέστρεφε τη μακαριότητα του παραμυθιού, με προσγείωνε σε μια βάρβαρη καθημερινή, επαναληπτική ζωή, όπου ο μύθος εμπλεκόταν κι ύστερα παραμορφωνόταν από τα γρανάζια των μοντέρνων καιρών. Έτσι, μέσα στα χρόνια, αισθανόμουνα διαρκώς την ανάγκη να αναζητήσω τον χαμένο παράδεισο της παιδικής αθωότητας. Να γιατί, χρησιμοποιούσα τα παλιά τραγούδια ως ιστοσανίδα για να ταξιδέψω πίσω στον "χαμένο" τόπο.
Όλο αυτό το πολιτισμικό υλικό των εικόνων, των ήχων και των μυρωδιών -αποδεικνύεται από τα πράγματα- πως δεν χανόταν, αλλά συσωρευόταν στη μεγάλη αποθήκη του ασυνειδήτου μου και κάποια στιγμή στα χρόνια της εφηβείας (13-14 ετών) ξεχείλισε και άρχισε να βάφει με λέξεις τα προκλητικά, λευκά χαρτιά, που βρίσκονταν πάνω στο πρώτο, ολοκαίνουργιο και μόνο γραφείο που είχα αποκτήσει ποτέ -ως δώρο- από τους γονείς μου! Ήταν η εποχή που άρχισα τις "καταχρήσεις" ή μάλλον τη μία "κατάχρηση" ' να γράφω! Η τελετουργία διαρκούσε από τις 8 ως τις 12 τα μεσάνυχτα ή και την πρώτη ώρα της νέας ημέρας, ενώ μέχρι τότε ήταν κανόνας απαράβατος στις 9 η ώρα το βράδυ, να έχω ήδη αποκοιμηθεί!
Τίτλος πρώτου ποιήματος: "Ψάχνοντας τη χαρά". Αυτή είναι η μικρή ιστορία του: Ένας λαϊκός συνθέτης -δεν ρώτησα ποτέ το επώνυμό του- είχε ζητήσει από τον πατέρα μου να γράψει στίχους, σε μια εποχή που ήταν άνεργος. Ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός στο να κατασκευάζει πράγματα με τα χέρια του, υπήρξε βαθιά μουσικόφιλος, αλλά δεν μπορούσε να "γράψει". Έτσι, λοιπόν, αυτό το πρώτο σχεδίασμα έγινε με σκοπό να "δείξω" στον πατέρα μου, πως μπορεί να είναι οι στίχοι ενός ποιήματος, που πρόκειται να μελοποιηθεί! Θα πρέπει να δηλώσω ότι τον απογοήτευσα: το στιχούργημά μου δεν ήταν γραμμένο σε ρυθμό ζεϊμπέκικου, δεν ήταν χασάπικο, ούτε κάν τσιφτετέλι! Πολύ αργότερα έμαθα, πως -αν διορθωνόταν- θα μπορούσε να είναι μια ευαίσθητη μπαλάντα! Δεν είχα συνειδητοποιήσει τη διαφορά σχεδιασμού ποιήματος-στιχογραφήματος (κουπλέ-ρεφραίν), ούτε δομικά στοιχεία όπως είναι οι ρυθμοί, τα μέτρα, και οι παύσεις" ' δεν γνώριζα να οδηγώ το "όχημα του λόγου", αλλά "καιγόμουνα" να το οδηγήσω ' συγκρούστηκα με την πραγματικότητα και μάλλον "επέζησα!". Άγνοια κινδύνου, παιδική αφέλεια, υποψία έπαρσης, επίπονη, πρωτόλυα προσπάθεια να "δώ" το μέλλον μου, με τον ίδιο τρόπο που επιχειρεί κάποιος να ατενίσει ολόκληρο τον ορίζοντα από την κορυφή ενός χαμηλού λόφου. Παράλληλα, ενώ ήμουνα ένα πολύ κοινωνικό και αγαπητό -στην παρέα- παιδί, με έντονη συμμετοχή σε όλα τα ομαδικά παιχνίδια (ποδόσφαιρο, μπάσκετ κλπ), το σταθερό μου σημείο -δημιουργικής αναφοράς- ήταν και παρέμεινε το γραφείο, η νύχτα και η φωτισμένη λάμπα που στόχευε το λευκό χαρτί. Η γραπτή εξομολόγηση ως αφετηρία μιας προσωπικής μελλοντολογίας! Παιδικές ασθένειες!
Τώρα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, έχει -προφανώς- περάσει και δεν εμπιστεύομαι τον καθρέφτη που δείχνει να "μ' έχει πάρει με κακό μάτι", αποφάσισα να "γυμναστώ", λιγάκι, πάνω στον σταθερό στίβο όπου συνήθισα να αγωνίζομαι ' στο γραφείο μου! Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τον θείο μου τον Γιώργο -αδελφό της μητέρας μου- ιδιαίτερα καλλιεργημένο άνθρωπο και αγωνιστή της Δημοκρατίας, που όταν τον ρώτησα κάποτε -όταν ήμουν 29 χρονών- πώς αισθάνεται που μεγάλωσε (τότε ήταν 78 ετών) μου απάντησε έκπληκτος και χαρούμενος ταυτόχρονα, χαϊδεύοντας το πρόσωπό του, από πάνω προς τα κάτω, σα να πλενόταν: "Ξέρεις, αν δεν κοιτάξω στον καθρέφτη, δεν συνειδητοποιώ πως μεγάλωσα! Είμαι ... ας πούμε ... 23 χρονών!". Θα μου ήταν αδύνατο να ζήσω αποστασιοποιημένος σε τέτοιο βαθμό από την παρούσα φυσική μορφή μου ' αντιθέτως, μάλιστα ' ζώντας στο παρόν θα μπορούσα, ίσως, να "αποδείξω" με κάποιο τρόπο τη συνέχεια της διανοητικής μου πορείας. Αναρρωτήθηκα, λοιπόν: άν ανέβαινα πάλι στον χαμηλό λόφο και δοκίμαζα να εντοπίσω τη θέση μου και να "παρατηρήσω" το μέλλον, άραγε, τι θα έβλεπα; Κάτι αντίστοιχο μ' εμένα, κάνουν οι μουσικοί, στο δεύτερο βίντεο, συνδέουν τον Ελληνικό πολιτισμό, όπως εκφράζεται από τη σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη "Δακρυσμένα μάτια" με την Ασιατική μουσική κουλτούρα και αναπαριστούν -κατά τη γνώμη μου- με πειστικότητα την αίσθηση που αποπνέει το δεύτερο ποίημά μου. Παραθέτω τις δύο εικόνες, τότε (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1973) και τώρα (Οκτώβριος 2014) ' παρακαλώ, δείτε και πείτε μου!
Προτιμώ να ακούσω τη δική σας γνώμη, γιατί γνωρίζω, εκ των προτέρων, πως θα με λυπηθήτε και δε θα μου πείτε "όλη την αλήθεια" σχετικά με τις καλλιτεχνικές μου δυνατότητες, ενώ εγώ, με τον εαυτό μου, είμαι ανελέητος! Ως απόγονος ανθρώπων της Ιωνίας που κληρονόμησε την έντονη αγάπη για τη ζωή και τον βαθύ αυτοσαρκασμό, δεν φοβάμαι τη γελοιοποίηση, γι αυτό νομίζω πως σπάνια γελοιοποιούμαι ' χωρίς να είμαι απολύτως βέβαιος!
Ψάχνοντας τη χαρά
Μια φορά, θα πάω κάπου
λίγο αόριστα, μ’ αληθινά
σε δρομάκια του έρωτα, κάπου,
που να υπάρχει ζωνταν’ η χαρά!
Στης ζωής το μουράγιο ακουμπάω,
λίγο ανήσυχος ψάχνω να βρω
τη χαρά που παντού αποζητάω,
με το πλοίο του έρωτα να δω.
Ταξιδεύοντας μέρες και νύχτες
στου ονείρου τα ωραία τα μέρη
και περνώντας μυριάδες ηλιαχτίδες
η μοίρα στο πεπρωμένο θα με φέρει.
Κι όταν κάποτε το βλέπω φτάνω,
φτάνω,
φτάνω,
απ’ το μικρό γραφικό μου καραβάκι
μια σανίδ’ ακόμ’ απομένει
τσακισμένη κι αυτή λιγάκι.
Κι όταν κάποτε φτάσω αυτό που θέλω
ξαφνικά στου ονείρου την άκρη,
στη σκληρή πραγματικότητα μπαίνω
κι απ’ τα μάτια μου κυλάει ένα δάκρυ.
Με συντρίμμια ελπίδες
κι αναμνήσεις ηλιαχτίδες
παίρνω το γνωστό ανηφορικό δρομάκι,
με καρδιά τσακισμένη λιγάκι.
Και προχωρώ μέσ’ στο στενό, παλιό δρομάκι,
χωρίς όνειρα κι ελπίδες για ζωή,
με εφόδιο το τριμμένο μου σακάκι,
τον παλιόφιλο το μόνο στη ζωή.
Μια φορά σ’ έναν καιρό
Μια φορά θα πάω
κάπου, σ’ έναν τόπο αληθινό
να περιδιαβώ
μονάχος κάποιον άγνωστο οικισμό.
Πρώτη φορά, έν’ απόγευμα
χρυσό καλοκαιριού,
που ο ήλιος θά ’χει
γύρει κουρασμένος
και το ανθρώπινο
μελίσσι
την πορεία θα ’χει
πια αποφασίσει,
να συναντήσει τον
κατάφωτο καιρό.
Ταξιδεύοντας, μερόνυχτα
και νύχτες
ανάμεσα σ’ όνειρα
κι αποθυμιές και θύμησες,
μύρια σπαθιά -του
ήλιου ακτίνες-
τη σκέψη μου διακρίνουν
για να με φέρουν
στο μοιραίο σκοπό,
στον αυτονόητο
στόχο,
στη μήτρα που θα
γεννηθώ,
στη γη που θα
φυτρώσω.
Ίσως δεν ήταν τόσο
μακρινό
κι έρημο το νησί
μου,
κι ούτε έχει
απάτητα βουνά και σκοτεινές χαράδρες .
μα ένα ξύλινο σκαρί
- καλοβαμμένο ωστόσο
-
με χρώματα απαλά κι
αέναες αποχρώσεις,
καράβι καλοτάξιδο
που μύριζε ρετσίνι
και χώμα μετά τη
βροχή,
-οργή και καλοσύνη-
την άγκυρά του σύρει,
τ’ όραμα ξεδιαλύνει,
κι όλο
αμφιταλαντεύεται:
«μ’ αφήνει - δε μ’
αφήνει»
να ξεμακρύνω, να σωθώ,
να βρω τη
λησμοσύνη.
Στην άκρη της
στεριάς την τελευταία,
κάθομαι με τα πόδια
ν’ ανεμίζουν στο κενό,
ψηλά πάνω απ’ τη θάλασσα,
κρέμομαι από το
βράχο,
άρχισα να κραυγάζω
με θυμό,
τόλμησα, με λύσσα
να χειρονομώ,
συνέχισα, νωχελικά να
ψιθυρίζω
κι όταν ο ήλιος
βυθιστεί αργά μέσ’ στα νερά,
λέω πως είναι σε πια
καιρός
σε άπειρους λυγμούς
ν’ αναλυθώ,
να υπαινιχθώ πως έμαθα,
-επιτέλους- να χωρίζω.
Γιώργος Δημητρίου Χ.
(Γ. Χατζηαποστόλου)