Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

Από τον φορντισμό στον μεταφορντισμό

ΕΑΠ - Γιώργος Δημητρίου Χ. Αθήνα 13/5/2007


Η εργασία αυτή αποτελείται από δύο μέρη. Αρχικός σκοπός της εργασίας είναι να εξετάσει την έννοια του «φορντισμού» και του «μεταφορντισμού»[1] γενικά και να εκθέσει ορισμένες βασικές θέσεις και απόψεις στοχαστών που επιχειρούν να δείξουν σε γενικές γραμμές τα σημεία συνέχειας στα οποία συναντώνται και τα σημεία τομής στα οποία διαφοροποιούνται οι ανωτέρω έννοιες. Στη συνέχεια, θα επιχειρηθεί μια παράλληλη εξέταση των επιμέρους χαρακτηριστικών και μια σύγκριση των γνωρισμάτων του φορντισμού, του νεοφορντισμού και του μεταφορντισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται πως ο μεταφορντισμός αποτελεί την πλέον αξιόπιστη πρόταση οικονομικής ανάπτυξης και εργασιακής απασχόλησης στην εποχή μας.
Κατ’ αρχάς, ο Μπελ προτείνει το μοντέλο των «σταδίων ανάπτυξης» της κοινωνίας στο οποίο διακρίνει τρεις φάσεις της οικονομικής προόδου: την προβιομηχανική (λ.χ. γεωργία), τη βιομηχανική (λ.χ. μεταποίηση) και τη μεταβιομηχανική (λ.χ. παροχή υπηρεσιών), η οποία σκόπευε διαρκώς στην κατάκτηση νέων ευέλικτων μορφών παραγωγής.[2]
Όπως γράφει ο Giddens: «Απασχόληση ή δουλειά είναι η εργασία που παρέχεται ως αντάλλαγμα για ένα κανονικό ημερομίσθιο ή μισθό. Η εργασία είναι σε όλους τους πολιτισμούς η βάση του οικονομικού συστήματος, ή η οικονομία, η οποία αποτελείται από εκείνους τους θεσμούς που προνοούν για την παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών». [3] «Ένα από τα πλέον διακριτά χαρακτηριστικά του οικονομικού συστήματος των μοντέρνων κοινωνιών είναι η ανάπτυξη ενός εξαιρετικά σύνθετου και διαφορετικού καταμερισμού της εργασίας. Με άλλα λόγια, η εργασία είναι χωρισμένη σε ένα πελώριο αριθμό διαφορετικών επαγγελμάτων, στα οποία οι άνθρωποι ειδικεύονται».[4]
Όμως ενώ στις «παραδοσιακές κοινωνίες» οι άνθρωποι «ήταν οικονομικά αυτάρκεις» καθώς μπορούσαν να ικανοποιήσουν μόνοι τις ανάγκες τους, στις «μοντέρνες κοινωνίες» παρουσιάζεται μια «τεράστια εξάπλωση της οικονομικής εξάρτησης».[5]
Έτσι, παρουσιάστηκε η ανάγκη να χωριστεί η βιομηχανική οικονομία σε τρεις τομείς: στον «πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα». «Ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη «γεωργία, τα ορυχεία, την υλοτομία και την αλιεία. Στις πρώτες φάσεις της βιομηχανικής ανάπτυξης, οι περισσότεροι εργάτες βρίσκονται στον πρωτογενή τομέα». [6] Στη συνέχεια, η αυξημένη χρήση των μηχανών στα νεόκτιστα εργοστάσια οδηγεί πολλούς εργάτες στο δευτερογενή τομέα που ασχολείται με τη μετατροπή των πρώτων υλών σε «τυποποιημένα αγαθά», ενώ ο τριτογενής τομέας αναφέρεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών.[7]
Όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι μελετητές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Δύσης κατά τον 20ό αιώνα και ιδιαίτερα κατά το δεύτερο μισό του, η οικονομική ανάπτυξη και η εργασιακή απασχόληση βασίστηκαν σε φαινόμενα όπως αυτά του φορντισμού, του τεϊλορισμού και του τογιοταϊσμού.
Σύμφωνα με τον Giddens, «φορντισμός είναι ο όρος» που προέρχεται από το επώνυμο του εμπνευστή του, Χένρυ Φορντ (1913) και «χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το σύστημα της μαζικής παραγωγής που συνδέεται με την καλλιέργεια των μαζικών αγορών που αυτός δημιούργησε».[8] Παράλληλα, ο Αμερικανός Φρέντερικ Τέιλορ, εισήγαγε τον τειλορισμό: «μια προσέγγιση σε αυτό που ονόμασε επιστημονική διαχείριση και εμπλέκεται στη λεπτομερή μελέτη των βιομηχανικών διαδικασιών [εργασιών], ώστε να τις κατατμήσει σε απλές λειτουργίες που θα μπορούσαν να είναι χρονομετρημένες και οργανωμένες με απόλυτη ακρίβεια».[9] Ακόλουθα, ο Ιάπωνας Τογιόντα διαμόρφωσε τον λεγόμενο τογιοταϊσμό, δηλαδή ένα ανώτερο μοντέλο ανάπτυξης της παραγωγής το οποίο, κυρίως στα αρχικά του στάδια, εκτός από την «απόλυτη εμμονή στην εργασία και τις ατελείωτες ώρες που απαιτούσε», προέβλεπε πως το προσωπικό μέσα στις «εγκαταστάσεις της εταιρείας» θα «διοικούνταν όπως μια στρατιωτική μονάδα», υποφέροντας, κάτω από «χαμηλά επίπεδα υγιεινής» και «καταπιεστικές συνθήκες εργασίας».[10] Δηλαδή, ουσιαστικά ο φορντισμός επεκτείνει τον βιομηχανισμό στα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις και οργανώνει με ορθολογικό τρόπο τις εργασιακές δραστηριότητες με τη συμβολή του τεϊλορισμού, ώστε να ικανοποιήσει την διαρκώς αυξανόμενη καταναλωτική ζήτηση.
Ως «βιομηχανισμός»[11] ή αλλιώς «βιομηχανοποίηση» ορίζεται «η συστηματική επιδίωξη αναπτύξεως της βιομηχανίας μιας χώρας», δηλαδή «η μετατροπή» της χώρας «από γεωργική σε βιομηχανική», η «μετατροπή της βιοτεχνίας σε βιομηχανία», «η εκμετάλλευση της πρώτης ύλης με βιομηχανικά μέσα», «η μαζική» παραγωγή τυποποιημένων «κοινωνικών και πνευματικών αγαθών» με αποτέλεσμα την απόδοση τεράστιων κερδών που μεγιστοποιούνται με την «εισβολή της τεχνολογίας» και την αύξηση της κατανάλωσης στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου.
Ως κατανάλωση[12] από τον άνθρωπο, ορίζεται «η απορρόφηση (αγαθού, προϊόντος, υπηρεσίας κ.λπ.) για την κάλυψη αναγκών» όπως αυτές της διατροφής, της ένδυσης, της υπόδυσης, της στέγασης, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κ.λπ.
Επίσης, ως μεταβιομηχανισμός[13] θεωρείται «η εποχή που ακολουθεί την υψηλής κλίμακας βιομηχανοποίηση (βιομηχανική εποχή), όπως θα εξεταστεί παρακάτω, ενώ, ως παγκοσμιοποίηση[14] ορίζεται «η δημιουργία μιας παγκόσμιας οικονομικής ζώνης, μιας παγκόσμιας αγοράς, όπου τα προϊόντα θα κινούνται ελεύθερα. η μετατροπή της οικουμένης σε μια ενιαία οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικράτεια».
Κατά συνέπεια, «ο φορντισμός είναι μια βιομηχανική εποχή» η οποία χαρακτηρίζεται από νέα «συστήματα παραγωγής» που εγκαινίασε «ο Χένρι Φορντ» και «στηρίζονταν σε τέσσερις» βασικές «αρχές»: α) τυποποίηση των προϊόντων με τον ίδιο τρόπο στη γραμμή συναρμολόγησης, β) μηχανοποίηση ορισμένων καθηκόντων εργασίας των εργαζόμενων ώστε να εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό παραγωγής ενός προϊόντος, γ) ανασχεδιασμός όσων καθηκόντων εργασίας των ανθρώπων δεν μπορούσαν να μηχανοποιηθούν μέσα από την «επιστημονική διαχείριση (τεϊλορισμός), και δ) «η γραμμή ροής» που επέτρεψε στους εργάτες να μην χάνουν χρόνο στις μετακινήσεις προς το προϊόν, αφού τώρα αυτό «περνούσε μπροστά» τους.[15]
Παράλληλα, όμως, ο φορντισμός επέβαλε την γραφειοκρατική δομή της εργασίας που υπηρετούσε την κεντρική διαχείριση και την ιεραρχία και βασιζόταν στην στελέχωση των εργοστασίων από ημι-ειδικευμένο εργατικό προσωπικό.[16] Με την προσθήκη νέων μηχανών στα εργοστάσια, το ανδρικό προσωπικό πλήρους απασχόλησης άρχισε να αντικαθίσταται σταδιακά από γυναικείο προσωπικό μερικής απασχόλησης με σκοπό την κερδοφορία.[17]
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το φορντικό μοντέλο παραγωγής που αρχικά εφαρμόστηκε στην αυτοκινητοβιομηχανία του Φορντ, έφερε μια επανάσταση σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων κατά τον 20ό αιώνα, από την τυποποίηση των τροφίμων έως ακόμα και την παραγωγή πλοίων, καθώς το υψηλό κόστος λειτουργίας των μηχανημάτων εξειδικευμένης χρήσης υπερκαλυπτόταν σε πολλαπλάσιο βαθμό από τη μαζική κατανάλωση που εξασφάλιζαν οι «προστατευόμενες εθνικές αγορές».[18]
Άλλωστε, αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι ο τεϊλορισμός με τον απόλυτο και λεπτομερειακό καταμερισμό των εργασιακών δραστηριοτήτων είχε δημιουργήσει εκείνη την εποχή έναν υψηλόμισθο απρόσωπο εργάτη απογυμνωμένο από κάθε εργασιακή δεξιότητα, ακόμη και από την ίδια την ανθρώπινη υπόστασή του, με τέτοιο τρόπο ώστε να διαχωρίζει την πνευματική από τη χειρωνακτική εργασία.
Μια από τις πλέον άμεσες συνέπειες αυτών των πρακτικών του τεϊλορισμού ήταν να συγκροτηθεί ένα σύστημα από βιομηχανικά εργατικά συνδικάτα που μέσα από απεργίες και συγκρούσεις, διεκδικούσε μέσω διαπραγματεύσεων την αξιολόγηση των μισθολογικών επιπέδων των εργαζόμενων με βάση ανθρώπινα κριτήρια (περισσότερη ειδίκευση, ανάπτυξη πρωτοβουλιών) σε ολόκληρο το εύρος των οικονομικών και εργασιακών δραστηριοτήτων από τον πρωτογενή έως και τον τριτογενή τομέα.
Εφόσον το φορντικό μοντέλο συνέχισε να λειτουργεί ακολουθώντας τις πρακτικές του τεϊλορισμού, οι εργατικές αντιδράσεις εντάθηκαν, με αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της ζήτησης, τη μείωση της παραγωγικότητας, την «πτώση των κερδών» και την ακόλουθη «μείωση των επενδύσεων» στη βιομηχανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η απάντηση του φορντισμού σε αυτή την κρίση περιελάμβανε την «κατευθυνόμενη αύξηση της ζήτησης», τη συγκράτηση της κρατικής «εισοδηματικής πολιτικής» και την ανάπτυξη της δυνατότητας «πρόβλεψης της ζήτησης» μέσα από την εξειδίκευση των αγορών.[19] Η εξειδίκευση των αγορών, γίνεται από τους ερευνητές της αγοράς με καταμερισμό του αγοραστικού κοινού σε κατηγορίες ανάλογα με την ηλικία, το εισόδημα, το επάγγελμα, το είδος της κατοικίας, την εντοπιότητα και στηρίζεται στην παραγωγή καινοτομιών στην οργάνωση της ευέλικτης μεταποίησης προϊόντων που σε σημαντικό βαθμό διαμορφώνουν τον σύγχρονο τρόπο ζωής.[20]
Ο μεταφορντισμός αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την μετεξέλιξη του φορντισμού σε ένα αναβαθμισμένο σε σχέση με το παρελθόν τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Έτσι, ένα από τα κοινά γνωρίσματα του νεοφορντισμού και του μεταφορντισμού είναι ο συσχετισμός από τους νεοφορντιστές των νέων τεχνολογιών «με την εργασιακή αποειδίκευση» και την ταυτόχρονη αύξηση της συγκεντρωτικής διαχείρισης, ενώ οι μεταφορντιστές θεωρούν τις νέες τεχνολογίες ως μηχανισμό ανάπτυξης νέων δεξιοτήτων σε ένα εργατικό δυναμικό που μπορεί με αυτό τον τρόπο να εξελιχθεί σε πολυ-ειδικευμένο.[21]
Σχετικά με την κατανάλωση, ο Μάρεϋ τη συνδέει με τις «αλλαγές στον τρόπο που παράγονται αγαθά και υπηρεσίες εφόσον έχουν αμβλυνθεί τα παλαιότερα εθνικά ή τοπικά οικονομικά κριτήρια της κατανάλωσης με νέες πολυ-πολιτισμικές και πλουραλιστικές αντιλήψεις σε όλες τις χώρες της Δύσης.
Συνεπώς, οι νεοφορντιστές και οι μεταφορντιστές φαίνεται να συμφωνούν ότι οι ταξικές σχέσεις που διαμορφώνουν την ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, επιταχύνουν σήμερα τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομικής ζωής στα καθεστώτα συσσώρευσης. Με τον τρόπο αυτό, η «γνώση» και η «πληροφορία» που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτικές αγορές «συντονίζουν αποτελεσματικότερα την παγκόσμια ζήτηση» και επηρεάζουν άμεσα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.[22]
Είναι κοινή διαπίστωση πως ο νεοφορντισμός αποτελεί τη φυσική εξέλιξη του φορντισμού, ενώ ο μεταφορντισμός σηματοδοτεί την έναρξη της εποχής της πληροφορίας και της εντατικής εργασίας με σκοπό την κερδοφορία, ως απάντηση στην οικονομική κρίση που πλήττει έως τώρα τις οικονομικά ισχυρές χώρες της Δύσης.
Χαρακτηριστικό οικονομικό και εργασιακό φαινόμενο της εποχής του μεταφορντισμού είναι ο τογιοταϊσμός. Όπως ο Φορντ λέγεται ότι εμπνεύσθηκε το σύστημα παραγωγής που πήρε το όνομά του από τα «σφαγεία» ζώων στο Σικάγο,[23] έτσι στη συνέχεια και ο Τογιόντα, εμπνεύσθηκε το μοντέλο παραγωγής του τογιοταϊσμού από τον τρόπο λειτουργίας ενός αμερικανικού πολυκαταστήματος. Δηλαδή ο Τογιόντα «εφάρμοσε» στην ομώνυμη αυτοκινητοβιομηχανία του το λεγόμενο «σύστημα άμεσης ανταπόκρισης» μεταξύ των ανταλλακτικών και της γραμμής συναρμολόγησης, παράγοντάς τα αυθημερόν και τοποθετώντας τα δίπλα σε αυτή.[24] Με την σχεδίαση αυτή ο Τογιόντα κατάφερε να περιορίσει στο ελάχιστο δυνατό τον αριθμό των ανταλλακτικών και των λειτουργιών, ενώ ταυτόχρονα ανέπτυξε ένα σύστημα αυτοματοποίησης και ελέγχων ποιότητας των προϊόντων που ελεγχόταν από ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Είναι, λοιπόν, σαφές ότι ο Τογιόντα κατάφερε να ξεπεράσει τις δυσλειτουργίες του τεϊλορισμού με την εισαγωγή νέων μεθόδων ελέγχου και οργάνωσης της εργασίας. Συγκεκριμένα, ο τογιοταϊσμός, σε απάντηση της απόλυτης και μονομερούς εξειδίκευσης των εργατών του φορντισμού και του τεϊλορισμού, δημιούργησε τον θεσμό του πολυειδικευμένου εργάτη, ο οποίος πέρα από τη «μεταποίηση» είχε επίσης τη δυνατότητα να εργάζεται για τη συντήρηση και τη βελτίωση των προϊόντων. αρμοδιότητες που ο φορντισμός ανέθετε στην κεντρική διαχείριση. Έτσι, στο μεταφορντισμό ο εργάτης καλείται να εργαστεί πλάι στις μηχανές και όχι στη θέση των μηχανών, όπως συνέβαινε με τον φορντισμό.[25] Επίσης, αυτό το ιαπωνικό σύστημα παραγωγής προέβλεπε την εξασφάλιση «εφ’ όρου ζωής» εργασίας, πρόνοιας και ασφάλειας στους εργαζόμενους και τους επιχειρηματίες. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να μην υπάρχει αντικείμενο διεκδίκησης από την πλευρά των εργοστασιακών εργατικών συνδικάτων προς το μέρος των εργοδοτών ήδη από το 1950.[26] Αναπτύχθηκε δηλαδή, στον τογιοταϊσμό, ένα σύστημα υψηλής εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδοτών και εργαζόμενων που στηρίζεται στη ρεαλιστική διαχείριση της εκπαίδευσης των ομάδων του εργατικού δυναμικού, σε αντίθεση με το φορντισμό και τον τεϊλορισμό, που χαρακτηρίζονται από ένα αντίστοιχο σύστημα χαμηλής εμπιστοσύνης ανάμεσα στους φορείς της παραγωγής.[27]
Πάντως, μια δυσλειτουργία στις μεταφορντικές εργασιακές σχέσεις προέκυψε από τη διαφοροποίηση ανάμεσα στους υψηλόμισθους εργαζόμενους που απασχολούνται σε κεντρικές εργοστασιακές μονάδες και σε αυτούς που βρίσκονται σε περιφερειακές και αμείβονται χαμηλά, καθώς έχουν να διεκπεραιώσουν λιγότερο σημαντικές εργασίες, ενώ τους παρέχεται υποβαθμισμένη ασφάλεια και πρόνοια.[28]
Μια άλλη χαρακτηριστική λειτουργία του μεταφορντισμού είναι οι αμφίδρομες σχέσεις που αναπτύσσονται «ανάμεσα σε πελάτες και προμηθευτές και σε ειδικευμένους παραγωγούς του ίδιου κλάδου», με αποτέλεσμα ο συνεργατισμός στις ιαπωνικές επιχειρήσεις να έχει αποφύγει τον αδυσώπητο ανταγωνισμό που υφίστανται οι χώρες της Δύσης, εφόσον έχουν υιοθετήσει σχεδόν αποκλειστικά τον φορντισμό και τον τεϊλορισμό, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ.
Γενικά, στη λειτουργία τόσο του μεταφορντισμού όσο και του φορντισμού, μεγάλη σημασία δίνεται στην ευελιξία που οφείλουν να έχουν οι εργοστασιακές « εγκαταστάσεις», «τα μηχανήματα», «τα προϊόντα» και «η εργασία», με στόχο την επίτευξη της υψηλότερης δυνατής ποιότητας προϊόντων.
Πάντως, οι μεγάλες εταιρείες, στην εποχή του μεταφορντισμού, έχουν περισσότερο οριζόντιες ιεραρχίες, σε αντίθεση με την εποχή του φορντισμού, ενώ επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τη ζήτηση των αγορών με την αξιοποίηση νέων πληρο-φοριακών συστημάτων και μιας νέας πολυπολιτισμικής επιχειρηματικής προσέγ-γισης. Άλλωστε, σύμφωνα με τον Τουρέν, στη δεκαετία του 1960, η νέα κοινωνική διαίρεση που προέκυψε από την σύγκρουση των θέσεων των τεχνοκρατών και των γραφειοκρατών του φορντισμού από τη μια και των εργατών, των φοιτητών και των ανέργων του μεταφορντισμού από την άλλη, οδήγησε στην εκδήλωση κοινωνικών κινημάτων, πέραν όσων αντιτίθονταν στον φορντισμό (π.χ. εργατικό, φοιτητικό, γυναικείο), όπως το περιβαλλοντικό - με ένα ευρύτερο πολιτικό και υπερταξικό χαρακτήρα.[29]
Σε αυτή την εργασία, παρουσιάστηκε πρώτα, η μορφή και τα κύρια στοιχεία του βιομηχανικού φορντισμού και νεοφορντισμού ως ανταγωνιστικού οικονομικού συστήματος που υιοθετήθηκε από τις χώρες της Δύσης, όπως για παράδειγμα είναι οι ΗΠΑ και η Βρετανία, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Ύστερα, αναλύθη-κε η ουσία και τα ειδικά χαρακτηριστικά του μεταβιομηχανισμού ή μεταφορντισμού ή πληροφορισμού, ως συνεργατικού-ανταγωνιστικού οικονομικού συστήματος, σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία του φορντισμού, όπως αναπτύχθηκε κυρίως στην Ιαπωνία μετά τα μέσα του 20ού αιώνα.
Καταληκτικά, υποστηρίχθηκε η θέση πως παρότι η μαζική βιομηχανία και οι μαζικές αγορές θεωρούνταν πριν από λίγα χρόνια κορυφαία επιτεύγματα της βιομηχανικής προόδου, φαίνεται να έχουν ήδη ξεπεραστεί από τη δυναμική εισβολή της πληροφορίας ως οργάνου έκφρασης μιας νέας μορφής οικονομικής νεωτερικότητας στην εποχή μας, καθώς ο φορντισμός δεν κατόρθωσε να επιδείξει την αναγκαία για την εδραίωσή του ευελιξία στην παραγωγή.

Βιβλιογραφία

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
Hall S., Held D., McGrew A., Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 22003, σ. 249-323.
Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2002, σ. 366, 856, 1080, 1296.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Giddens, A. Sociology. Polity Press, Cambridge 1995, p.p. 294-295, 490-523.
[1] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 311-312.
[2] S. Hall, D. Held, A. McGrew, ο.π., σ. 254.
[3] A. Giddens, 1995. Sociology. Polity Press, Cambridge, p. 491.
[4] A. Giddens, ο.π., σ. 491.
[5] A. Giddens, ο.π., σ. 491-492.
[6] A. Giddens, 1995. Sociology. Polity Press, Cambridge, p. 492.
[7] A. Giddens, ο.π., σ. 493.
[8] A. Giddens, ο.π., σ. 494.
[9] A. Giddens, ο.π., σ. 494.
[10] A. Giddens, ο.π., σ. 294-295.
[11] Γ. Μπαμπινιώτης , Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 2002,σ. 366.
[12] Γ. Μπαμπινιώτης , ο.π., σ. 856.
[13] Γ. Μπαμπινιώτης , ο.π., σ. 1080.
[14] Γ. Μπαμπινιώτης , ο.π., σ. 1296.
[15] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και
Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 311-312.
[16] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 270.
[17] S. Hall, D. Held, A. McGrew, ο.π., σ. 252.
[18] S. Hall, D. Held, A. McGrew, ο.π., σ. 312-313.
[19] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 315-316.
[20] S. Hall, D. Held, A. McGrew, ο.π., σ. 316-318.
[21] S. Hall, D. Held, A. McGrew, ο.π., σ. 279.
[22] S. Hall, D. Held, A. McGrew, ο.π., σ. 281.
[23] Giddens, A. Sociology. Polity Press, Cambridge 1995, p. 494.
[24] S. Hall, D. Held, A. McGrew, S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 318.
[25] Giddens, A. Sociology. Polity Press, Cambridge 1995, p. 499.
[26] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 319.
[27] Giddens, A. Sociology. Polity Press, Cambridge 1995, p. 498.
[28] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 320.
[29] S. Hall, D. Held, A. McGrew, Η νεωτερικότητα σήμερα. Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική και Πολιτισμός, Σαββάλας, Αθήνα 2003, σ. 256-257.


Η εικόνα προέρχεται από τον τόπο: http://www.abcgallery.com/E/ernst/ernst3.html