Από την ταινία Τα φώτα της πόλης (1931)
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (ΤΑ ΦΩΤΑ) ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ
Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου, ενώ ο βοριάς φυσούσε,
και ψηλά στα βουνά χιόνιζε, ένα πρωί, μπήκε να πιεί ένα ρούμι να ζεσταθεί ο
μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, βρισμένος από την
πεθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίνα τη
σπιτονοικοκυρά του, και φασκελωμένος από τον μικρό τριετή γιό του, τον οποίον ο
προκομμένος ο θειός του δίδασκε με επιμέλεια, όπως και γονείς ακόμη πράττουν
στα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να
κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, καντήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κ᾽ έπειτα,
γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπελας, για να έρχονται να
ψωνίζουν χωρίς να σκανδαλίζονται οι καλές νοικοκυρές, οι γειτόνισσες, είχε δίπλα
στα βαρέλια και τις φιάλες, για επίδειξη μάλλον, λίγο σαπούνι, κόλλα, ρύζι και
ζάχαρη, είχε δε και μύλο για να κόβει καφέ. Αλλά έβλεπες πρωί και βράδυ να εξέρχονται,
ατημέλητες και μισοχτενισμένες, γυναίκες φέροντας με το ένα χέρι κάτω από την
πτυχή της εσθήτας, παράλληλα με το ισχίο, και τούτο σήμαινε, διότι το ψώνιο δεν
ήταν σαπούνι, ούτε ρύζι ή ζάχαρη.
Ερχόταν πολλές φορές την ημέρα η γριά-Βασίλω, φτωχή,
έρημη και ξένη στα ξένα, η οποία δεν είχε προλήψεις, κι έπινε φανερά το ρούμι
της. Ερχόταν και η κυρά-Κώσταινα ἡ Εκκλησιάρισσα, η οποία βοηθούσε το κατά
δύναμη στην εκκλησία, και στεκόταν κοντά στο μανουάλι, για να κολλάει τα κεριά,
και όσες πεντάρες έπαιρνε την Κυριακή, όλες τις έπινε, με ευσυνείδητη ακρίβεια,
τη Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη.
Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, που
φώναζε στην αυλόπορτα, στον δρόμο και στο καπηλειό όλα τα μυστικά της, δηλ. τα
μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμεναν στην αυλή, μέρος δε έπεφταν στο
καπηλειό, και τα περισσότερα χύνονταν στον δρόμο· και ονομάτιζε* τον κόσμο,
ποιά νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποιός οφειλέτης της χρωστάει τον
τόκο, ποια γειτόνισσα της πήρε ένα είδος, δανεικό κι αγύριστο. Ὁ
μαστρο-Δημήτρης ο φραγκοράφτης της χρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παῦλος ὁ
Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχε, έξι. Η Λενιὼ ἡ κουμπάρα της, της
πέρασε δεύτερη υποθήκη με δόλο στο σπίτι, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε
δικηγόρους και συμβολαιογράφους για αν εξασφαλίσει τα δίκαιά της. Ἡ Κατίνα, η ανεψιά
της από τον πρώτο άνδρα της, της είχε αφήσει ένα αμανάτι για να την δανείσει
δέκα δραχμές, και τώρα κατά την εκτίμηση δύο χρυσοχόων αποδείχθηκε ὅτι το ασημικό
ήταν κάλπικο και δεν άξιζε ούτε όσον άξιζαν τα δύο φυσέκια με τα σκουριασμένα
μπακίρια ― τα οποία, αφού, κατά τη συνήθειά της (αυτό δεν το έλεγε, αλλά ήταν
γνωστό), έβγαλε έξω τον γερο-Στρατή, τον άνδρα της, την κόρη της, τη Μαργαρίτα,
και την εγγονή της, τη Λενούλα, άνοιξε την κρύπτη, απέθεσε εκεί το ενέχυρο, έβγαλε
το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα εγχείρισε με τρόπο, που σήμαινε να τα
δώσει και να μην τα δώσει, και φαίνονταν σαν να κολλούσαν στα χέρια της, στη φτωχή
την Κατίνα.
Η Ασημίνα, η παλιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρια το
επάγγελμα, όταν ξεκουμπίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε τρία μηνιάτικα κι εννέα ημέρες.
Και τα μεν έπιπλα, που έπρεπε κατά δίκαιο τρόπο να τα εκχωρήσει στη
σπιτονοικοκυρά, τα παρέδωσε στον καύκο* της, τον τελευταίο αγαπητικό της, που να
τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ… και σε αυτή δεν έδωσε άλλο τίποτε,
παρά ένα παλιοφυλαχτὸ εκεί, λιγδιασμένο, και της είπε μυστηριωδώς ὅτι αυτό
περιείχε τίμιο ξύλο… Σαν γκρεμοτσακίστηκε κι έφυγε, το ανοίγει και αυτή από
περιέργεια, και αντί για τίμιο ξύλο, τί βλέπει;… κάτι κουρέλια, τρίχες,
τούρκικα γράμματα, σκοντάμματα, μαγικά, χαμένα πράματα… Τ᾽ ακούτε σεις αυτά;
*
* *
Εισήλθε τρέμοντας ὁ μαστρο-Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούμι. Το παιδί του
καπηλειού, που τον ήξερε καλά, του είπε·
―Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπο διφορούμενο.
― Βάλε συ το ρούμι, είπε.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή κι ἡ
δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι ἡ κουβέντα, όλα καλά. Καλύτερον απ' όλα η ραστώνη,
το ντόλτσε φαρ νιέντε* των αδελφών Ιταλών. Αν σε αυτόν ανατίθετο να
συντάξει τον κανονισμό της εβδομάδας, θα όριζε την Κυριακή για σχόλη, τη
Δευτέρα για χουζούρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή
για εργασία, και το Σάββατο για ξεκούραση. Ποιος λέει ότι οι γιορτές είναι πάρα
πολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες, και οι εργάσιμες είναι πολύ λίγες; Αυτά τα
λένε όσοι δεν έκαναν ποτέ σωματική εργασία και ξέρουν μόνον για τους άλλους να
θεσμοθετούν.
Ακριβώς την ώρα αυτή ήρθε από αντίκρυ ὁ Δημήτρης ὁ
φραγκοράφτης, για να πιεί το πρωινό του. Μόνη παρηγοριά είχε να κάνει αυτά τα
συχνά ταξιδάκια, καθώς τα ονόμαζε. Διέκοπτε επί πέντε λεπτά την εργασία του
δέκα φορές την ημέρα, και ερχόταν να πιεί ένα κρασί. Έπαιρνε εργασία από τα
μαγαζιά και δούλευε ως κάλφας στο δωμάτιό του. Εισήλθε και παρήγγειλε ένα
κρασί. Έπειτα βλέποντας τον Παύλο:
― Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπε.
Ως από Θεού σταλμένος για να λύσει το ζήτημα της
πεντάρας μεταξύ του πελάτη και του υπηρέτη, κάθισε κοντά στον Παύλο και άρχισε μια
τέτοια συνομιλία, η οποία ήταν μεν συνέχεια των δικών του λογισμών, ενώ στον Παύλο
φάνηκε ως συνηγορία υπέρ των δικών του παραπόνων.
― Που σχόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπε·
ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ᾽ Αι-Νικολάου δουλέψαμε, τ᾽ Ἁι-Σπυρίδωνα
δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ πως
θα δουλεύουμε χρονιάρα μέρα.
O Παύλος έσεισε το κεφάλι του.
― Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα τυπώσω
μέχρι το τελευταίο γράμμα, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται πως αυτοί οι
μάστορες, αυτοί οι άρχοντες, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουν διορισμένα τα
πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσα στις καθημερινές, πέφτει
μονομιάς και μονόμπαντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε
βδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
― Είναι κι ἡ τεμπελιά στη μέση, είπε με πονηρή αυθάδεια
το παιδί του καπηλειού, ωφελημένο από μία στιγμή κατά την οποία ο αφέντης του είχε
συνομιλία στο κατώφλι της θύρας και δεν μπορούσε ν᾽ ακούσει.
― Ας είναι, τί να σου κάνει η εργατικότητα κι η
τεμπελιά; είπε ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια κι λίγη μαζεμένη
δουλειά. Καλά λέει ὁ μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο
Παύλος, ή ὁ Πέτρος, ή ὁ Κώστας, ή ὁ Γκίκας. Εμένα ἡ φαμίλια* μου δουλεύει, εγώ
δουλεύω, ο γιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ᾽ όλα αυτά, δεν
μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για τη
σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για το μανάβη, για τον τσαγκάρη, για
τον έμπορο. Ἡ κόρη θέλει το λούσο της, ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο
του, το γλέντι του. Ύστερα, κάνε προκοπή.
―Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη μου, είπε ο
Παυλέτος, αποκρινόμενος στους ίδιους τους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα
μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, ἡ δουλειά βαριά, ρευματισμοί, κρυώματα. Ύστερα
κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζεις τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε…
― Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλε, αυθαδίασε
πάλι ο υπηρέτης, ενθυμούμενος ίσως τις μεταξύ του Παύλου και του γυναικάδελφού
του σκηνές.
Έπειτα εισήλθε ο κάπελας. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε 〈για〉
να επαναλάβει την εργασία του και η ομιλία έπαυσε.
*
* *
Ο μαστρο-Παύλος αφέθηκε στις φαντασίες του. Σάββατο
σήμερα, μεθαύριο παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεφτά
για να αγοράσει μια γαλοπούλα, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του,
καθώς όλοι. Μετανοούσε τώρα πικρά, διότι δεν πήγε τις τελευταίες ημέρες στα
βυρσοδεψεία να δουλέψει, να βγάλει λίγα λεπτά, για να περάσει φτωχικά τις γιορτές.
«Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαριά. Κόπιασε να αργάζεις τομάρια!
Το δικό μας το τομάρι θέλει άργασμα.»
Είχε ακούσει τον λαϊκό μύθο για τον τεμπέλη, που
πήγαιναν να τον κρεμάσουν, και ο οποίος συγκατένευε να ζήσει υπό τον όρο να είναι
«βρεμένο το παξιμάδι». Γνώριζε και την άλλη διήγηση για το τεμπελχανείο, το οποίο
ίδρυσε, όπως λένε, ο Μεχμέτ Αλή στην πατρίδα του την Καβάλα. Εκεί, επειδή το
κακό είχε παραγίνει, ο επιστάτης σοφίστηκε να στρώνει μία ψάθα, επάνω στην
οποία ανάγκαζε τους ανέργους να ξαπλώνονται. Έπειτα έβαλλε φωτιά στην ψάθα. Όποιος
προτιμούσε να καεί, παρά να σηκωθεί από τη θέση του, ήταν σωστός τεμπέλης και δικαιούταν
να φάει δωρεάν το πιλάφι. Όποιος σηκωνόταν κι απέφευγε τη φωτιά, δεν ήταν σωστός
τεμπέλης κι έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, σκεφτόταν
ο μαστρο-Παύλος, και κανένας από αυτούς να μην ιδρύσει κάτι παραπλήσιο στην Αθήνα!
Ὁ μαστρο-Παυλάκης περιδιάβασε ακόμη δύο ημέρες, και
την άλλη ήταν Παραμονή. Τη γαλοπούλα δεν έπαψε να την ονειροπολεί και να την ορέγεται.
Πως να την προμηθευθεί;
Αφού νύχτωσε, διωγμένος καθώς ήταν από το σπίτι, αποτόλμησε
και ήλθε από ένα πλάγιο δρομάκι και ήταν έτοιμος να χωθεί στο καπηλειό. Ο νους
του ήταν αναπόσπαστα προσηλωμένος στη γαλοπούλα. Θα χρησίμευε αυτή, εάν την είχε,
και ως μέσο συνδιαλλαγής με τη γυναίκα του.
Εκεί, καθώς στράφηκε να μπει στο καπηλειό, βλέπει ένα
παιδάκι της αγοράς με ένα κοφίνι στους ώμους, το οποίο φαινόταν ακριβώς να
περικλείει έναν γάλο, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρο και άλλα καλά
πράγματα. Το παιδί κοίταζε δεξιά κι αριστερά και φαινόταν να αναζητά κάποια κατοικία.
Ήταν έτοιμο να μπει στο καπηλειό για να ρωτήσει.
Έπειτα είδε τον Παύλο και στράφηκε προς αυτόν:
― Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ
χάμω το σπίτι του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου;
― Του κυρ Θανάση του Μπε…
Αστραπή ως ιδέα έλαμψε στο πνεύμα του Παύλου.
― Μου ᾽πε τον αριθμό και τον ξέχασα… τώρα γλήγορα έπιασε
σπίτι εδώ χάμω, σ' αυτό το δρόμο… τον είχα πελάτη από πρώτα… προηγουμένως
καθότανε παραπέρα, στο Γεράνι.
― Του κυρ Θανάση του Μπελιόπουλου! αυτοσχεδίασε ο
μαστρο-Παύλος· να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα, μέσα,
στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο… αυτή είναι η νοικοκυρά του… πως να πω; είναι
γενιά* του… την έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα… οικονόμο στο νοικοκυριό του… είναι
κουνιάδα του… μαθές, θέλω να πω, ανιψιά του… φώναξέ τη και δώσε της τα ψώνια.
Και βαδίζοντας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την πόρτα
της αυλής, έκανε πως φώναξε:
― Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ᾽ εδώ να πάρεις τα ψώνια που
σου στέλνει ὁ κύριος… ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε
τα χέρια και αισθανόταν στη μύτη του την τσίκνα του ψητού γάλου. Και δεν τον ένοιαζε
τόσο για τον κούρκο, αλλά πως θα συμφιλιωνόταν
με τη γυναίκα του. Τη νύκτα πέρασε σε ένα ολονύκτιο καφενείο και το πρωί πήγε
στην εκκλησία.
Όλη τν ημέρα προσκολλήθηκε σε μία συντροφιά, έπειτα
σε μία άλλην παλαιών γνωρίμων του, στο καπηλειό, οπού έμεινε τις περισσότερες ώρες
ανοιχτό με τα παράθυρα κλεισμένα, και πέρασε με λίγους μεζέδες και με αρκετά
κεράσματα.
Το βράδυ, αφού νύχτωσε, πήγε με τόλμη, από τις πολλές
σπονδές και από την ενθύμηση του γάλου, και χτύπησε την πόρτα της οικογένειάς
του. Η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα.
― Καλησπέρα, κυρά-Παύλαινα, φώναξε απ' έξω. Χρόνους
πολλούς. Πως πήγε ὁ γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλι;
Ούτε φωνὴ ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη. Τα ισόγεια,
οι τρώγλες, τα κοτέτσια της κυρά-Στρατίνας, όλα κοιμούνταν. Ὁ σκύλος μόνον γνώρισε
τον μαστρο-Παύλο, γρύλλισε λίγο και πάλι ησύχασε.
Υπήρχαν εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή
τεσσάρων οικογενειών, όπου κατοικούσαν στα ανήλιαγα δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες,
τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζευγάρια περιστεριών. Οι δύο γίδες αναχάραζαν
βαθιά στο σκεπασμένο μαντράκι τους, οι όρνιθες έκραζαν υπόκωφα στα κοτέτσια
τους, τα περιστέρια είχαν μαζευτεί στους περιστεριώνες περίτρομα από το κυνήγι,
που άρχιζαν τη νύκτα εναντίον τους οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν
το ροχάλισμα της αυλής που κοιμόταν.
Πάραυτα ακούστηκε κρότος βημάτων στο σπίτι.
―Ἔ, μαστρο-Παύλε, είπε η κυρα-Στρατίνα, που
πλησίασε, νά ᾽χουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και
καλό να μού 'χεις, ασίκη μου; Είδαμε και πάθαμε να σκεπάσουμε το πράγμα, να μην
προσβληθεί το σπίτι… Εκείνος που ήταν δικός του ὁ γάλος, ήρθε μεσάνυχτα και
φώναζε, έκανε μεγάλο κακό, και μας φοβέριζε όλους, και τη φαμίλια σου, επειδή τον
είχε κόψει το γάλο, που λες, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα
στενά.. κλειδώθηκε μέσα στην κάμερα, και δεν ήξερε τί να κάνει… Είπε και ὁ
κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήταν κι αυτό, που λες… και πέρασε ἡ φαμίλια σου όλη
την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέρθει εκείνος πού ᾽χε το γάλο
και μας φέρει κα την αστυνομία… ήταν φόβος να μην προσβληθεί κι εμένα το σπίτι
μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή
να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ᾽ άκουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:
― Τώρα… είναι μέσα ἡ φαμίλια μου;
― Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά,
και το φως κατεβασμένο, για τον φόβο των Ιουδαίων. Κοίταξε μη σε νιώσει από
πουθενά εκείνος ὁ σκιάς*, ὁ κουνιάδος σου, πάλε…
― Είναι μέσα;
―Ή μέσα είναι ή όπου να 'ναι έφτασε… να, κάπου ακούω
τη φωνή του.
Ακούστηκε όντως μία φωνή εκεί κοντά, η οποία δεν υποσχόταν
τίποτα καλό για τον νυχτερινό επισκέπτη.
―Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος;
Ποιός ήταν αυτός που μίλησε, άγνωστο. Ίσως να ήταν ο
μαστρο-Δημήτρης, ο γείτονας. Μπορεί να ήταν και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
― Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παραπονέθηκε ωστόσο
ο άνθρωπός μας.
― Τί σου χρειάζεται ὁ μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβε
ἡ Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα, άφησέ τα αυτά! Δουλειά, δουλειά! Η
δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψεις, να μου φέρεις
κι εμένα τα νοίκια μου. Τ᾽ ακούς;
― Τ᾽ ακούω.
― Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη μου τη
φτώχεια, τη θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ακούστηκε από μέσα βραχνό μουρμούρισμα, έπειτα φωνή
μικρού παιδιού είπε:
― Στην υγειά σου, ματο-Πάλο, τεμπελόκυλο, κακὲ
πατέλα. Τόνε φάαμε τὸ λάλο. Να πάλε και συ πέντε, κι άλλα πέντε, δέκα.
Προφανώς ήταν μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε
δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάξει αυτά.
― Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο μου, είπε η
Στρατίνα· το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!
Ακούστηκε κρότος, σαν να σηκώθηκε κάποιος από μέσα,
και να πλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύρα…
― Δρόμο, επανέλαβε μηχανικά ο Παύλος,
συμμορφούμενος έμπρακτα με τη λέξη… δρόμο και δουλειά!
(1896)
Ρητά
«Και από όλους τους καρπούς ο μόνος, ο οποίος δεν χρειάζεται
ούτε καιρό ούτε ώρα για να ωριμάσει, είναι ο σατανικός έρωτας.»
Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
Σημείωση:
Οι πραγματικοί λογοτέχνες, όπως ο Αλ.
Παπαδιαμάντης, πιστεύω πως δεν χρειάζονται γλωσσική "μάσκα"
(εννοώ την καθαρεύουσα) για να αποστασιοποιηθούν από τα καθημερινά γεγονότα, και
επομένως να δουν καθαρότερα, εφόσον η ψυχή τους παραμένει λαϊκή. Μεταφέροντας
στη δημοτική γλώσσα αυτό το διήγημα και εκφράζοντας έτσι, με πιο γνήσιο τρόπο
τη λαϊκή ψυχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη θεωρώ πως δίνω ένα παράδειγμα
"αποκατάστασης της αλήθειας" σε ότι αφορά την προσφορά ενός
καλού ανθρώπου στην ελληνική λογοτεχνία και κοινωνία.
Γιώργος Χατζηαποστόλου