Ανιχνεύοντας τις ιστορικές καταβολές της ψυχοκοινωνιολογίας, από τη σωκρατική εποχή, δηλαδή τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και περνώντας από το Χομπς, ως τον Μιλλ και τον Μαρξ. Ο Μαρξ απέδωσε στον Φόυερμπαχ τη μομφή πως θεωρούσε τον άνθρωπο ως ένα απομονωμένο και αφηρημένο άτομο, ενώ αυτό ανήκε σε μια δεδομένη μορφή κοινωνίας. Έτσι, μέσα από τον διαλογισμό και την παρατήρηση των κοινωνικών προβλημάτων, φτάσαμε στη οξεία διένεξη μεταξύ του August Comte στα Μαθήματα θετικής κοινωνιολογίας και του G. Tarde σχετικά με την άρνηση ή την ισχύ κάθε επιστημονικότητας στην ψυχολογία, που συνεχίζεται έως τις ημέρες μας. Ανάμεσα σε αυτά τα αντιφατικά ρεύματα εμφανίζεται στις Ενωμένες Πολιτείες η σκέψη πρωτοπόρων φιλοσόφων και παιδαγωγών μιας γενετικής ψυχοκοινωνιολογίας, όπως οι I. M. Baldwin, J. Dewey και κυρίως G. H. Mead. (σ.σ. 17-18, 26, 28) Στα μέσα του 20ού αιώνα (1950) στις Ενωμένες Πολιτείες δημοσιεύονται από τους Sherif και Newcomb τα αποτελέσματα ενός συνεδρίου με τίτλο: Social Psychology at the crossroad, όπου σημειώνεται πως οι δύο αντιθετικές προσπάθειες αναγωγισμού είναι ανάγκη να αντικατασταθούν από δύο πεδία έρευνας:
- "το πεδίο των προϊόντων της κοινωνικής ζωής και
- το πεδίο των ατόμων - υποκειμένων και αυτουργών της κοινωνικής ζωής". (σ. 30)
Ξεκινώντας από την ίδια την ονομασία κοινωνική ψυχολογία, διαπιστώνουμε ότι η ψυχοκοινωνιολογία εντοπίζεται στην περιοχή γύρω από το όριο ανάμεσα στην ψυχολογία και την κοινωνιολογία. (σ. 18)
Οι μεμονωμένες μελέτες που αφορούν είτε κοινωνικά είτε ψυχολογικά φαινόμενα μπορούν να ερμηνεύσουν έως ένα όριο τις αντίστοιχες συμπεριφορές. Έτσι, για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τέσσερις περιπτώσεις:
1. Το κοινωνικό φαινόμενο των εγκλημάτων και των αυτοκτονιών, όπου ο Ντυρκέιμ ανακάλυψε και ψυχολογικούς μηχανισμούς που διαμορφώνουν το φαινόμενο.
2. Μπορούμε να μετρήσουμε τους βαθμούς αντίληψης, συναισθηματικότητας μνήμης και άλλες ψυχολογικές λειτουργίες της καθημερινής ζωής, συνυπολογίζοντας όμως απαραιτήτως την επίδραση των κοινωνικών πλαισίων και μοντέλων. (σ. 20)
3. Οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους καθορίζονται πέρα από τη σχέση μεταξύ των υποκειμένων και από την επίδραση κοινωνικών δομών, εθίμων ή συλλογικών προτύπων που διαμορφώνουν εξάρτηση και ανταγωνισμό ανάμεσα στα πρόσωπα. Επομένως, ο ιδιαίτερος τομέας της ψυχοκοινωνιολογίας χαρακτηρίζεται από την αλληλεπίδραση:
α) ψυχολογικών και κοινωνικών διεργασιών που αφορούν συγκεκριμένες συμπεριφορές, β) προσώπων και ομάδων στον χώρο της καθημερινής ζωής και γ) αντικειμενικής και υποκειμενικής (βιωμένης) προσέγγισης του νοήματος όπως το αντιλαμβάνονται τα δρώντα αντικείμενα. (σ.σ. 21-22)
4. Οι όροι κοινωνική ψυχολογία και ψυχοκοινωνιολογία χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν από τη μία τη θεμελιώδη έρευνα και από την άλλη τις κοινωνικές πρακτικές παρέμβασης στις ανθρώπινες σχέσεις. Κάτι τέτοιο δεν σκοπεύει αναγκαστικά να καταστήσει την ψυχοκοινωνιολογία είτε "μια ψυχολογία για κοινωνιολόγο είτε μια κοινωνιολογία για ψυχολόγο. (σ.σ. 23-24)
Οι διαρκείς αντιπαραθέσεις μεταξύ των φιλοσόφων, των κοινωνιολόγων και των ψυχολόγων καταλήγουν σε ορισμένα συμπεράσματα.
1. Στην ψυχοκοινωνιολογία διακρίνονται "πολλά επίπεδα ανάλυσης (προσέγγισης) των κοινωνικών συμπεριφορών, όπως:
- της ατομικής κοινωνικής συμπεριφοράς '
- των διαπροσωπικών σχέσεων '
των ομαδικών συμπεριφορών και των συλλογικών διεργασιών." (σ. 31)
2. Προκύπτει ότι παρά τη βαρύτητα των κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων η ψυχοκοινωνιολογία είναι ψυχολογία και "ο ψυχισμός πάντα παρεμβάλλεται ως ενδιάμεση μεταβλητή ανάμεσα στους αντικειμενικούς προσδιορισμούς και τη συμπεριφορά των υποκειμένων. (σ. 31)
3. "Η ψυχοκοινωνιολογία προσφέρει μια τριαδική ανάγνωση των γεγονότων και των σχέσεων του τύπου:
Το αντικείμενο μπορεί να είναι φυσικό ή κοινωνικό, αληθινό ή φανταστικό" (σ. 32)
Η ψυχοκοινωνιολογία (κοινωνική ψυχολογία) διατηρεί σχέσεις τόσο με τον ευρύτερο κλάδο της κοινωνιολογία (την εθνολογία) όσο και "με τις δύο ψυχολογικές προσεγγίσεις που είναι η ψυχανάλυση και η φαινομενολογία" (σ. 33)
Η ψυχοκοινωνιολογία έχει σχέσεις με την εθνολογία, την ψυχανάλυση την φαινομενολογία ενώ χαρακτηρίζεται από ορισμένες κοινωνικές πρακτικές και παρέμβαση.
Η εθνολογία προσφέρει στην ψυχοκοινωνιολογία τεκμήρια και δεδομένα, ενώ η ψυχοκοινωνιολογία της προτείνει λειτουργικές έννοιες και ολοένα και αυστηρότερες μεθόδους τόσο κλινικής όσο και πειραματικής διερεύνησης.
Η Εθνολογική πληροφορία έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή προοπτικής στην ψυχολογία. Στη συγκριτική διαπολιτισμική μέθοδο, σε αντίθεση με τον σταθερό κοινωνικό κανόνα που αφορά μια μόνο κοινωνία, κρατάμε σταθερές τις ατομικές παραλλαγές, αλλά μεταβάλλουμε τους κοινωνικούς κανόνες, ενώ οι παραλλαγές δεν θεωρούνται πλέον παρεκκλήσεις και μέχρι και οι ακραίες περιπτώσεις παραμένουν σταθερές. (σ. 34)
Η ψυχοκοινωνιολογία μπορεί να επηρεαστεί από ένα είδος πολιτισμικής ή ομαδικής ψυχανάλυσης, όπου η ταύτιση με κάποιο κοινωνικό πρότυπο και οι κοινωνικές δομές γενικά, απλώς θεωρούνται προβολή επιθυμιών και αμυνών. Η ψυχανάλυση που ξεκίνησε με τον Φρόυντ ως μια νατουραλιστική αντίληψη των ενστίκτων του εγώ τείνει να καταστεί μια «διαψυχολογία» ή μια «διαπροσωπολογία» κατά τον D. Lagache, δηλαδή μια προβληματική των σχέσεων του ανθρώπινου υποκειμένου με τους άλλους και τον εαυτό του. (σ. 36)
Η ψυχοκοινωνιολογία μπορεί να καθοριστεί πέρα από τους κοινωνικούς της καθορισμούς και τα ψυχολογικά της ελατήρια και από την φαινομενολογία της, δηλαδή, από τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται στον παρατηρητή. Η φαινομενολογική προσέγγιση διαχωρίζεται τόσο από τον φιλοσοφικό υποκειμενισμό όσο και από τον επιστημονικό αντικειμενισμό. Ως προς τον πρώτο, αρνείται ότι το βίωμα των συναισθημάτων προσφέρεται άμεσα και διαισθητικά στη συνείδηση. Ως προς τον δεύτερο, η φαινομενολογία αρνείται ότι μπορεί να εξαντλήσει το σύνολο των συμπεριφορών και κυρίως ότι μπορεί να επιτρέψει την πρόσβαση σε ότι αυθεντικό υπάρχει σε αυτές. Μέχρι τώρα δεν έχει καθοριστεί αν και σε ποιό βαθμό μπορούν να συνδυαστούν οι οπτικές της επιστημονικής διερεύνησης και της φαινομενολογίας. (σ.σ. 38-39)
Η ψυχοκοινωνιολογία έδειξε αυξημένο ενδιαφέρον και για τις ομάδες, τις οργανώσεις, τα κοινωνικά κινήματα, όπου εδράζονται τυπικοί και άτυποι κανόνες και κοινωνικές πρακτικές, όπου συνυπάρχουν το τετριμμένο και το φαντασιακό και υπάρχει ανάγκη να αντιμετωπιστούν μερικά προβλήματα σχέσεων ή/και εξέλιξης των δομών. Ο όρος «παρέμβαση» περιλαμβάνει πολλές, συχνά, καινοτόμες διαδικασίες, που μπορεί να κυμαίνονται από την απλή εμψύχωση ομάδων εργασίας έως τη σύλληψη προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, ή ακόμη και τη γνωμοδότηση όταν χρειάζεται κάποια αλλαγή. (σ. 40)
Σε ότι αφορά το νόημα και τον τρόπο της παρέμβασης, ο ψυχοκοινωνιολόγος όπως ο οικονομολόγος ή ο υπεύθυνος σχεδιασμού, μπορεί να «τοποθετηθεί», να θελήσει να ικανοποιήσει ένα αίτημα της διεύθυνσης ή των συνδικάτων, ακόμη και να ακολουθήσει ένα ρεύμα γνώμης ' κάτι που δικαιούται να κάνει με όποιο τρόπο θέλει. Σύμφωνα με αυτή την επιλογή μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τάσεις που θα ονομάσουμε: ορθοπεδική, δημιουργική και μαιευτική.
Η τάση ορθοπεδικού τύπου κυριαρχείται από θέληση προσαρμοστική και επανορθωτική. Πριμοδοτεί τον κοινωνικό έλεγχο και τον αυτο-έλεγχο, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, που η αλλαγή επιβάλλεται εξωτερικά, επιδιώκει να ενδυναμώσει τις πιέσεις ή να μειώσει τις αντιστάσεις.
Η δημιουργική τάση είναι φιλόδοξη και περιπετειώδης. Προτιμά να εκδηλώνεται σε περιόδους ανισορροπίας, πριμοδοτεί το συναίσθημα και όλα όσα αντιτίθενται στις καθεστηκυία τάξη και στις τεχνικές δομές, τονίζοντας τον αυθορμητισμό και τις κριτικές ή δημιουργικές μεθόδους, όπου περιλαμβάνονται ο αυτοσχεδιασμός και η έμπνευση, χωρίς, όμως, να αποκλείεται κάθε μορφή στρατηγικής.
Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά για την τάση που ονομάσαμε, δοκιμαστικά, μαιευτική. Γι' αυτήν η παρέμβαση περιλαμβάνει την διευκόλυνση της υπερ-ρύθμισης ή την ανάπτυξη των προσώπων και των ομάδων που ενδιαφέρονται να αντιμετωπίσουν εντάσεις, διλήμματα και άλλες συγκρούσεις ανάμεσα σε επιθυμίες και άμυνες, από τη μια πλευρά και των πιθανών επιλύσεών τους, από την άλλη. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ο ψυχοκοινωνιολόγος, ο θεραπευτής ή ο κοινωνικός λειτουργός, ως φορέας παρέμβασης, αντιλαμβάνεται τον εαυτό τους περισσότερο ως κλινικό ψυχολόγο ή σύμβουλο και λιγότερο ως καθαυτό τεχνικό. Επειδή, παράλληλα, είναι δύσπιστος με κάθε συστηματική προσέγγιση, αλλά και με την εγκυρότητα της έμπνευσης, προτιμάει να προσαρμόσει τις ενέργειές του στην ιδιαιτερότητα των περιπτώσεων, αλλά και των πιθανών τρόπων εξέλιξής τους. (σ.σ. 340-342)
Πριν ασχοληθούμε με την ψυχοκοινωνιολογία καθαυτή, καλό θα ήταν να αναφέρουμε τα προβλήματα που μοιράζεται με παραπλήσιες επιστήμες και αυτά αφορούν τις αντιστάσεις του κοινού νου και τη συχνή χαλαρότητα των εννοιών. (σ.σ. 41, 45)
Πηγή: Jean Maisonneuve, Εισαγωγή στην ψυχοκοινωνιολογία, μτφρ. Νικόλας Χρηστάκης, Εκδ. Γιώργος Δαρδανός 2001, σ.σ. 364.
(η ανάγνωση συνεχίζεται)