Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Η μουσική των χαρακτήρων


(Αποσπάσματα από το βιβλίο: Θεόφραστος, Χαρακτήρες

Προοίμιο

Πολλές φορές στο παρελθόν μου προξένησε εντύπωση και απόρησα, και ίσως δεν θα σταματήσω να απορώ, για ποιο λόγο, ενώ η Ελλάδα έχει παντού τον ίδιο αέρα και όλοι οι Έλληνες εκπαιδεύονται με τον ίδιο τρόπο, συμβαίνει να μην έχουμε όλοι τον ίδιο χαρακτήρα. Εγώ λοιπόν, Πολυκλή, επειδή εδώ και καιρό έχω μελετήσει την ανθρώπινη φύση και έχω ζήσει και ενενήντα εννιά χρόνια, ακόμα δε έχω συναναστραφεί με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες και έχω παρατηρήσει με ακρίβεια πολλούς καλούς και κακούς ανθρώπους, θεώρησα ότι έπρεπε να γράψω για τη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι μεν και οι δε στη ζωή τους. 
Θα σου εκθέσω δε χωριστά τις κατηγορίες όπου ανήκουν αυτοί οι χαρακτήρες όπως και τον τρόπο με τον οποίο διεκπεραιώνουν την καθημερινότητά τους. Γιατί πιστεύω, Πολυκλή, ότι τα παιδιά μας θα γίνουν καλύτερα, αν τους έχουμε αφήσει τέτοια συγγράμματα, που, αν τα χρησιμοποιήσουν ως υποδείγματα, θα προτιμούν να συναναστρέφονται αξιοπρεπείς ανθρώπους, για να μη γίνουν κατώτεροί τους.
Θα έρθω αμέσως στο θέμα μου και δική σου δουλειά είναι να το παρακολουθείς προσεχτικά και να δεις αν μιλάω σωστά. Θα ξεκινήσω αρχικά με όσους ασκούν με ζήλο την υποκρισία, αφήνοντας κατά μέρος τα προοίμια και τη φλυαρία γύρω από το ζήτημα. Θα αρχίσω λοιπόν από τον ορισμό της ειρωνείας και κατόπιν με τον εξής τρόπο θα περιγράψω τον είρωνα, τι σόι άνθρωπος είναι και σε τι είδους χαρακτήρα κατατάσσεται. Και όσον αφορά τους υπόλοιπους χαρακτήρες, όπως υποσχέθηκα θα προσπαθήσω να τους αποκαλύψω. 

"Ο Υποκριτής" (Είρωνας, κατά τον Θεόφραστο)
Η υποκρισία σε γενικές γραμμές μπορεί να οριστεί ως η προσποιητή [προσωπική μας] μείωση με πράξεις και λόγια, ο δε υποκριτής είναι τέτοιας λογής άνθρωπος που, όταν πλησιάζει τους εχθρούς του, δεν αφήνει να φανεί το μίσος του επαινώντας αυτούς που είναι μπροστά του και τους έχει κατηγορήσει στα κρυφά και, αν έχουν χάσει κάποια δίκη, παριστάνει ότι λυπάται μαζί τους. Φαίνεται ακόμα να συγχωρεί και όλους εκείνους που τον κατηγορούν και να μη θυμώνει μαζί τους γι αυτά που λένε σε βάρος του, και όσους έχει αδικήσει και έρχονται να του παραπονεθούν τους αντιμετωπίζει με πραότητα, σε όσους δε ζητούν να τον συναντήσουν τους λέει να επιστρέψουν αργότερα. Για τις υποθέσεις που χειρίζεται δεν αποκαλύπτει το παραμικρό, παρά μόνο ισχυρίζεται πως το σκέφτεται ή ότι μόλις πριν από λίγο επέστρεψε ή ότι έφτασε αργά ή ακόμα το ότι είναι άρρωστος. Σε όσους του ζητούν δανεικά ή κάποιον έρανο ισχυρίζεται ότι δεν πάνε καλά οι δουλειές ενώ αντίθετα πάνε μια χαρά, όταν πάλι πάνε άσχημα εκείνος λέει ότι όλα πάνε καλά. Αν άκουσε κάτι, παριστάνει ότι δεν το άκουσε, αν είδε, ότι δεν το είδε, εάν δε έκλεισε μια συμφωνία προσποιείται ότι δεν τη θυμάται. Άλλα ζητήματα ισχυρίζεται ότι θα τα σκεφτεί, άλλα κάνει ότι δεν τα γνωρίζει, για άλλα ότι απορεί ή ότι και αυτός είχε κάνει παρόμοιες σκέψεις. Γενικά, είναι ικανός να μιλάει με φράσεις όπως: δεν πιστεύω, δεν νομίζω, μένω έκθαμβος, και φαίνεται ότι άλλαξες πολύ, κι όμως εμένα αλλιώς μου τα είπε, μου φαίνεται παράδοξο, αυτά να τα πεις σε κανέναν άλλον, δεν ξέρω αν πρέπει να μη σε πιστέψω ή να τον καταδικάσω,  πρόσεχε και μην πιστεύεις εύκολα.
Αυτά τα μπερδεμένα λόγια και τις αντιλογίες είναι πιθανό να ακούσει κανείς από έναν υποκριτή. Από αυτούς λοιπόν τους κάθε άλλο παρά απλούς, αλλά πονηρούς χαρακτήρες πρέπει να προφυλάσσεται κανείς περισσότερο κι από τις οχιές.

"Ο φιλάρεσκος" (Άρεσκος, κατά τον Θεόφραστο)
Η αρέσκεια είναι, αν κάποιος θέλει να την ορίσει, συνάντηση που μπορεί να προξενήσει ευχαρίστηση αλλά όχι με ειλικρίνεια. Δες λοιπόν τι είδους άνθρωπος είναι ο φιλάρεσκος. Όταν δει από μακριά ένα πρόσωπο, το χαιρετάει με το όνομά του, το εγκωμιάζει, του κάνει αρκετές φιλοφρονήσεις, το κρατάει με τα δύο χέρια χωρίς να το αφήνει και, αφού το συνοδεύσει λίγο και το ρωτήσει πότε θα το ξαναδεί, το αφήνει τέλος επαινώντας το ακόμη μια φορά. Όταν προσκληθεί ως διαιτητής προσπαθεί να αρέσει όχι μόνο σ' εκείνον που αντιπροσωπεύει αλλά και στον αντίδικο, για να φανεί αμερόληπτος '  στους ξένους λέει ότι έχουν περισσότερο δίκαιο από τους συμπολίτες του '  όταν προσκληθεί σε δείπνο, παρακαλεί τον οικοδεσπότη να καλέσει τα παιδιά του και όταν εισέλθουν λέει ότι είναι ολόιδια με τον πατέρα τους (μοιάζουν σαν σύκο με σύκο) '  αφού, δε τα τραβήξει κοντά του, τα φιλάει και τα τοποθετεί στο πλάι του και με άλλα μεν συμπαίζει λέγοντας ασκός ή πέλεκυς (μάλλον, μια παραλλαγή του σημερινού παιχνιδιού: πέτρα, ψαλίδι, χαρτί)  αλλά δεν τα αφήνει να κοιμηθούν πάνω στην κοιλιά του, αν και πιέζεται.

"Ο ανάγωγος"
Η κακή αγωγή, αν κανείς προσπαθούσε να την ορίσει, είναι αυτή που προκαλεί λύπη δίχως να κάνει ζημιά, και ο ανάγωγος είναι κάποιος που μπαίνει στο σπίτι κάποιου ο οποίος μόλις έπεσε να κοιμηθεί και τον ξυπνά για να του μιλήσει. Καθυστερεί ανθρώπους που ετοιμάζονται να φύγουν με πλοίο. Σε αυτούς που έρχονται για να τον συναντήσουν τους λέει να περιμένουν έως ότου επιστρέψει από τον περίπατό του. Παίρνει το παιδί από τα χέρια της τροφού και το ταϊζει εκείνος αφού πρώτα μασήσει την τροφή του ο ίδιος και του μιλά χαϊδευτικά αποκαλώντας το πονηρούλικο του πατέρα σου. Την ώρα που τρώει εξομολογείται πως έλαβε καθαρτικό που τον ανακούφισε και από πάνω και από κάτω και ότι η χολή στα περιττώματά του ήταν πιο μαύρη από τη σούπα που είναι σερβιρισμένη στο τραπέζι. Είναι ικανός ακόμα μπροστά στους δούλους να ρωτήσει τη μητέρα του: πες μου μητέρα, ποια μέρα κοιλοπονούσες και με γέννησες; Και συνεχίζει δίνοντας ο ίδιος την απάντηση, λέγοντας ότι είναι χαρά μαζί και πόνος και πως με αυτά τα δύο γεννιέται ο άνθρωπος.
Ισχυρίζεται ότι το σπίτι του διαθέτει στέρνα με κρύο νερό και κήπο με πολλά τρυφερά λαχανικά και μάγειρα που φτιάχνει εξαιρετικά φαγητά, ότι το σπίτι του μοιάζει με πανδοχείο, μια και πάντα είναι γεμάτο κόσμο, και ότι οι φίλοι του μοιάζουν με τρυπημένο πιθάρι, μια κι όσο κι αν τους ταϊσει δεν μπορεί να τους χορτάσει. Όταν έχει κάποιο φιλοξενούμενο του επαινεί τον παράσιτό του (κάτι σαν τον μεσαιωνικό γελωτοποιό) και όταν προτρέπει τους καλεσμένους του να πιούν, τους ανακοινώνει ότι όλα έχουν ρυθμιστεί έτσι ώστε να ευχαριστηθούν και ότι ο δούλος του, αν τον διατάξουν, θα τρέξει αμέσως να φέρει μιαν αυλητρίδα από τον προαγωγό, ώστε όλοι μας να την ακούσουμε να παίζει τον αυλό και να ευφρανθούμε. 

Ο αλαζόνας
Η αλαζονεία είναι το να καταφρονεί κανείς τους πάντες εκτός του εαυτού του, και ο αλαζόνας είναι ο άνθρωπος αυτός που λέει προς εκείνον που επείγεται να του μιλήσει ότι θα τον δεχτεί μετά το δείπνο, την ώρα του περιπάτου. Αν κάνει κάποια ευεργεσία, τη θυμάται πάντα. Σε όσους τον διόρισαν διαιτητή τους ανακοινώνει στο δρόμο την απόφασή του. Αν χειροτονηθεί άρχοντας, δεν αποδέχεται το αξίωμα με τον ισχυρισμό ότι δεν έχει χρόνο στη διάθεσή του. Δεν καταδέχεται να επισκεφτεί ο ίδιος κανέναν πρώτος. Είναι ικανός να ζητήσει από αυτούς που προσπαθούν να του πουλήσουν ή να του νοικιάσουν κάτι να έρθουν στο σπίτι του τα ξημερώματα. Στον δρόμο καθώς περπατά δεν μιλά σε κανέναν, παρά προχωρά με το κεφάλι προς τα κάτω ή προς τα επάνω, ανάλογα με τα κέφια του. Όταν προσκαλεί τους φίλους του σε τραπέζι, ο ίδιος δεν τρώει μαζί τους, παρά αναθέτει σε κάποιον από τους υπηρέτες του τη φροντίδα τους. Δεν επισκέπτεται κανέναν προτού στείλει κάποιον να τον προαναγγείλει. Δεν επιτρέπει σε κανέναν να μπει στο σπίτι του όταν αλείφει τα μαλλιά του με λάδι ούτε όταν λούζεται ή όταν τρώει. Όταν συναλλάσσεται με λογαριασμούς με κάποιον, διατάζει τον δούλο του να μετρήσει τις ψηφίδες και, αφού τις αθροίσει, να τις καταχωρίσει σε λογαριασμό. Όταν στέλνει επιστολές, αποφεύγει να γράφει: θα σου ήμουν υπόχρεος, αλλά θέλω να γίνει αυτό και ακόμα:
σου στέλνω κάποιον για να του δώσεις και να μου φέρει και θα γίνει όπως το λέω και να το κάνεις το γρηγορότερο. 

Σύντομο σχόλιο
Σήμερα, οι συνάνθρωποι, παρότι μοιάζουν αρκετά με τους χαρακτήρες των αρχαίων προγόνων μας φαίνεται περισσότερο να διαμορφώνονται από καταστάσεις παρά να τις ορίζουν οι ίδιοι. Δεν είναι πολίτες της πόλης αλλά υπήκοοι του κράτους όπου η πόλη ανήκει. Οι ανθρώπινες σχέσεις όλο και περισσότερο τείνουν να ομογενοποιηθούν, να απλουστευθούν, να εμπορευματοποιηθούν για να αυξηθεί η ταχύτητα ανταλλαγής τους. Οι χαρακτήρες "στρογγυλεύουν", "μαλακώνουν", σε βαθμό που να μην χαράζουν πια, αλλά να μουτζουρώνουν σαν τη γραμμή της παλιάς γομολάστιχας που αφήνει σημάδια χωρίς να μπορεί να σβήσει ίχνη. Το πρόσωπο χάνεται και τον κύριο ρόλο στις συναλλαγές αναλαμβάνει η μάσκα, το προφίλ, η εξ αποστάσεως επικοινωνία. Τη μουσική (λόγο) των προσώπων σύντομα θα αντικαταστήσει μια ακολουθία ασυνάρτητων μουσικών φράσεων και το χειρότερο είναι πως μάλλον θα βρεθεί κάποιος τρόπος για να γίνουν "κατανοητές". 


Γιώργος Χ.

Πηγές:
Θεόφραστος, Χαρακτήρες  Μετάφραση: Εμμανουήλ Δαυίδ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας (1940)
Θεόφραστος, Χαρακτήρες Μετάφραση: Ιβάνα Ζάζα, Εκδόσεις Το Ποντίκι (2009)