Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Η ισομέρεια του λευκού και του μαύρου



Η τακτική να διαχωρίζουμε τον άνθρωπο από το έργο του δεν κατάφερε μέχρι σήμερα να μου γίνει συνήθεια. Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον και ως ιδιοφυία είναι το κέντρο της υλικής ύπαρξης, ο κορμός. Τα όργανα: τα χέρια, τα πόδια και ιδίως το κεφάλι, περιτριγυρίζουν το σώμα και αναζητούν τα σημεία που ταιριάζουν να τοποθετηθούν, ώστε να μπορέσει το σώμα, χρησιμοποιώντας τα, να "δικαιολογήσει" και ίσως να δικαιώσει τον λόγο της ύπαρξής του. Όσο κι αν φαίνεται να υπάρχει μια κοινή παραδοχή, η επαγγελματική καταξίωση δεν μπορεί να χαρίσει "αρτιμέλεια" σε έναν απάνθρωπο άνθρωπο.
Κατά τον Γκόφμαν στην εποχή μας ο άνθρωπος "βάζει τα δυνατά του" ή προσπαθεί "να δείχνει τον καλύτερό του εαυτό" στην κοινωνία, παραδεχόμενος με την "εις άτοπον απαγωγή" πως καλύπτει έναν χειρότερο εαυτό, που κρύβει λόγω της ανεφάρμοστης αδυναμίας του να αγαπά τον κόσμο της άκρατης ανταγωνιστικότητας όπου ζούμε.
Η "ισημερία" της άνοιξης: ίση μέρα και ίση νύχτα, μία από τις δύο ισημερίες κάθε χρόνου, όπου επέρχεται ισορροπία ανάμεσα στις συντεταγμένες του κόσμου, δείχνει αληθινά δίκαιη. Δεν έχει νόημα να αναζητούμε αν το "ποτήρι" είναι μισο-άδειο ή μισο-γεμάτο ' το ζήτημα είναι να περιέχει έστω και λίγο πόσιμο νερό ή λίγο ανόθευτο δηλητήριο' η παρουσία του βουρκόνερου ή του αραιωμένου δηλητηρίου που δεν είναι αρκετό να ξεδιψάσει ή να σκοτώσει, αντίστοιχα, τον άνθρωπο ή το ζώο που το πίνει ή το φυτό  ή το απορροφά, είναι μορφές ύπαρξης πρόστυχες, ανήθικες και ταπεινές.
Όποιος δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει τον διάλογο με τους άλλους και τη φύση για να πείσει ή για να επικοινωνήσει, και χρησιμοιεί τη γροθιά για να ικανοποιήσει "το δίκαιο της πυγμής του" είναι "κατ' αρχήν" νικημένος και μάλλιστα "από χέρι" κατά την λαϊκή έκφραση. 
Η επαγγελματική μας ενασχόληση όταν δεν ικανοποιεί τις πνευματικές μας ανάγκες, μας βοηθάει περισσότερο να επιβιώνουμε, ελάχιστα να ζούμε συνειδητά και καθόλου να υπάρχουμε ενσυνείδητα.
Όποιος αδυνατεί λόγω ηλικίας, ή κατάστασης υγείας να επιστρέψει, έστω και για λίγο στη γενέθλια γη του ή εμποδίζεται από αντικειμενικές συνθήκες (πόλεμο, οικονομική ανέχεια) να γυρίσει πίσω κυριολεκτικά ή μεταφορικά στις πνευματικές του καταβολές (αρχές, αξίες, πεποιθήσεις), δυσκολεύεται υπερβολικά να τοποθετηθεί ως άτομο στην ισομέρεια ζωής-θανάτου ή ψυχής-αθανασίας.
Ως όχημα αναφοράς στις ρίζες μας, η μετά την αρχαιότητα ποίηση, απομακρύνθηκε από την πρακτική και εφαρμοσμένη της έννοια, έχει υποστεί μια άκρατη θεωρητικοποίηση σε βαθμό που να αποδίδεται πλέον σε ελαφροϊσκιωτους, αιθαιροβάμονες, αλλοπαρμένους και κατά βάση ημιμαθείς που μιλούν για να μιλήσουν και, έτσι, να αποφύγουν να πράξουν. Στην ελληνική αρχαιότητα η ποίηση ισούται με την πράξη, οι γλύπτες υπέγραφαν τα έργα τους με δύο λέξεις: "όνομα" και "εποίησε", ενώ όσοι απέδιδαν στους θεούς αφιερώματα χάρασαν επάνω τους λίγες λέξεις: 'όνομα", Θεό και σκοπό του αφιερώματος.
Τώρα μαθαίνουμε από τα ειδησεογραφικά μέσα, ποιός έκανε τι, συνήθως κάτι κακό (καταστροφή, φόνο) και αμέσως μετά ακολουθεί τι είπαν οι υπεύθυνοι που καλούνται να δρομολογήσουν ή να αποδώσουν τη δικαιοσύνη για το κακούργημα που διαπράχθηκε. Τις δηλώσεις ακολουθούν σχόλια, τα σχόλια νέες δηλώσεις και η φλυαρία συνεχίζεται για τρεις έως τέσσερις ημέρες, ανάλογα με το μέγεθος του "θαύματος" ακολουθώντας πάλι τη λαϊκή ρύση: "κάθε θαύμα τρεις ημέρες και το μεγάλο τέσσερις". Στην κοινωνική πραγματικότητα η ισομέρεια καλού και κακού είναι σχεδόν πάντα ανέφικτη.
Στον καιρό μας πάσχουμε από απουσία πράξης, δηλαδή έλλειψη ποίησης, δηλαδή ισορροπίας, δηλαδή ισημερίας.

Γιώργος Χατζηαποστόλου