Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Γιατί γράφω;

«Νομίζω πως γράφω για να μ’ αγαπούν»

«..Δεν πιστεύω ότι το γράψιμο μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Το να είναι κανείς ποιητής δεν προϋποθέτει ούτε εξασφαλίζει την ηθική του ακεραιότητα. Αυτό ίσως όμως που μπορεί να καλλιεργήσει η ποιητική γραφή είναι η ευαισθησία με την έννοια ότι οι ποιητές είναι συνήθως ανοιχτοί στους ψίθυρους του άυλου κόσμου, στο αφανέρωτο και στο Μυστικό, στις κρυφές σιωπές του άλλου Σύμπαντος, εκεί που κατοικούν οι σκιές. Ο ποιητής συλλαμβάνει τις λεπτές αποχρώσεις που δεν μπορεί να δει το συνηθισμένο μάτι, τις συχνότητες των ήχων που δεν μπορεί να αιχμαλωτίσει το μέσο αυτί, γίνεται δίαυλος, είναι το μουσικό όργανο που δονείται από το άπειρο. Δεν ξέρω αν η ποίηση μπορεί να θεραπεύσει τον πόνο ή τελικά τον επιτείνει. Από τη μια ξύνει κανείς την πληγή, η πληγή αιμορραγεί και γράφεις με το αίμα της. Από την άλλη σπάει το απόστημα των καταπιεσμένων συναισθημάτων, αυτά ξεχύνονται ποταμός και αυτό είναι μια διαδικασία απελευθέρωσης. Σε μένα λειτουργεί διπλά, βραχυπρόθεσμα μου εντείνει τον πόνο αλλά μακροπρόθεσμα με λυτρώνει από αυτόν,
Γράφω μόνο για τον εαυτό μου; Θα μου αρκούσε να διάβαζα μόνο εγώ τα γραπτά μου; Νομίζω πως όχι. Νομίζω πως γράφω για να μ’ αγαπούν
».

Της Χλόης Κουτσουμπέλη, απόσπασμα από ένα κείμενό της στο τεύχος 47 του Περιοδικού ΠΑΡΟΔΟΣ που είναι αφιερωμένο στην ίδια.


«Γράφω για να με καταλαβαίνουν ' όσοι θέλουν ' όσοι μπορούν ' όχι, όλοι»

«Πιστεύω ότι το γράψιμο όταν γίνεται με θάρρος, ειλικρίνεια και απλότητα και έχει σκοπό τη δημόσια εξομολόγηση μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Όταν γίνεται με σκοπό να προβάλλουμε τις γνώσεις και τις λεκτικές μας δεξιότητες μας κάνει χειρότερους ανθρώπους, γιατί στα υπόλοιπα ελαττώματά μας, προσθέτει και τη ματαιοδοξία. Στη συνέχεια, υιοθετώ την περιγραφή της Χλόης Κουτσουμπέλη «Αυτό ... όμως που μπορεί να καλλιεργήσει η ποιητική γραφή είναι η ευαισθησία με την έννοια ότι οι ποιητές είναι συνήθως ανοιχτοί στους ψίθυρους του άυλου κόσμου, στο αφανέρωτο και στο Μυστικό, στις κρυφές σιωπές του άλλου Σύμπαντος, εκεί που κατοικούν οι σκιές. Ο ποιητής συλλαμβάνει τις λεπτές αποχρώσεις που δεν μπορεί να δει το συνηθισμένο μάτι, τις συχνότητες των ήχων που δεν μπορεί να αιχμαλωτίσει το μέσο αυτί, γίνεται δίαυλος, είναι το μουσικό όργανο που δονείται από το άπειρο». Στην περίπτωση της δικής μου γραφής, η ποίηση μπορούσε να θεραπεύσει τον πόνο, εκθέτοντας το τραύμα κάτω από τον ήλιο, στο φως και στον αέρα και ταυτόχρονα, μέσα από τον αυτοσαρκασμό και την κοινωνική κριτική επισήμαινε τα «κακώς κείμενα» κατά τη γνώμη μου ' με τον τρόπο αυτό θεωρώ πως εγκαινίαζε τη διαδικασία αποκατάστασής τους. Γράφω, πρώτα, για τον εαυτό μου, αλλά όχι μόνο για τον εαυτό μου. Πάντως, σίγουρα δεν γράφω μόνο για τους άλλους ' σέβομαι τη γνώμη τους αλλά δεν εξαρτάται η επιβίωση της ποιητικής μου παρουσίας από την έγκριση ή την απόρριψή τους. Κάθε τι που γράφω, γεννιέται με τόση προσπάθεια και τέτοιον αγώνα, που κερδίζει τη θέση του αυτοδίκαια και ανεξάρτητα από τη πρόθεση ή την ετικέτα που θα του προσάψουν. Όπως έλεγε μια παλιά μου καθηγήτρια από το Γυμνάσιο, η Μαρία Πετρίδου, παραφράζοντας το ποίημα "Αν" του Κίπλινγκ : «...στο θρίαμβο ή στη συμφορά, παρόμοια κι όμοια να φέρεσαι σ’ αυτούς τους δυό τυραννικούς απατεώνες..». Γράφω για να με γνωρίσουν, δεν αναζητώ την αγάπη από το κοινό ' δεν έχω το δικαίωμα να ζητάω τόσα πολλά. Με αγάπησαν και με ανέχθηκαν πολύ οι γονείς μου, με τον τρόπο του ο καθένας. Ξεκίνησα τη ζωή μου με πλεόνασμα αγάπης και το πρόβλημά μου είναι, πού να τη διαθέσω αποδοτικότερα –με την έννοια της συναισθηματικής επένδυσης- για να αποδώσει το μεγαλύτερο δυνατό καλό. Προσεγγίζω τη συγγραφή περισσότερο από τη θρησκευτική και την ψυχολογική παρά από τη λογοτεχνική πλευρά. Θέλω να ευχαριστήσω όσους και όσες με γνωρίζουν, επειδή δεν είναι μαζί μου τόσο αυστηροί ή αυστηρές, όσο είμαι εγώ με τον εαυτό μου».

Γιώργος Δημητρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: