Εμπνευσμένο από το κείμενο
της Μπεατρίτσε Μαζίνι:
«Το ημερολόγιο
ενός άδειου σπιτιού»
Μονόλογος του σώματος
Πάει καιρός που δεν ακούω,
τίποτα φαίνεται, δεν περιμένω .
με τ’ αυτιά μου τεντωμένα ανακρούω
χίλια μικρά τριξίματα μόνο
και μένω.
Ακούω το θρόισμα των φύλλων στο παράθυρο,
τα βήματα των ποντικών, κρυφά λοξοκοιτώ
κι αισθάνομαι τ’ αγόρια μου να ζωντανεύουν πάλι,
να μπαίνουν με χαμόγελο στον κόρφο κοριτσιών,
σαν ανθισμένος χείμαρρος γιορτής των λουλουδιών,
μορφές που ζωντανεύουν τη μνήμη των γραφών,
με κεφαλαία γράμματα αιώνια χαραγμένη
σε στήλη επιτύμβια καλών ανασκαφών.
Δεν ακούω,
μα αντιλαμβάνομαι τα πάντα .ξύλινους ήχους, γύψινες σιωπές .
στον πάγκο λιανισμένο το όραμα λιμνάζει,
γλυκόσυρτες από το φούρνο μυρωδιές.
Είναι η μνήμη,
που αναπαύεται στην κνήμη,
έγκαυμα νωπό
στης γειτονιάς την κρήνη.
Φαίνεται πως παραζώ με αίμα και μ’ ορμή,
υπόλειμμ’ απ’ τους άλλους άγνωστους επισκέπτες .
που στάθηκαν ή πέρασαν αλλοτριωτικοί
έπαιξαν με χαρά,
κινήθηκαν, νικήθηκαν
και τόσο με ξεγέλασαν.
Λένε πως είμαι ένα δυναμικό, περήφανο ακίνητο,
όλο προοπτικές, ειρμό, καπατσοσύνη, ετεροκίνητο,
ράφι με σκεύη χωρίς μαγειρική λυτρωτική,
σύγχρονα όργανα σε λιτανεία θρησκευτική,
υγρή αποθήκη που αναζητούνε μίτους,
ερμάρι με σπαράγματα και τίτλους,
σώματα με λυγμούς μεγαλοσύνης
κι έπιπλα δίχως ίχνος λησμοσύνης.
Δοχείο εκρού που περιμένει να γεμίσει
για να εκφράσει αισθήματα πολλά
μια μέρα εκρηκτικά αν ξεχειλίσει,
ο λυγερός λαιμός του, τροχιοδεικτικά.
Με το ρολόι στο χέρι πάλευα, το χρόνο να ορίσω,
κλέβοντας απ’ τον κώδωνα, ήχο μεταλλικό,
με σάρκα και με όστρακα, το όνειρο να ντύσω,
να μείνω και να φύγω, παντοτινά εδώ.
Σαν το κενό που όρμησε από σπασμένο τζάμι
στη μαύρη τρύπα του διαστημικού κι ασήμαντου σταθμού,
τη μοναξιά του σκόρπισε στα κράσπεδα του Άδη
και μέσα μου κινήθηκε μια διάθεση χαμού.
Μου φάνηκε πως σύντομα τα πράγματα θα αλλάξουν,
το μέτρο δοκιμάστηκε στο μπλε του ουρανού,
τα σύννεφα άλλη φορά δεν θα με ξεγελάσουν,
πως σχήμα είναι του νερού, μα πάπλωμα μωρού.
Ο κήπος εξατμίστηκε λουσμένος μέσ’ στο φως,
η ζούγκλα έγιν’ έρημος κι η πόλη μου ναός,
τα μάτια μου φωτίστηκαν απ’ της βροχής τη λάμψη
που ’ριξε στα πλακόστρωτα της εργασίας η κάμψη.
Με άνοιξαν και μ’ έκλεισαν μανιώδεις τυμβωρύχοι
ψάχνοντας λες, για μυστικό κι άοσμο θησαυρό,
αφηρημένοι έσυραν επάνω μου τη λήθη
και μ’ άφησαν να αργοζώ, ώσπου να γεννηθώ!
Κρόταλα τρυφερά, πέταλα γυναικεία,
ο ηγεμόνας ντύθηκε στο χρώμα του κενού,
η άνοιξη, το δίλημμα, η γλύκα του φιλιού,
έκραξαν και ψιθύρισαν στη θλίψη του μελιού,
στα ξαφνικά, στα σοβαρά και στα πολύ αστεία.
Το απαλό στα έγκατα με τόλμη κατεβαίνει,
αλλάζει, μοιάζει κι αριθμεί όποιον πρωτοπεθαίνει!
Δυναμικό κι αδύναμο, περνάει χέρι με χέρι
να λιώσει πάλι το σπαθί, να σφίξει τ’ αγιοκέρι.
Τότε ήρθα και συνάντησα μέσ’ στο παχύ σκοτάδι
δυό λόγια, κάτι ψίθυρους και μια βαθιά σιωπή
σημάδια ανερμήνευτα που θέλουν να γελάσουν
με του μυαλού μου τη γνωστή, παλιά, διαρροή.
Αράδιασαν τα επίθετα, φωτίστηκαν τα μάτια,
αχνοπατώντας έφτασα στην πιο γερή κορφή,
αγνάντεψα τα έλατα, πληγώθηκα στα βάτα
κι ατένισα θαμπά, πάλι την οροφή.
Το δίχτυ της ασφάλειας το σπίτι μου τυλίγει,
η καταιγίδα έφερε τη νύχτα πιο κοντά,
ένα κρανίο έσκυψε κάτω από κεραμίδι
και βαρυανάσανα ξανά, πολύ προσεκτικά!
Χαμογελούν οι φίλοι μου, σωπαίνουν οι εχθροί μου
πρόθυμα πρόσωπα παντού, προσμένουν τη φυγή μου,
τα χέρια τους ακούμπησαν στα κάγκελα να νιώσουν
μελένια μάτια, κάρβουνα, στη στάχτη του τζακιού.
Φεβρουάριος 2013
Γιώργος ΔημητρίουΜπεατρίτσε Μαζίνι, Το ημερολόγιο ενός άδειου σπιτιού.(μτφρ. Στεφανία ΦΕΡΡΟ). Κέδρος, Αθήνα 2005.
Η φωτογραφία προέρχεται από τον τόπο Rumi: https://www.facebook.com/mevlana?ref=stream#!/mevlana