Σάββατο 28 Μαρτίου 2015

φάος-φως

Φαέθων
Μια θεατρική παράσταση που επιδιώκει να είναι διαδραστική χωρίς να το δηλώνει.
Λίγα λόγια για τους συντελεστές:
Συγγραφέας: δυναμική καταγραφή της αλήθειας, ήρεμη δύναμη, ελεγχόμενη φλόγα
Σκηνοθέτης: ασφαλής (για τους ηθοποιούς) καθοδήγηση, λιτή «γραφή»
Ηθοποιοί: αμεσότητα, ειλικρίνεια, πάθος, εσωτερικότητα, εξαιρετικός αυτοέλεγχος
Φωτισμός: υποβλητικός, διακριτικός, καίριος, χωρίς ίχνος έπαρσης
Ήχος: λειτουργικό εργαλείο της παράστασης, έδινε ρυθμό στη σκηνοθεσία
Κοστούμια: κατάλληλα, λειτουργούν βοηθητικά για τον θεατή, ώστε να εγκλιματιστεί στην ατμόσφαιρα του έργου.
Οι συντελεστές της παράστασης μοιράστηκαν μαζί μας ένα άρτιο θεατρικό αποτέλεσμα.

Εντοπίζω, ενστικτωδώς, κάποιες «προδιαθέσεις» που, ίσως, να σας διευκολύνουν στην προσέγγιση του έργου και γράφονται με αφορμή τα πρόσωπα (κατά σειρά βαρύτητας).

«Προϋποθέσεις» παρακολούθησης της παράστασης:  
  • καλή γνώση του εαυτού (εμείς - οι θεατές)
  • τόλμη να γίνουμε μάρτυρες στην αποκάλυψη «γνωστών» οικογενειακών  μυστικών (όλα τα πρόσωπα του έργου- εμείς)
  • εγρήγορση στη διαδικασία επίλυσης ψυχολογικών προβλημάτων (γιός, πατέρας, μητέρα)
  • απομυθοποίηση θρησκευτικών πεποιθήσεων (πατέρας)
  • αποκαθήλωση κοινωνικών προτύπων (πατέρας, μητέρα)
  • διαρκής επιδίωξη της ολοκλήρωσης της προσωπικότητας (γιός)
  • ικανοποιητική γνώση των ιστορικών και πολιτισμικών καταβολών (τα πρόσωπα του έργου - εμείς)
  • «φιλική» σχέση με τη σιωπή και «εχθρική» στάση απέναντι στην αποσιώπηση,
  • αναζήτηση του «τόπου» προορισμού της ψυχής (γιός, μητέρα, κόρες - εμείς)
Γενική εικόνα: Βρισκόμαστε στο «θάλαμο» ενός «ασύλου ανιάτων», μιας ομάδας «ασθενών» που αποσύρονται στα δωμάτιά τους για να «υποφέρουν ιδιωτικά» και έρχονται γύρω από το τραπέζι ως «άτομα» παρακινούμενα από συνήθεια ή από υποχρέωση να υπηρετήσουν τους οικογενειακούς ρόλους τους;
Ειδικές διαπιστώσεις:  
Στη συζήτηση που ακολούθησε την παράσταση, ανάμεσα σε συμμετέχοντες στο Πρόγραμμα Επιμόρφωσης: Ακαδημία Πλάτωνος-Η Πολιτεία και ο Πολίτης και στους συντελεστές της -εκτός του συγγραφέα-  ειπώθηκαν σημαντικά πράγματα σχετικά με τον σκοπό και τα μέσα υλοποίησής της. Αν εξέλειπαν και θεατές που επέμεναν να βρουν το ηθικό δίδαγμα της παράστασης, ή άλλοι που θεωρούσαν ως θεατρικό μόνο τον χώρο της σκηνής και όχι αυτό των διαδρόμων ανάμεσα στους θεατές ή και άλλους περιφερειακούς χώρους, τότε τα πράγματα θα ήταν ιδανικά.  
Καθώς γύριζα χθες το βράδυ στο σπίτι περπατώντας, είχα όλο το χρόνο να σκεφτώ ποιό ή ποιά θα μπορούσαν να είναι τα ηθικά διδάγματα. Απέρριψα όλες τις ηθικοπλαστικές απαντήσεις και κατέληξα σε ορισμένα "σκόρπια" συμπεράσματα, όπως:
1) ο πατέρας εξυπηρετεί τη διαστροφή του θεωρώντας ότι ο γιός του δεν είναι άντρας, ενώ η σύζυγος και οι κόρες του δεν είναι γυναίκες. Παραβιάζοντας τον προσωπικό χώρο καθενός από τα μέλη της οικογένειάς του αυταπατάται πως τα "διδάσκει" να "επαληθεύσουν" το φύλο τους.  Ο συγκεκριμένος πατέρας δείχνει να πιστεύει πως τα μέλη της οικογένειάς του είναι σαρκικές προεκτάσεις του εαυτού του που στερούνται ταυτότητας φύλου ή κοινωνικής ταυτότητας. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα τυφλό και κουφό ζώο, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από την όσφρηση, την αφή και τη γεύση.
2) Θεωρώ πως η ψυχική διαστροφή, του πατέρα, δε μπορεί να «στηρίζεται» σε μια αιρετική παραμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας, αγνοώντας την ίδια την ουσία της, που είναι το αγκάλιασμα και η βοήθεια προς τους ανθρώπους. Η θρησκεία, είναι, κατά τη γνώμη μου, το τελευταίο πράγμα που μπορεί(;) και πρέπει να χρησιμοποιήσει κάποιος για να επιβάλλει την όποια ιδιαιτερότητά του στα μέλη της οικογένειάς του και -κατ' επέκταση- στον στενό κοινωνικό του κύκλο. Κι αυτό γιατί θρησκεία δεν είναι μια σειρά κοινών παραδοχών του ιερατείου της εκκλησίας ‘ ούτε ένα σύνολο κανόνων εξωτερικά επιβαλλόμενης λατρείας. Δεν είναι η φράση: «γεννηθήτω το θέλημά σου» η αφετηρία τεκμηρίωσης των ανώμαλων ορέξεων κάθε διεστραμμένου πατέρα-εξουσιαστή, αλλά μια σειρά αυτοπεριορισμών που μας διαχωρίζουν από τα άγρια ζώα.
3) Είμαι βέβαιος ότι, το ρεαλιστικά, ισχυρό φύλο, είναι οι γυναίκες όπως, για παράδειγμα, η μητέρα στο έργο, που βρίσκει τρόπο να αντιδράσει, τελικά, παίρνοντας δύναμη από την αγκαλιά του γιού της αλλά κυρίως εμπνεόμενη από τη συνολική αντίστασή του στον πατριαρχικό αυταρχισμό.
4) Καταλήγοντας, αρνούμαι να δεχθώ κηρύγματα συντηρητισμού, όχι από τους διδάσκοντες ή τις διδάσκουσες που είναι σχεδόν όλοι και όλες προοδευτικοί άνθρωποι, αλλά από συναδέλφους, θεατές, «αγνοημένες μεγαλοφυΐες» που γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και επιμένουν να μου το δείξουν, χωρίς να έχω εκφράσει προηγουμένως καμία αμφιβολία για το ποιό είναι το καλό ή το κακό και, κυρίως, χωρίς να έχω αναζητήσει σωτηρία και μάλιστα από αυτόκλητους σωτήρες. Κανείς από τους θεατές δεν μιλά ανοιχτά έχοντας μια στάση που υπονοεί πως όσα πει πιθανώς να χρησιμοποιηθούν  εναντίον του, σαν να επρόκειτο για «κατηγορούμενο» που πρέπει να φροντίσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του και όχι για κάποιον άνθρωπο ελεύθερο, με ανεξαρτησία της γνώμης του.
5) Έτσι, οι περισσότεροι από τους παρόντες αποφεύγουν να συμμετάσχουν στη συζήτηση κι ας διαφωνούν με κάθε υστερόβουλο θεατή που επιχειρεί να αποδομήσει την παιδευτική συγκρότηση και πρόταση του συγκεκριμένου σύγχρονου ελληνικού θεατρικού έργου. Οι θεατές -παραδοσιακής ηθικής- συναισθάνονται πως το μήνυμα του έργου όχι μόνο δε βρίσκεται σε συμφωνία, αλλά αντίθετα, καταγγέλλει τη σαθρή δομή της πατριαρχικής ελληνικής οικογένειας και την ανοχή της μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας σε κάθε ανήθικο γεγονός και φαινόμενο ' αναρρωτώνται και αγανακτούν μόνο και μόνο γιατί η παράσταση δεν συμβάλλει στη διαιώνισή της ηθικής της απραξίας που κρύβεται κάτω από μια επίφαση γαλήνης και ηρεμίας στον κοινωνικό «βάλτο». 
6) Συνοψίζοντας, πιστεύω πως οι αιτίες της αβουλίας και της απραξίας των Νεοελλήνων ξεκινούν από το ιστορικό μας παρελθόν: είναι μια μακρινή «αντήχηση» δουλοπρέπειας, δηλαδή της καθημερινής πρακτικής στην επώδυνη περίοδο της Τουρκοκρατίας ‘ είναι παιδί της διαρκούς πολιτικής αστάθειας και των πολέμων κατά τη διάρκεια των Νεώτερων χρόνων, οφείλεται στη θεοποίηση του ατομικού συμφέροντος, του "εμείς ποτέ δε χάναμε στην οικογένειά μας" που έγραφε ο Γιάννης Νεγρεπόντης και τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, επαληθεύεται ως πρόσφατο κατάλοιπο της  τρομοκρατίας που άσκησε η Χούντα και δυστυχώς επικαιροποιήθηκε πάλι, στις μέρες μας, με την κρίση που οδηγηθήκαμε να περάσουμε.
Αν δεν έχω προσέξει κάτι άλλο, ή έχω παρερμηνεύσει κάποια πράγματα δε σημαίνει πως δεν υπάρχει στο έργο μια ακόμα πλευρά ενδιαφέρουσα ή και ουσιώδης ‘ απλά δηλώνει πως τώρα, τελευταία, μαθαίνω ανάγνωση της «θεατρικής γραφής».
Γιώργος Δημητρίου Χ.
 Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε και εδώ: http://www.culturenow.gr/34197/faethwn-toy-dhmhtrh-dhmhtriadh-sto-theatro-odoy-kykladwn-leyterhs-vogiatzhs
Η εικόνα είναι ένα δικό μου κολάζ με τίτλο Playing games (2008)

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Αναβαθμός



"ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΝΑ ΑΝΕΒΕΙΤΕ ΜΙΑ ΣΚΑΛΑ
Κανείς δεν θα έχει παραλείψει να παρατηρήσει ότι πολύ συχνά το έδαφος κάνει πτυχές με τέτοιο τρόπο, ώστε ένα μέρος σχηματίζει ορθή γωνία με το επίπεδο του πατώματος και στη συνέχεια, το άλλο μέρος παίρνει μια θέση παράλληλη σ' αυτό το επίπεδο, για να σχηματιστεί μια νέα κάθετος, διαδικασία που επαναλαμβάνεται είτε σε σχήμα ελικοειδές, είτε σε τεθλασμένη γραμμή μέχρι ύψη που ποικίλουν σημαντικά. Σκύβοντας και βάζοντας το αριστερό χέρι σ' ένα απ' τα κάθετα μέρη και το δεξί στο αντίστοιχο οριζόντιο, έχετε για μια στιγμή, στην κατοχή σας, ένα σκαλοπάτι ή αλλιώς σκαλί. Καθένα απ' αυτά τα σκαλοπάτια, που σχηματίζεται όπως είδαμε από δυό μέρη, βρίσκεται λίγο πιο ψηλά και πιο πίσω από το προηγούμενο, αρχή στην οποία βασίζεται η έννοια της σκάλας, αφού οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός θα έδινε σχήματα ίσως πιο ωραία ή πιο γραφικά, αλλά ακατάλληλα για τη μεταφορά από το ισόγειο στον πρώτο όροφο.
Ανεβαίνετε τις σκάλες από μπροστά, μια και από πίσω ή με το πλάι είναι ιδιαίτερα άβολο. Η συνήθης στάση συνίσταται στο να κρατηθείτε όρθιος με τα χέρια να κρέμονται χαλαρά, το κεφάλι όρθιο, όχι εντελώς αλλά τόσο ώστε τα μάτια να είναι ελεύθερα να βλέπουν τα σκαλιά που βρίσκονται πιο πάνω απ' αυτό που πατάτε και να αναπνέετε αργά και κανονικά. Για ν' ανεβείτε μια σκάλα, αρχίζετε σηκώνοντας το μέρος εκείνο του σώματος που βρίσκεται κάτω δεξιά, που σχεδόν πάντοτε είναι τυλιγμένο σε δέρμα ή καστόρι και που, εκτός από αξαιρέσεις, χωράει ακριβώς στο σκαλί. Μόλις ακουμπήσετε στο πρώτο σκαλοπάτι, το μέρος που είπαμε πριν και που, για συντομία, θα ονομάσουμε πόδι, ανασηκώνετε το αντίστοιχο αριστερό μέρος (που επίσης ονομάζεται πόδι, αλλά που δεν πρέπει να συγχέεται με το πόδι που πριν αναφέραμε) και, φέρνοντας το στο ύψος του ποδιού, συνεχίζετε την κίνηση μέχρι να το τοποθετήσετε στο δεύτερο σκαλοπάτι '  έτσι, σ' αυτό θα ξεκουραστεί το πόδι, ενώ στο πρώτο θα ξεκουραστεί το πόδι. (Τα πρώτα σκαλοπάτια παρουσιάζουν πάντα τη μεγαλύτερη δυσκολία μέχρι να αποκτηθεί ο κατάλληλος συγχρονισμός. Η σύμπτωση του ονόματος μεταξύ του ποδιού και του ποδιού κάνει δύσκολη την εξήγηση. Προσέξτε, ιδιαίτερα, να μη σηκώσετε ταυτόχρονα το πόδι και το πόδι).
Αφού φτάσετε μ' αυτόν τον τρόπο στο δεύτερο σκαλοπάτι, είναι αρκετό να επαναλάβετε διαδοχικά τις κινήσεις για να βρεθείτε στο τέλος της σκάλας. Από κει η κάθοδος είναι εύκολη, και γίνεται μ' ένα ελαφρό χτύπημα του τακουνιού που σταθεροποιεί τη σκάλα στο μέρος που βρίσκεται, απ' όπου δεν πρόκειται να κουνηθεί μέχρι την ώρα που θα κατεβείτε."
(Χούλιο Κορτάσαρ, Οι ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα, Μετάφραση: Ελένη Χαρατσή, Εκδ. Ύψιλον, 1996, σ. 22-23)

Τίτλος τραγουδιού: Πρωϊνή γυμναστική - Στίχοι: Γιάννης Νεγρεπόντης - Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης - Δίσκος : Μικροαστικά 1973

Πηγή: https://www.youtube.com/watch?v=87RGw90VbVM

Το παραλήρημα ενός επίδοξου αναρριχητή

- Τι ονομάζουμε "σκάλα;" (ιταλική λέξη)
- Τι είναι η "κλίμακα;" (ελληνική λέξη)
- Σκάλα είναι, όπως και η κλίμακα, μια δομή, κατασκευασμένη από μάρμαρο, γρανίτη, σίδερο, ξύλο και γυαλί -ή συνδυασμούς αυτών των υλικών- και αποτελείται από μια διαδοχική σειρά μικρότερων επιπέδων που ονομάζονται σκαλιά και οδηγούν σε ένα «άλλο» επίπεδο.
- Ποιος είναι ο σκοπός κατασκευής μιας σκάλας;
- Η σκάλα, φαίνεται να κατασκευάστηκε για να επιτρέπει σε ανθρώπους να προσεγγίζουν ανώτερα -υψομετρικά- επίπεδα από αυτό που ήδη βρίσκονται και εκκινούν, δηλαδή, από το ισόγειο ή το υπόγειο. Απώτερος στόχος της κατασκευής μιας σκάλας είναι, ο άνθρωπος, να αγγίξει την αυτοπραγμάτωσή του ή -αν αυτό του φαίνεται κάπως κουραστικό- έστω, μια ιδεοληψία του Θεού. Γι αυτό κτίστηκε ο Πύργος της Βαβέλ .  γι αυτό κατασκευάζονται και οι σύγχρονοι ουρανοξύστες.
- Μπορεί, η σκάλα, να έχει κατασκευαστεί από τη φύση ή από ζώα;   
- Μάλιστα, μπορεί!
- Όταν εκρήγνυται ένα ηφαίστειο, η λάβα χύνεται από τις πλαγιές του βουνού και κυλάει συνεχώς. Επειδή η λάβα ρέει κατά κύματα, μόλις κρυώσει και στερεοποιηθεί, σχηματίζει ωραία, γυαλιστερά, πλατιά «σκαλοπάτια» τόσο μεγάλα και λαμπερά που κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε ποτέ να κατασκευάσει. Θα έχετε παρατηρήσει, τα θαυμάσια γλυπτά της φύσης, σε απόκρημνους βράχους, που οδηγούν στη θάλασσα. Θα μπορούσαμε, ίσως,  να περιμένουμε τη φύση να «δημιουργήσει» και να γλυτώσουμε τον κόπο της κατασκευής μιας σκάλας, αλλά τα ηφαίστεια εκρήγνυνται κάθε διακόσια, πεντακόσια, χίλια ή χιλιάδες χρόνια. Επομένως δε μπορούμε να περιμένουμε τόσο .  δυστυχώς, πρέπει να δραστηριοποιηθούμε μόνοι μας!
Καθόλου, για παράδειγμα, δε θα μπορούσε να με βοηθήσει ένα ηφαίστειο να ανεβώ στον επάνω όροφο της κατοικίας μου όπου βρίσκονται τα υπνοδωμάτια. Αντίθετα, πολύ περισσότερο θα με διευκόλυνε η ζηλοφθονία ενός συγγενούς μου,  όταν με επισκέπτεται απρόσκλητος στο νέο μου σπίτι, και του λέω -ανεβαίνοντας στο επάνω πάτωμα- πως πρέπει να ετοιμαστώ γιατί με περιμένουν, ενώ εκείνος πολύ «χαίρεται» που δεν μένω σε ενοίκιο!
Αλλά και τα ζώα χρησιμοποιούν σχοινένιες σκάλες και, μάλιστα ασκούνται, αξιοποιώντας τα κλαδιά σαν σκαλοπάτια για να ανεβούν σε ψηλότερα σημεία των δέντρων και ν’ αποφύγουν τους εχθρούς ή να συναντήσουν την οικογένεια και τους φίλους τους.
- Είναι, όμως, η ανάβαση μιας σκάλας, η κατάλληλη άσκηση για όλους τους ανθρώπους;
- Θα έλεγα, πως όχι .   είναι, μάλλον, η πρέπουσα δοκιμασία μόνο για τους αποφασισμένους να αναβαθμίσουν τη ζωή τους, για τους φιλόδοξους, τους ανεξάρτητους και τους τολμηρούς.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να σύρεις τα βήματά σου, κάθε πρωί, στα γκρίζα πεζοδρόμια μιας μεγαλούπολης, στις τσιμεντένιες αποβάθρες του Ηλεκτρικού σιδηροδρόμου ή στα γρανιτένια δάπεδα του Μετρό. Τα πόδια σου -και το ένα και το άλλο- «πηγαίνουν» σχεδόν μόνα τους, σαν από συνήθεια, ακολουθώντας την ίδια καθημερινή διαδρομή, αλλά όταν πρόκειται να ανεβείς μια σκάλα, τότε τα πράγματα αλλάζουν .  αρχίζεις να σκέφτεσαι : που θέλω ν’ ανεβώ; αξίζει τον κόπο να προσπαθήσω; Λες, να το τολμήσω; Συνήθως το αποφεύγεις, μα καμιά φορά γίνεσαι παράτολμος : Όχι, θ’ ανέβω κι ας ιδρώσω κι ας λαχανιάσω κι ας κινδυνέψω να πάθω ανακοπή! Είναι μεγάλη η πρόκληση! Ύστερα -αν ζήσεις- θα έχεις να θυμάσαι πόσο περήφανος αισθάνθηκες, εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές!
Γιώργος Δημητρίου Χ.

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Εδώ και διαρκώς!


 
Αναρρωτιέμαι: αλλάζει η οπτική μας γωνία παρατηρώντας τα πράγματα, με το πέρασμα του χρόνου; Εμείς, μόνοι, καθορίζουμε απόλυτα την πορεία της ζωής μας; Γεννιόμαστε και παραμένουμε οι ίδιοι με μικρές αλλαγές ή υπάρχει σαφές και προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα (μοίρα) το οποίο επαληθεύουμε, συνήθως, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι το υπηρετούμε;
Θυμάμαι, στο σχολείο, όταν ο καθηγητής ή η καθηγήτρια "σήκωνε" κάποιον "στον πίνακα", για να πει το μάθημα και αυτός ήταν "μισο-διαβασμένος" η συνηθισμένη απάντησή του στην προτροπή του διδάσκοντος: 'Άρχισε!" ήταν: "Από που ν' αρχίσω, από την αρχή;" και η περιπαικτική απάντηση ήταν δεδομένη: "Άρχισε από όπου θέλεις ' άρχισε από τη μέση!". Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα ήμουνα καλός μαθητής, αλλά όχι άριστος και αυτό συνέβαινε γιατί δεν μάθαινα γρήγορα με την τυπική διαδικασία, δηλαδή από τα βιβλία ή την παράδοση του μαθήματος από τον διδάσκοντα, αλλά με το βιωματικό τρόπο, δηλαδή με επισκέψεις σε μουσεία, εκπαιδευτικούς περιπάτους ή εκδηλώσεις και εκδρομές. Παρόλα αυτά, επιτρέψτε μου να αρχίσω από την αρχή.
Θα πρέπει να ήμουνα μηνών ακόμα μωρό, όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη "Κάπου υπάρχει η αγάπη μου" σε μια παραμυθένια, όπως φάνταζε στα μάτια, στα αυτιά και στη μύτη ενός νηπίου, εποχή (1958-1965), όπου η μουσική  έδειχνε να γράφεται για παιδιά, αλλά συγκινούσε ιδιαίτερα τους μεγάλους. Από τη μια πλευρά, η ευωδιά των γιασεμιών σε κάθε γειτονιά, η αίσθηση της υγρασίας στις υπόγειες καρβουναποθήκες που λειτουργούσαν και σαν ταβερνάκια, η ξεχωριστή οσμή του κρασιού στα νέα βαρέλια, αλλά και η ιεροτελεστία του κυριακάτικου τραπεζιού, όπου μαζευόταν όλο το σόϊ, διόγκωναν τον μύθο μιας πλατιάς κοινωνικής συλλογικότητας. Από την άλλη πλευρά, κατά τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας, η πολεμική ατμόσφαιρα των διαδηλώσεων, των συγκρούσεων και της διαρκούς πολιτικής αναταραχής που οδήγησε στο δυστύχημα της Επταετίας, κατέστρεφε τη μακαριότητα του παραμυθιού, με προσγείωνε σε μια βάρβαρη καθημερινή, επαναληπτική ζωή, όπου ο μύθος εμπλεκόταν κι ύστερα παραμορφωνόταν από τα γρανάζια των μοντέρνων καιρών. Έτσι, μέσα στα χρόνια, αισθανόμουνα διαρκώς  την ανάγκη να αναζητήσω  τον χαμένο παράδεισο της παιδικής αθωότητας. Να γιατί, χρησιμοποιούσα τα παλιά τραγούδια ως  ιστοσανίδα για να ταξιδέψω πίσω στον "χαμένο" τόπο.  
Όλο αυτό το πολιτισμικό υλικό των εικόνων, των ήχων και των μυρωδιών -αποδεικνύεται από τα πράγματα- πως δεν χανόταν, αλλά συσωρευόταν στη μεγάλη αποθήκη του ασυνειδήτου μου και κάποια στιγμή στα χρόνια της εφηβείας  (13-14 ετών) ξεχείλισε και άρχισε να βάφει με λέξεις τα προκλητικά, λευκά χαρτιά, που βρίσκονταν πάνω στο πρώτο, ολοκαίνουργιο και μόνο γραφείο που είχα αποκτήσει ποτέ -ως δώρο- από τους γονείς μου! Ήταν η εποχή που άρχισα τις "καταχρήσεις" ή μάλλον τη μία "κατάχρηση"  ' να γράφω! Η τελετουργία διαρκούσε από τις 8 ως τις 12 τα μεσάνυχτα ή και την πρώτη ώρα της νέας ημέρας, ενώ μέχρι τότε ήταν κανόνας απαράβατος στις 9 η ώρα το βράδυ, να έχω ήδη αποκοιμηθεί!
Τίτλος πρώτου ποιήματος: "Ψάχνοντας τη χαρά". Αυτή είναι η μικρή ιστορία του: Ένας λαϊκός συνθέτης -δεν ρώτησα ποτέ το επώνυμό του- είχε ζητήσει από τον πατέρα μου να γράψει στίχους, σε μια εποχή που ήταν άνεργος. Ο πατέρας μου ήταν εξαιρετικός στο να κατασκευάζει πράγματα με τα χέρια του, υπήρξε βαθιά μουσικόφιλος, αλλά δεν μπορούσε να "γράψει". Έτσι, λοιπόν, αυτό το πρώτο σχεδίασμα έγινε με σκοπό να "δείξω" στον πατέρα μου, πως μπορεί να είναι οι στίχοι ενός ποιήματος, που πρόκειται να μελοποιηθεί! Θα πρέπει να δηλώσω ότι τον απογοήτευσα: το στιχούργημά μου δεν ήταν γραμμένο σε ρυθμό ζεϊμπέκικου, δεν ήταν χασάπικο, ούτε κάν τσιφτετέλι! Πολύ αργότερα έμαθα, πως -αν διορθωνόταν- θα μπορούσε να είναι μια ευαίσθητη μπαλάντα! Δεν είχα συνειδητοποιήσει τη διαφορά σχεδιασμού ποιήματος-στιχογραφήματος  (κουπλέ-ρεφραίν), ούτε δομικά στοιχεία όπως είναι οι ρυθμοί, τα μέτρα, και οι παύσεις" ' δεν γνώριζα να οδηγώ το "όχημα του λόγου", αλλά "καιγόμουνα" να το οδηγήσω ' συγκρούστηκα με την πραγματικότητα και μάλλον "επέζησα!". Άγνοια κινδύνου, παιδική αφέλεια, υποψία έπαρσης, επίπονη, πρωτόλυα προσπάθεια να "δώ" το μέλλον μου, με τον ίδιο τρόπο που επιχειρεί κάποιος να ατενίσει ολόκληρο τον ορίζοντα από την κορυφή ενός χαμηλού λόφου.  Παράλληλα, ενώ ήμουνα ένα πολύ κοινωνικό και αγαπητό -στην παρέα- παιδί, με έντονη συμμετοχή σε όλα τα ομαδικά παιχνίδια (ποδόσφαιρο, μπάσκετ κλπ), το σταθερό μου σημείο -δημιουργικής αναφοράς- ήταν και παρέμεινε το γραφείο, η νύχτα και η φωτισμένη λάμπα που στόχευε το λευκό χαρτί. Η γραπτή εξομολόγηση ως αφετηρία μιας προσωπικής μελλοντολογίας! Παιδικές ασθένειες!
Τώρα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, έχει -προφανώς- περάσει και δεν εμπιστεύομαι τον καθρέφτη που δείχνει να "μ' έχει πάρει με κακό μάτι", αποφάσισα να "γυμναστώ", λιγάκι, πάνω στον σταθερό στίβο όπου συνήθισα να αγωνίζομαι ' στο γραφείο μου! Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω τον θείο μου τον Γιώργο -αδελφό της μητέρας μου-  ιδιαίτερα καλλιεργημένο άνθρωπο και αγωνιστή της Δημοκρατίας, που όταν τον ρώτησα κάποτε -όταν ήμουν 29 χρονών- πώς αισθάνεται που μεγάλωσε (τότε ήταν 78 ετών) μου απάντησε έκπληκτος και χαρούμενος ταυτόχρονα, χαϊδεύοντας το πρόσωπό του, από πάνω προς τα κάτω, σα να πλενόταν: "Ξέρεις, αν δεν κοιτάξω στον καθρέφτη, δεν συνειδητοποιώ πως μεγάλωσα! Είμαι ... ας πούμε ... 23 χρονών!". Θα μου ήταν αδύνατο να ζήσω αποστασιοποιημένος σε τέτοιο βαθμό από την παρούσα φυσική μορφή μου ' αντιθέτως, μάλιστα ' ζώντας στο παρόν θα μπορούσα, ίσως, να "αποδείξω" με κάποιο τρόπο τη συνέχεια της διανοητικής μου πορείας. Αναρρωτήθηκα, λοιπόν: άν ανέβαινα πάλι στον χαμηλό λόφο και δοκίμαζα να εντοπίσω τη θέση μου και να "παρατηρήσω" το μέλλον, άραγε, τι θα έβλεπα Κάτι αντίστοιχο μ' εμένα, κάνουν οι μουσικοί, στο δεύτερο βίντεο, συνδέουν τον Ελληνικό πολιτισμό, όπως εκφράζεται από τη σύνθεση του Μίκη Θεοδωράκη "Δακρυσμένα μάτια"  με την Ασιατική μουσική κουλτούρα και αναπαριστούν -κατά τη γνώμη μου- με πειστικότητα την αίσθηση που αποπνέει  το δεύτερο ποίημά μου. Παραθέτω τις δύο εικόνες, τότε (Φεβρουάριος-Μάρτιος 1973) και τώρα (Οκτώβριος 2014) ' παρακαλώ, δείτε και πείτε μου! 
Προτιμώ να ακούσω τη δική σας γνώμη, γιατί γνωρίζω, εκ των προτέρων, πως θα με λυπηθήτε και δε θα μου πείτε "όλη την αλήθεια" σχετικά με τις καλλιτεχνικές μου δυνατότητες, ενώ εγώ, με τον εαυτό μου, είμαι ανελέητος! Ως απόγονος ανθρώπων της Ιωνίας που κληρονόμησε την έντονη αγάπη για τη ζωή και τον βαθύ αυτοσαρκασμό, δεν φοβάμαι τη γελοιοποίηση, γι αυτό νομίζω πως σπάνια γελοιοποιούμαι '  χωρίς να είμαι απολύτως βέβαιος!
 
Ψάχνοντας τη χαρά
 
Μια φορά, θα πάω κάπου
λίγο αόριστα, μ’ αληθινά
σε δρομάκια του έρωτα, κάπου,
που να υπάρχει ζωνταν’ η χαρά!
 
Στης ζωής το μουράγιο ακουμπάω,
λίγο ανήσυχος ψάχνω να βρω
τη χαρά που παντού αποζητάω,
με το πλοίο του έρωτα να δω. 
  
Ταξιδεύοντας μέρες και νύχτες
στου ονείρου τα ωραία τα μέρη
και περνώντας μυριάδες ηλιαχτίδες
η μοίρα στο πεπρωμένο θα με φέρει.

Κι όταν κάποτε το βλέπω φτάνω,
φτάνω,
απ’ το μικρό γραφικό μου καραβάκι
μια σανίδ’ ακόμ’ απομένει
τσακισμένη κι αυτή λιγάκι.
 
Κι όταν κάποτε φτάσω αυτό που θέλω
ξαφνικά στου ονείρου την άκρη,
στη σκληρή πραγματικότητα μπαίνω
κι απ’ τα μάτια μου κυλάει ένα δάκρυ.

Με συντρίμμια ελπίδες
κι αναμνήσεις ηλιαχτίδες
παίρνω το γνωστό ανηφορικό δρομάκι,
με καρδιά τσακισμένη λιγάκι.

Και προχωρώ μέσ’ στο στενό, παλιό δρομάκι,
χωρίς όνειρα κι ελπίδες για ζωή,
με εφόδιο το τριμμένο μου σακάκι,
τον παλιόφιλο το μόνο στη ζωή.
                    
Μια φορά σ’ έναν καιρό
 
Μια φορά θα πάω κάπου, σ’ έναν τόπο αληθινό
να περιδιαβώ μονάχος κάποιον άγνωστο οικισμό.
Πρώτη φορά, έν’ απόγευμα χρυσό καλοκαιριού,
που ο ήλιος θά ’χει γύρει κουρασμένος
και το ανθρώπινο μελίσσι
την πορεία θα ’χει πια αποφασίσει,
να συναντήσει τον κατάφωτο καιρό.
 
Ταξιδεύοντας, μερόνυχτα και νύχτες
ανάμεσα σ’ όνειρα κι αποθυμιές και θύμησες,
μύρια σπαθιά -του ήλιου ακτίνες-
τη σκέψη μου διακρίνουν
για να με φέρουν στο μοιραίο σκοπό,
στον αυτονόητο στόχο,
στη μήτρα που θα γεννηθώ,
στη γη που θα φυτρώσω.
 
Ίσως δεν ήταν τόσο μακρινό
κι έρημο το νησί μου,
κι ούτε έχει απάτητα βουνά και σκοτεινές χαράδρες .
μα ένα ξύλινο σκαρί
- καλοβαμμένο ωστόσο -
με χρώματα απαλά κι αέναες αποχρώσεις,
καράβι καλοτάξιδο που μύριζε ρετσίνι
και χώμα μετά τη βροχή,
-οργή και καλοσύνη-
την άγκυρά του σύρει,
τ’ όραμα ξεδιαλύνει,
κι όλο αμφιταλαντεύεται:
«μ’ αφήνει - δε μ’ αφήνει»
να ξεμακρύνω, να σωθώ,
να βρω τη λησμοσύνη.
 
Στην άκρη της στεριάς την τελευταία,
κάθομαι με τα πόδια ν’ ανεμίζουν στο κενό,
ψηλά πάνω απ’ τη θάλασσα,
κρέμομαι από το βράχο,
άρχισα να κραυγάζω με θυμό,
τόλμησα, με λύσσα να χειρονομώ,
συνέχισα, νωχελικά να ψιθυρίζω
κι όταν ο ήλιος βυθιστεί αργά μέσ’ στα νερά,
λέω πως είναι σε πια καιρός
σε άπειρους λυγμούς ν’ αναλυθώ,
να υπαινιχθώ πως έμαθα,
-επιτέλους- να χωρίζω.
Γιώργος Δημητρίου Χ.
(Γ. Χατζηαποστόλου)
 

Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

Σύν-χρονος έρωτας



Sonnet XCVII
By William Shakespeare (1564-1616)

How like a winter hath my absence been
From thee, the pleasure of the fleeting year!
What freezings have I felt, what dark days seen!
What old December's bareness everywhere!
And yet this time remov'd was summer's time,
The teeming autumn, big with rich increase,
Bearing the wanton burthen of the prime,
Like widow'd wombs after their lords' decease:
Yet this abundant issue seem'd to me
But hope of orphans and unfather'd fruit;
For summer and his pleasures wait on thee,
And thou away, the very birds are mute;
Or if they sing, 'tis with so dull a cheer
That leaves look pale, dreading the winter's near.


Σονέτο 97
(Μετάφραση από τον Διονύση Καψάλη)
 
Μοιάζει χειμώνας ο καιρός που έχω φύγει
και τη χαρά του χρόνου έχασα, εσένα·
πόσο σκοτάδι έχω νιώσει, πόσα ρίγη,
πόσο Δεκέμβρη σε τοπία ερημωμένα.
Κι ήταν ο απόδημος ο χρόνος καλοκαίρι,
μεστό φθινόπωρο μέσα στο γέννημά του,
που όλο της άνοιξης το λάγνο βάρος φέρει,
σαν μήτρα πλήρης μες στο πένθος του θανάτου.
Τόση πληθώρα, αποκύημα της λύπης
ήταν για μένα, και καρπός χωρίς πατέρα·
το καλοκαίρι ξέρει εσένα, κι όταν λείπεις
όλα σωπαίνουν τα πουλιά στον άδειο αέρα.
Κι αν κελαηδήσουν, λένε πένθιμο κανόνα,
κι ωχρούν τα φύλλα με το φόβο του χειμώνα.
 
  
Οι δύο εποχές μιάς ψυχής  

Φυσάει χειμώνας στην ψυχή μου που νηστεύει
αιθέρια χάδια, βλέμματα, σιωπές,
απ' τον καιρό που έχεις φύγει μένουν άδεια
τα μάτια και τ΄αυτιά μου, απ' αγκαλιές.
Συνήθισα να ψηλαφίζω στο σκοτάδι
γνώριμα πρόσωπα και άγνωστες πληγές
και στην αρχή του χρόνου, πλησιάζω
ήλιο καυτό και παιδικές φωνές.
Ψάχνω για το φθινόπωρο, την άνοιξη λατρεύω
σα γυναικεία θεότητα π' όλους τους απωθεί,

υπόσχομαι -στον ύπνο μου- να πάψω να γυρεύω
μιαν ανθισμένη μυγδαλιά με φύλλωμα δασύ.
Θέλω να είμαι έτοιμος την ώρα του θανάτου,
καθόλου να μη λυπηθώ που φεύγω απ' τη ζωή,
να συμφωνήσω πια να ζω, μόνο με τ' άνω άκρα
και να σφουγγίσω με χαρά, τα φρύδια της ψυχής.
Χωρίς εσένα, έμαθα, ν' αναζητώ τα λίγα,
μικρού πουλιού κελάιδημα, να μη με συγκινεί,
να μένω  στα χαλάσματα, να τρέφομαι με φύκια,
να ζω μέσα στην παγωνιά κι ας είμαι ιθαγενής.
 

Γιώργος Δημητρίου Χ.