Φαέθων
Μια θεατρική παράσταση που επιδιώκει
να είναι διαδραστική χωρίς να το δηλώνει.
Λίγα λόγια για τους
συντελεστές:
Συγγραφέας: δυναμική καταγραφή της αλήθειας, ήρεμη δύναμη, ελεγχόμενη φλόγα
Σκηνοθέτης: ασφαλής
(για τους ηθοποιούς) καθοδήγηση, λιτή «γραφή»
Ηθοποιοί: αμεσότητα, ειλικρίνεια, πάθος, εσωτερικότητα, εξαιρετικός αυτοέλεγχος
Ηθοποιοί: αμεσότητα, ειλικρίνεια, πάθος, εσωτερικότητα, εξαιρετικός αυτοέλεγχος
Φωτισμός: υποβλητικός,
διακριτικός, καίριος, χωρίς ίχνος έπαρσης
Ήχος: λειτουργικό
εργαλείο της παράστασης, έδινε ρυθμό στη σκηνοθεσία
Κοστούμια: κατάλληλα,
λειτουργούν βοηθητικά για τον θεατή, ώστε να εγκλιματιστεί στην ατμόσφαιρα του έργου.
Οι συντελεστές της παράστασης μοιράστηκαν μαζί μας ένα άρτιο θεατρικό αποτέλεσμα.
Οι συντελεστές της παράστασης μοιράστηκαν μαζί μας ένα άρτιο θεατρικό αποτέλεσμα.
Εντοπίζω, ενστικτωδώς, κάποιες «προδιαθέσεις» που, ίσως, να σας διευκολύνουν στην προσέγγιση του έργου και γράφονται με αφορμή τα πρόσωπα (κατά σειρά βαρύτητας).
«Προϋποθέσεις»
παρακολούθησης της παράστασης:
- καλή γνώση του εαυτού (εμείς - οι θεατές)
- τόλμη να γίνουμε μάρτυρες στην αποκάλυψη «γνωστών» οικογενειακών μυστικών (όλα τα πρόσωπα του έργου- εμείς)
- εγρήγορση στη διαδικασία επίλυσης ψυχολογικών προβλημάτων (γιός, πατέρας, μητέρα)
- απομυθοποίηση θρησκευτικών πεποιθήσεων (πατέρας)
- αποκαθήλωση κοινωνικών προτύπων (πατέρας, μητέρα)
- διαρκής επιδίωξη της ολοκλήρωσης της προσωπικότητας (γιός)
- ικανοποιητική γνώση των ιστορικών και πολιτισμικών καταβολών (τα πρόσωπα του έργου - εμείς)
- «φιλική» σχέση με τη σιωπή και «εχθρική» στάση απέναντι στην αποσιώπηση,
- αναζήτηση του «τόπου» προορισμού της ψυχής (γιός, μητέρα, κόρες - εμείς)
Γενική εικόνα: Βρισκόμαστε στο «θάλαμο» ενός «ασύλου ανιάτων», μιας ομάδας «ασθενών» που αποσύρονται στα δωμάτιά τους για να «υποφέρουν ιδιωτικά» και έρχονται γύρω από το τραπέζι ως «άτομα» παρακινούμενα από συνήθεια ή από υποχρέωση να υπηρετήσουν τους οικογενειακούς ρόλους τους;
Ειδικές διαπιστώσεις:
Στη συζήτηση που ακολούθησε
την παράσταση, ανάμεσα σε συμμετέχοντες στο Πρόγραμμα Επιμόρφωσης: Ακαδημία Πλάτωνος-Η Πολιτεία και ο Πολίτης και στους συντελεστές της -εκτός του συγγραφέα- ειπώθηκαν σημαντικά πράγματα σχετικά με τον σκοπό και τα μέσα
υλοποίησής της. Αν εξέλειπαν και θεατές που επέμεναν να βρουν το
ηθικό δίδαγμα της παράστασης, ή άλλοι που θεωρούσαν ως θεατρικό μόνο τον χώρο της σκηνής και όχι αυτό των διαδρόμων ανάμεσα στους θεατές ή και άλλους περιφερειακούς χώρους, τότε τα πράγματα θα ήταν ιδανικά.
Καθώς γύριζα χθες το βράδυ
στο σπίτι περπατώντας, είχα όλο το χρόνο να σκεφτώ ποιό ή ποιά θα μπορούσαν να
είναι τα ηθικά διδάγματα. Απέρριψα όλες τις ηθικοπλαστικές απαντήσεις και
κατέληξα σε ορισμένα "σκόρπια" συμπεράσματα, όπως:
1) ο πατέρας εξυπηρετεί τη διαστροφή του θεωρώντας ότι ο γιός του δεν είναι άντρας, ενώ η σύζυγος και οι κόρες του δεν είναι γυναίκες. Παραβιάζοντας τον προσωπικό χώρο καθενός από τα μέλη της οικογένειάς του αυταπατάται πως τα "διδάσκει" να "επαληθεύσουν" το φύλο τους. Ο συγκεκριμένος πατέρας
δείχνει να πιστεύει πως τα μέλη της οικογένειάς του είναι σαρκικές προεκτάσεις του εαυτού του που στερούνται ταυτότητας φύλου ή κοινωνικής ταυτότητας. Πρόκειται, στην ουσία, για ένα τυφλό και κουφό ζώο, που αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από την όσφρηση, την αφή και τη γεύση.
2) Θεωρώ πως η ψυχική
διαστροφή, του πατέρα, δε μπορεί να «στηρίζεται» σε μια αιρετική παραμόρφωση της χριστιανικής θρησκείας, αγνοώντας
την ίδια την ουσία της, που είναι το αγκάλιασμα και η βοήθεια προς τους
ανθρώπους. Η θρησκεία, είναι, κατά τη γνώμη μου, το τελευταίο πράγμα που
μπορεί(;) και πρέπει να
χρησιμοποιήσει κάποιος για να επιβάλλει την όποια ιδιαιτερότητά του στα μέλη
της οικογένειάς του και -κατ' επέκταση- στον στενό κοινωνικό του κύκλο. Κι αυτό
γιατί θρησκεία δεν είναι μια σειρά κοινών παραδοχών του ιερατείου της εκκλησίας
‘ ούτε ένα σύνολο κανόνων εξωτερικά επιβαλλόμενης λατρείας. Δεν είναι η φράση: «γεννηθήτω
το θέλημά σου» η αφετηρία τεκμηρίωσης των ανώμαλων ορέξεων κάθε
διεστραμμένου πατέρα-εξουσιαστή, αλλά μια σειρά αυτοπεριορισμών που μας διαχωρίζουν από τα άγρια ζώα.
3) Είμαι βέβαιος ότι, το
ρεαλιστικά, ισχυρό φύλο, είναι οι γυναίκες όπως, για παράδειγμα, η μητέρα στο
έργο, που βρίσκει τρόπο να αντιδράσει, τελικά, παίρνοντας δύναμη από την
αγκαλιά του γιού της αλλά κυρίως εμπνεόμενη από τη συνολική αντίστασή του στον
πατριαρχικό αυταρχισμό.
4) Καταλήγοντας, αρνούμαι να
δεχθώ κηρύγματα συντηρητισμού, όχι από τους διδάσκοντες ή τις διδάσκουσες που
είναι σχεδόν όλοι και όλες προοδευτικοί άνθρωποι, αλλά από συναδέλφους, θεατές,
«αγνοημένες μεγαλοφυΐες» που γνωρίζουν ποιο είναι το καλό και επιμένουν να μου
το δείξουν, χωρίς να έχω εκφράσει προηγουμένως καμία αμφιβολία για το ποιό
είναι το καλό ή το κακό και, κυρίως, χωρίς να έχω αναζητήσει σωτηρία και μάλιστα
από αυτόκλητους σωτήρες. Κανείς από τους θεατές δεν μιλά ανοιχτά έχοντας μια
στάση που υπονοεί πως όσα πει πιθανώς να χρησιμοποιηθούν εναντίον του, σαν να επρόκειτο για «κατηγορούμενο»
που πρέπει να φροντίσει ο ίδιος για την υπεράσπισή του και όχι για κάποιον
άνθρωπο ελεύθερο, με ανεξαρτησία της γνώμης του.
5) Έτσι, οι περισσότεροι από τους παρόντες αποφεύγουν να συμμετάσχουν στη συζήτηση κι ας διαφωνούν με κάθε υστερόβουλο θεατή που επιχειρεί να
αποδομήσει την παιδευτική συγκρότηση και πρόταση του συγκεκριμένου σύγχρονου ελληνικού
θεατρικού έργου. Οι θεατές -παραδοσιακής ηθικής- συναισθάνονται πως το
μήνυμα του έργου όχι μόνο δε βρίσκεται σε συμφωνία, αλλά αντίθετα, καταγγέλλει
τη σαθρή δομή της πατριαρχικής ελληνικής οικογένειας και την ανοχή της
μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας σε κάθε ανήθικο γεγονός και φαινόμενο '
αναρρωτώνται και αγανακτούν μόνο και μόνο γιατί η παράσταση δεν συμβάλλει στη
διαιώνισή της ηθικής της απραξίας που κρύβεται κάτω από μια επίφαση γαλήνης και
ηρεμίας στον κοινωνικό «βάλτο».
6) Συνοψίζοντας, πιστεύω πως
οι αιτίες της αβουλίας και της απραξίας των Νεοελλήνων ξεκινούν από το ιστορικό
μας παρελθόν: είναι μια μακρινή
«αντήχηση» δουλοπρέπειας, δηλαδή της καθημερινής πρακτικής στην επώδυνη
περίοδο της Τουρκοκρατίας ‘ είναι παιδί της διαρκούς πολιτικής αστάθειας και
των πολέμων κατά τη διάρκεια των Νεώτερων χρόνων, οφείλεται στη θεοποίηση του
ατομικού συμφέροντος, του "εμείς
ποτέ δε χάναμε στην οικογένειά μας" που έγραφε ο Γιάννης Νεγρεπόντης
και τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, επαληθεύεται ως πρόσφατο κατάλοιπο της τρομοκρατίας που άσκησε η Χούντα και δυστυχώς
επικαιροποιήθηκε πάλι, στις μέρες μας, με την κρίση που οδηγηθήκαμε να
περάσουμε.
Αν δεν έχω προσέξει κάτι
άλλο, ή έχω παρερμηνεύσει κάποια πράγματα δε σημαίνει πως δεν υπάρχει στο έργο
μια ακόμα πλευρά ενδιαφέρουσα ή και ουσιώδης ‘ απλά δηλώνει πως τώρα, τελευταία, μαθαίνω
ανάγνωση της «θεατρικής γραφής».
Γιώργος Δημητρίου Χ.
Πληροφορίες για την παράσταση μπορείτε να βρείτε και εδώ: http://www.culturenow.gr/34197/faethwn-toy-dhmhtrh-dhmhtriadh-sto-theatro-odoy-kykladwn-leyterhs-vogiatzhs
Η εικόνα είναι ένα δικό μου κολάζ με τίτλο: Playing games (2008)