Το κοινωνικό κλίμα της εποχής σε μια χώρα είναι γνωστό πως διαμορφώνεται από την εργασιακή επάρκεια, την οικονομική ευχέρεια των ανθρώπων που κατοικούν εκεί να αποκτούν αγαθά και να δέχονται υπηρεσίες και από την πολιτική σταθερότητα, πράγμα ιδιαίτερα σπάνιο, στην Ελλάδα, τώρα, αλλά και καθ' όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας της.
Διατηρώ ακόμη την ξεπερασμένη από πολλούς συνήθεια, να βλέπω γύρω μου, να μην κοιτάζω μόνο μπροστά μου, να χαιρετώ γνωστούς και φίλους στο δρόμο, να λέω "καλημέρα", "καλή εβδομάδα", "καλό μήνα" και 4 φορές το χρόνο "καλό φθινόπωρο" "καλό χειμώνα","καλή άνοιξη" και "καλό καλοκαίρι".
Το περασμένο Σάββατο δοκίμασα να ευχηθώ "καλό φθινόπωρο" σε γείτονες που είχα να συναντήσω μήνες και η αντίδραση τους ήταν πολύ διαφορετική από το συνηθισμένο άλλων χρόνων ' είδα σκυμμένα κεφάλια, άκουσα μια μασημένη ανταπόδοση που χάθηκε μέσα στα δόντια και βγήκε τελικά ακρωτηριασμένη στον αέρα, εισέπραξα ακόμη και διαμαρτυρία: "Τι, καλό φθινόπωρο, ακόμη έχει ζέστη, άσε το καλοκαίρι να επεκταθεί όσο μπορεί περισσότερο και στο φθινόπωρο...". Καμία έκπληξη!
Να εύχεσαι γενικά και αόριστα το "καλό" χωρίς να υπάρχουν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να στηριχτεί αυτή η ευχή σου σε πραγματικές βάσεις της καθημερινής ζωής, καταλήγει να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια ενοχλητική υπενθύμιση των δυσκολιών που έρχονται και θα μας ταλαιπωρήσουν όλους, όχι τόσο το φθινόπωρο, αλλά -κυρίως- τον χειμώνα.
Αλλά γιατί είναι τόσο στενοχωρημένος ο κόσμος; Τι γιατί, θα μου πείτε, δε βλέπεις τι γίνεται; Δεν υπάρχει εργασία, χρήματα, έχουν αυξηθεί οι φόροι, δεν υπάρχει ούτε καν ελπίδα για βελτίωση στο άμεσο μέλλον, θέλεις κι άλλους λόγους;
Ναι, το καταλαβαίνω, αλλά όταν επιλέγεις να χρησιμοποιήσεις ένα λεωφορείο όπου έχεις ξαναμπεί, για να φθάσεις στον προορισμό σου, γνωρίζεις την αφετηρία και τον προορισμό του και -συνήθως έως ποτέ - δεν επιλέγεις τον οδηγό του οχήματος. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει και με τους Έλληνες ψηφοφόρους που δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει τη σημασία αλλά και την αξία του οδηγού, του οδηγητή, του πολιτικού και του ταγού που αναλαμβάνει να τους οδηγήσει.
Αντιλαμβάνονται τον οδηγό του λεωφορείου ως οδηγό ταξί, στον οποίο θα ζητήσουν να τους μεταφέρει, όπου εκείνος προτιμά, αρκεί στον τόπο του προορισμού να "περάσουν καλά". Ο τόπος του προορισμού ήταν, για χρόνια, μια θέση στο Δημόσιο, μια ευνοϊκή σύμβαση του Δημοσίου με την εταιρεία μας, μια εμπιστευτική πληροφορία για μετοχές στο χρηματιστήριο που θα ανέβαιναν. Κι όλα αυτά άρχιζαν με τηλεφωνικές επικοινωνίες, συνεχίζονταν με προσωπικές επαφές και τελείωναν με ζητο-κραυγές το βράδυ των εκλογών.
Εδώ που τα λέμε, η διαδικασία δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, για την πλευρά των εξυπηρετούμενων -λίγη άγνοια του αντικειμένου της διαπραγμάτευσης, λίγη έλλειψη μόρφωσης, αρκετή καπατσοσύνη και μια εξαιρετικά ελαστική συνείδηση- και όλα επρόκειτο να πάνε "καλά".
Τι συνέβη και, τελικά, δεν πήγαν όλα καλά; Μα, άλλαξε το κλίμα του παιχνιδιού! Δηλαδή; Το παιδικό παιχνίδι της "κομπίνας" της περιόδου '60-'90 αντικαταστάθηκε με το "σοβαρό" παιχνίδι του "χοντρού" τζόγου των διεθνών αγορών. Μη μου πείτε ότι δεν έχετε ακούσει τίποτε γι' αυτό γιατί δε θα σας πιστέψω. Η επαρχιώτικη κουτοπονηριά του λίγο-λίγο, έπρεπε να μεταμορφωθεί στην χωρίς επιφυλάξεις πώληση ολόκληρου του εαυτού μας και όχι μέρους του και μάλιστα σε συμφέρουσα τιμή. Η Ελληνίδα και ο Έλληνας δεν ήταν, και δεν είναι ούτε τώρα που μιλάμε, έτοιμοι να προσφέρουν τον εαυτό τους, παρά μόνο να παραχωρήσουν την ψήφο τους με τον ίδιο τρόπο που έδιναν το οικόπεδό τους ως αντιπαροχή για να εξασφαλίσουν ένα διαμέρισμα στην πολυκατοικία της Ενωμένης (;) Ευρώπης. Μόνο που δεν υπάρχουν πια περιθώρια διαπραγμάτευσης ' κανείς δε μας βεβαιώνει πως το διαμέρισμα που θα παραδοθεί θα είναι κατοικήσιμο, πως ο εαυτός μας θα παραμείνει αρτιμελής.
Τι να ευχηθούμε, μέσα σε αυτές τις συνθήκες; Άντε! Να είμαστε πραγματικά καλά, γεροί / γερές και δυνατοί / δυνατές και να ελπίζουμε πως θα διατηρήσουμε την ακεραιότητά μας. Κι όλα αυτά που ακούγονται πως "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει", "θα περάσει κι αυτό" και τα παρόμοια, μάλλον ως παραπληροφόρηση ηχούν προς το παρόν στα αυτιά μου..
Μήπως να ξαναρχίσουμε το λίγο-λίγο, το σιγά-σιγά και το λάου-λάου; Αν κινηθούμε αθόρυβα και μεθοδικά μπορεί να μη γίνουμε αντιληπτοί από τους άλλους την ώρα που θα επιχειρούμε να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας. Ο τρόπος που ξυπνάμε, δηλαδή αν γίνεται με βίαιο τρόπο (θόρυβο, φασαρία, εξαναγκασμό) ή αν ξυπνάμε μόνοι μας, όποια ώρα θέλουμε, αφού έχουμε χορτάσει ύπνο, πάντα έπαιζε ρόλο στη διαμόρφωση της διάθεσής μας στη διάρκεια της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, μέχρι και του χρόνου!
Ά...μπα, δε νομίζω πως διορθωνόμαστε! Εμείς θα πεθάνουμε ημιτελείς...και αγουροξυπνημένοι ...
Μήπως να ξαναρχίσουμε το λίγο-λίγο, το σιγά-σιγά και το λάου-λάου; Αν κινηθούμε αθόρυβα και μεθοδικά μπορεί να μη γίνουμε αντιληπτοί από τους άλλους την ώρα που θα επιχειρούμε να κοροϊδέψουμε τον εαυτό μας. Ο τρόπος που ξυπνάμε, δηλαδή αν γίνεται με βίαιο τρόπο (θόρυβο, φασαρία, εξαναγκασμό) ή αν ξυπνάμε μόνοι μας, όποια ώρα θέλουμε, αφού έχουμε χορτάσει ύπνο, πάντα έπαιζε ρόλο στη διαμόρφωση της διάθεσής μας στη διάρκεια της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, μέχρι και του χρόνου!
Ά...μπα, δε νομίζω πως διορθωνόμαστε! Εμείς θα πεθάνουμε ημιτελείς...και αγουροξυπνημένοι ...
Γιώργος Χατζηαποστόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου