Άννα Παγοροπούλου
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια από τις πιο ευαίσθητες ομάδες του γενικού πληθυσμού
είναι τα άτομα της τρίτης ηλικίας.
Ως όριο έναρξης της τρίτης ηλικίας τοποθετείται το μέσο
της έκτης δεκαετίας της ζωής. Οι κυριότερες από τις ψυχικές λειτουργίες που
εξετάζονται είναι η νοημοσύνη και η προσωπικότητα.
Οι κυριότερες επιστήμες, που συμμετέχουν στη μελέτη της
εξελικτικής διαδικασίας της γήρανσης και συνιστούν την Γεροντολογία είναι η
Βιολογία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Οικονομία και οι επιστήμες των
κοινωνικών υπηρεσιών.
Παράλληλα με τις επιστήμες αυτές, η Ιατρική, με τον κλάδο της Γηριατρικής, ασχολείται με τα προβλήματα υγείας των ηλικιωμένων, ενώ η Γηροψυχιατρική, εξελίσσεται γρήγορα, δίνοντας έμφαση στη σωστή διάγνωση και θεραπεία των ψυχικών διαταραχών των ηλικιωμένων.
Α΄ ΗΛΙΚΙΑ, ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΝΟΡΜΕΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η παρουσία των ατόμων της τρίτης ηλικίας είναι τόσο
ευεργετική, όσο και δαπανηρή. Η πείρα και η νηφαλιότητα πουν διαθέτουν επιδρούν
θετικά στη λειτουργία της οικογένειας, επηρεάζοντας τα παιδιά και τα εγγόνια
τους. Όταν, όμως πάσχουν από κάποιο ψυχικό νόσημα, συνήθως γεροντική άνοια,
χρειάζονται συνεχή φροντίδα από την οικογένεια. Τα ηλικιωμένα άτομα που έφταναν
το 1% του τότε πληθυσμού, έφθασαν σήμερα, το ποσοστό του 19,7% , με προοπτική
να φθάσουν το 20% το 2030. Η έναρξη της τρίτης ηλικίας τοποθετείται σήμερα στα
65 χρόνια ενώ προβλέπεται να καθοριστεί στο άμεσο μέλλον στα 70 χρόνια.
Οποιοδήποτε όμως και να θεωρείται το όριο έναρξης της τρίτης ηλικίας, η ηλικία
ενός ανθρώπου δεν αποδίδεται με ακρίβεια μόνο από τη χρονολογική της δήλωση
αλλά εξαρτάται από τη βιολογική, ψυχολογική και κοινωνικο-οικονομική της
διάσταση.
Σύμφωνα με τον έγκυρο γεροντολόγο Timothy Salthhouse, η δια
βίου εξέλιξη των ατόμων μπορεί να εννοηθεί κατά τρεις τρόπους:
- Τα άτομα ηλικιώνονται με διαφορετικούς ρυθμούς, με
τέτοιο τρόπο ώστε η ημερομηνία γέννησης να αποτελεί μικρή μόνο ένδειξη της
συνολικής φυσικής ή διανοητικής κατάστασης του ατόμου.
- Διάφορες πλευρές ενός ατόμου όπως, για παράδειγμα,
οι νοητικές ικανότητες και οι κοινωνικές δεξιότητες ενός ατόμου, ενδέχεται
να μην συμβαδίζουν.
- Ο ρυθμός ανάπτυξης άλλοτε επιταχύνεται και άλλοτε επιβραδύνεται με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται στη διάρκεια της ζωής η έννοια της χρονολογικής ηλικίας.
Από τους σημαντικότερους τυπικούς παράγοντες επιρροής (normative factors) που
υποβοηθούν την ανάπτυξη είναι: η συμβολή των γονέων στην εκμάθηση της μητρικής
γλώσσας από το παιδί και η εκπαίδευση σε όλες της τις μορφές, επιδρούν στην
ομαλή εξέλιξη της ανάπτυξης και στην καθυστέρηση της γήρανσης.
Πολιτιστικά γεγονότα και ιστορικές συγκυρίες επιδρούν
στην ανάπτυξη του ατόμου σε χρονολογική διάρκεια που μπορεί να υπερβαίνει τη
μια γενιά. Για παράδειγμα, η ευρεία χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, η
τηλεόραση, οι ιατρικές ανακαλύψεις, η εξερεύνηση του διαστήματος, οι μεγάλες
οικονομικές κρίσεις έχουν έντονες ψυχολογικές επιπτώσεις στις γενιές των
σημερινών ανθρώπων.
Οι άτυποι παράγοντες επιρροής (non-normative factors) που
είναι ειδικοί για κάθε άτομο και δεν επηρεάζουν ούτε όλα τα μέλη της κοινωνίας
ούτε ακόμα και τα άτομα μιας γενιάς, διακρίνονται σε φυσικούς και κοινωνικούς
παράγοντες.
Απρόσμενες ασθένειες, όπως ο καρκίνος, ο σακχαρώδης διαβήτης ή ατυχήματα μπορούν να καθορίσουν την εξέλιξη της ζωής των ατόμων. Από την άλλη πλευρά, κοινωνικοί παράγοντες όπως το διαζύγιο, η απώλεια της εργασίας, ο εκπατρισμός, η φυλάκιση ή και η προσφορά μιας εργασιακής θέσης χωρίς το άτομο να την επιζητεί, μπορεί να έχουν μεγάλη επίδραση στη ζωή του ατόμου και καλείται να τα αντιμετωπίσει.
Β΄ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
Οι περισσότεροι άνθρωποι διστάζουν να αποδώσουν στον
εαυτό τους τον χαρακτηρισμό του γέρου. Σε μια έρευνα μεταξύ ατόμων άνω των 60
ετών, οι ερευνητές ζήτησαν, μεταξύ άλλων, από τους ερευνώμενους να εντάξουν τον
εαυτό τους σε μια από τις τρεις κατηγορίες: μεσήλικες, ηλικιωμένοι και γέροι (Bultera & Powers 1978). Τα
αποτελέσματα έδειξαν ότι περίπου το 75% των ατόμων διάλεξαν να ενταχθούν στην
πρώτη κατηγορία, το 15% στη δεύτερη και μόνο το 10% στη τρίτη κατηγορία.
Τα ίδια υποκείμενα πήραν μέρος σε μια άλλη έρευνα, δέκα
χρόνια αργότερα, οπότε όλοι τους ήταν πάνω από 70 ετών. Οι ερευνητές ζήτησαν,
και πάλι, από τους ερευνώμενους να κατατάξουν τον εαυτό τους σε μια από τις
τρεις κατηγορίες: μεσήλικες, ηλικιωμένοι και γέροι (Bultera & Powers). Τα
αποτελέσματα της νέας έρευνας έδειξαν ότι ακόμη και σε αυτή την ηλικία, το ένα
τρίτο των ερωτηθέντων θεωρούσαν πως είναι μεσήλικες και μόνο το ένα τέταρτο του
συνολικού δείγματος θεωρούσαν ότι αξίζει να τους αποδοθεί ο χαρακτηρισμός του
γέρου.
Οι στάσεις, οι αντιλήψεις, οι φόβοι και τα συναισθήματα
των ηλικιωμένων όπως τα δηλώνουν οι ίδιοι, σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε από
τον Luis Harris και συνεργάτες του, το 1981, δείχνει πως:
- το κύριο μέλημα των ηλικιωμένων ήταν ο πληθωρισμός,
το υψηλό κόστος ζωής, οι υψηλές τιμές των αγαθών,
- ο φόβος για εγκληματική ενέργεια, ζήτημα που
απασχολεί τους Αμερικανούς όλων των ηλικιών, αλλά, κυρίως,
- η κατάσταση της υγείας τους.
Πάντως, προκαλεί έκπληξη, πως, παρότι σύμφωνα με μια
πλατιά διαδεδομένη αντίληψη, τα γεράματα είναι η χειρότερη περίοδος των ατόμων,
οι ηλικιωμένοι ανέφεραν ότι είναι ικανοποιημένοι με τους εαυτούς τους, με το
ποιοι υπήρξαν στο παρελθόν και ποιοι είναι τώρα και συμπλήρωσαν ότι είναι το
ίδιο ευτυχείς όσο ήταν και στο παρελθόν (Larson, 1978).
Η ψυχολογία, ως επιστήμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς,
άρχισε να ασχολείται με τους ηλικιωμένους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πολλές ερευνητικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται στη
γεροντολογία αλλά οι δύο προσεγγίσεις που έχουν επηρεάσει περισσότερο τον τρόπο
που εξετάζουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, είναι ο συμπεριφορισμός και η
ψυχανάλυση. Και οι δύο εφαρμόζονται στην παιδική ηλικία αλλά και σε κάθε
ηλικία, δίνουν ικανοποιητικές εξηγήσεις σε ότι αφορά τις μορφές συμπεριφοράς
που εμφανίζονται σε ανθρώπους και της τρίτης ηλικίας.
Ο συμπεριφορισμός, που είναι γνωστός και ως ψυχολογία της
μάθησης, στηρίζεται στο αξίωμα ότι το περιβάλλον καθορίζει τις ανθρώπινε ενέργειες.
Οι ψυχολόγοι της κατεύθυνσης του συμπεριφορισμού προτιμούν να ασχολούνται με τα
γεγονότα του ψυχικού βίου που είναι ορατά και παρατηρήσιμα στη συμπεριφορά,
παρά με τις μη ορατές πραγματικότητες όπως είναι οι σκέψεις, οι ανάγκες ή τα
συναισθήματα.
Ωστόσο, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, πολλές
τροποποιήσεις έχουν γίνει στις βασικές αυτές αντιλήψεις του Συμπεριφορισμού. Οι
σκέψεις, τα συναισθήματα και όλες οι άλλες μη παρατηρήσιμες συμπεριφορές,
βρήκαν τη θέση τους και η στροφή αυτή σήμανε την ωρίμανση του Συμπεριφορισμού (Mahoney, 1977).
Σε κάθε περίπτωση, ο Συμπεριφορισμός εξηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά με μια σειρά μηχανισμούς, όπως εξηγεί τυπικές συμπεριφορές των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας.
Κλασική Εξαρτημένη Μάθηση
Η κλασική συνεξάρτηση συνιστά τον πιο πρωτόγονο τύπο
μάθησης σύμφωνα με τον οποίο ένα φυσικό ερέθισμα (Stimulus) προκαλεί
στο άτομο μια αντανακλαστική αντίδραση (Response). Ο Ρώσος
φυσιοδίφης Ivan Pavlov σε μια
σειρά πειραμάτων μαζί με το φυσικό εισήγαγε ταυτόχρονα και ένα δεύτερο ουδέτερο
ερέθισμα και μετά από πολλές επαναλήψεις κατόρθωσε να προκαλέσει αντίδραση,
μόνο με την εμφάνιση του ουδέτερου ερεθίσματος.
Μια τυπική εφαρμογή του φαινομένου της κλασικής συνεξάρτησης στην τρίτη ηλικία είναι η περίπτωση της κυρίας Μ., που τώρα είναι στα 75 της και είχε την ατυχία να πέσει μια μέρα, ενώ περπατούσε, στη γωνία Πρατίνου και Ευτυχίδου. Από τότε αποφεύγει να πλησιάζει το σημείο εκείνο κι ακόμη νιώθει ένα ακαθόριστο αρνητικό συναίσθημα.
Η έννοια της γενίκευσης
Σύμφωνα με την ψυχολογία του Συμπεριφορισμού, η γενίκευση
αναφέρεται στο γεγονός ότι από τη στιγμή
που μια απάντηση μαθευτεί σε μία κατάσταση, η απάντηση αυτή τείνει να
διαχέεται και σε κάθε άλλη παρόμοια κατάσταση. Κατά συνέπεια, όλη η ψυχική ζωή
του ανθρώπου, ακόμη και τα συναισθήματα και οι σκέψεις, είναι αντιδράσεις του
οργανισμού σε ανεξάρτητα (φυσικά) ερεθίσματα και σε εξαρτημένα ερεθίσματα
(οποιοδήποτε συνοδευτικό ερέθισμα) κατά τον τύπο: Ερέθισμα > Αντίδραση (S>R).
Συνεχίζοντας το προηγούμενο παράδειγμα, βλέπουμε ότι, όταν συνέβη το ατύχημα της κυρίας Μ., ήταν απόγευμα, μάλιστα είχε αρχίσει να σουρουπώνει και στο γεγονός ότι δεν μπορούσε να δει καλά εκείνη την ώρα, την κατάσταση του δρόμου, αποδίδει η κυρία Μ., το ατύχημά της. Από τότε η κυρία Μ., αποφεύγει να βγαίνει τα απογεύματα και να περπατά όχι μόνο στον συγκεκριμένο δρόμο, αλλά σε οποιονδήποτε άλλο δρόμο, γενικεύοντας τη μάθηση που επιτεύχθηκε σε όλες τις παρόμοιες καταστάσεις, σύμφωνα με τον νόμο της ομοιότητας.
Συντελεστική μάθηση
Εκτός από τη γενίκευση της μάθησης, η εμπειρία της κυρίας Μ., μπορεί ακόμη να έχει σχέση και με ένα άλλο είδος μάθησης την οποία ονόμασε συντελεστική μάθηση (Operant conditioning) ο B.F. Skinner.
Σύμφωνα με τη βασική αρχή της, κύριο χαρακτηριστικό κάθε ζωντανού οργανισμού είναι να επιδιώκει την ικανοποίηση των αναγκών του, και έτσι να μειώνει την ψυχική ένταση που του προκαλούν οι ανάγκες αυτές. Για να πετύχει αυτή τη βασική επιδίωξη, το άτομο επενεργεί επάνω στο περιβάλλον του ενώ, την ίδια στιγμή επηρεάζεται και από γεγονότα που αυξάνουν την πιθανότητα να επανεμφανίσουν τη συμπεριφορά που προηγήθηκε και τα προκάλεσε. Συνηθισμένα τέτοια ενισχυτικά γεγονότα που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά είναι οι διάφορες αμοιβές υλικές και ηθικές' δηλαδή, πράξεις που επιβραβεύονται και ενισχύονται, τείνουν να επαναλαμβάνονται, σε αντίθεση με πράξεις που τονίζονται αρνητικά (τιμωρητικά) και οι οποίες τείνουν να ατονούν και να εξαφανίζονται.
Εφαρμογή της αρχής της συντελεστικής μάθησης στους ηλικιωμένους
Οι συνηθισμένες αμοιβές που προκαλούν ενίσχυση της
συμπεριφοράς για τους περισσότερους ανθρώπους, δηλαδή ο έπαινος ή τα χρήματα,
δεν φαίνεται να αφορά απόλυτα τη συμπεριφορά των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας.
Οι σχετικές έρευνες έχουν δείξει πως κάθε άτομο έχει τη δική του ιεράρχηση
αμοιβών από αντιδράσεις που ενισχύουν τη θετική συμπεριφορά του.
Επίσης, μεγάλη σπουδαιότητα έχει, για τους
συμπεριφοριστές ψυχολόγους, η συχνότητα με την οποία ενισχύεται η συμπεριφορά ή
το πρόγραμμα (Schedule) που
ενισχύει περισσότερο μια συμπεριφορά. Διαφορετικά προγράμματα ενίσχυσης έχουν
διαφορετική απήχηση πάνω στη συμπεριφορά του ηλικιωμένου. Έτσι, έχει κρίσιμο
αντίκτυπο εάν:
α) η συμπεριφορά των ηλικιωμένων ενισχύεται, πάντα, κάθε
φορά που εμφανίζεται,
β) ενισχύεται κατά διαστήματα που μπορούν να προβλεφθούν,
ή
γ) ενισχύεται σποραδικά, δηλαδή κατά διαστήματα που δεν
μπορούν να προβλεφθούν.
Οι αρχές που ισχύουν για τις συμπεριφορές που ενισχύονται,
οι ίδιες ισχύουν και για τις αντίστοιχες συμπεριφορές που δεν ενισχύονται. Η μη
ενίσχυση συνοδεύεται από βαθμιαία απόσβεση της συμπεριφοράς και είναι υπόλογη
για ορισμένες αλλαγές που δείχνουν οι ηλικιωμένοι στη συμπεριφορά τους.
Μίμηση προτύπων
Υπάρχει όμως και ένας άλλος μηχανισμός, που καθορίζει,
για τον συμπεριφοριστή ψυχολόγο, και τροποποιεί, τη συμπεριφορά του
ηλικιωμένου. Ο μηχανισμός αυτός είναι γνωστός ως διαδικασία του
παραδειγματισμού (modelling). Ο
μηχανισμός αυτός στηρίζεται στο γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι αρκετές
φορές δεν δέχονται απευθείας ενίσχυση της συμπεριφοράς τους αλλά υιοθετούν
συγκεκριμένες συμπεριφορές επειδή τις παρατηρούν σε άλλους, ειδικά όταν αυτές
οι συμπεριφορές συνοδεύονται με επιβράβευση.
Ο συμπεριφορισμός τείνει να αποφεύγει τις αξιολογικές
κρίσεις ενώ δίνει αντίθετα, επιστημονικές εξηγήσεις των φαινομένων της
ανθρώπινης μάθησης και με τον τρόπο αυτό έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την
άλλη κατεύθυνση της ψυχολογικής έρευνας που αντιπροσωπεύεται από την
ψυχαναλυτική θεωρία.
Η ψυχολογική θεωρία της ψυχανάλυσης
Η ψυχαναλυτική θεωρία, κρινόμενη με αυστηρά μεθοδολογικά
κριτήρια (Sidman, 1960), καλύπτει
ελάχιστα το κριτήριο της ακρίβειας ενώ υπερκαλύπτει αντίστοιχα το κριτήριο της
γονιμότητας και της περιεκτικότητας.
Σύμφωνα με τον Murray Sidman (1960) οποιαδήποτε
θεωρία επιδιώκει να εξηγήσει τα φαινόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, θα
πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις, παρότι όλες οι θεωρίες δεν καλύπτουν
στην ίδια έκταση τα κριτήρια αυτά:
- Να είναι περιεκτική.
- Να έχει εσωτερική συνέπεια.
- Να είναι ακριβής.
- Να είναι σχετική με τα φαινόμενα που εξηγεί.
- Να είναι γόνιμη.
- Να είναι απλή στη διατύπωση.
Παρόλα αυτά, οι θεωρητικοί της ψυχανάλυσης συμφωνούν σε
ορισμένα βασικά "πιστεύω", και στα σημεία αυτά θα επικεντρώσουμε την
προσοχή μας.
Πρώτα, οι ψυχαναλυτικοί πιστεύουν πως οι μαζικές επιρροές
που δέχεται το άτομο κατά την παιδική ηλικία, διαμορφώνουν, το αργότερο, μέχρι
τα πέντε πρώτα χρόνια της ηλικίας, την τελική δομή της προσωπικότητας.
Με τον όρο "προσωπικότητα" οι ψυχαναλυτικοί
εννοούν έναν χώρο που αποτελείται από διάφορα στρώματα (συνειδητά και
ασυνείδητα). Εκτός από τα συνειδητά και ασυνείδητα στοιχεία, η προσωπικότητα
κατέχει τρία μέρη:
το αυτό (id), το εγώ (ego) και το υπερεγώ (superego).
Το αυτό είναι
παρόν κατά τη γέννηση και αποτελείται από μια άμορφη μάζα που περιλαμβάνει
ένστικτα, επιθυμίες και ανάγκες που τείνουν να εκφραστούν βίαια και αυθόρμητα.
Το εγώ, διαμορφώνεται
όταν ο άνθρωπος έλθει σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο και κατανοήσει ότι οι
ανάγκες και οι επιθυμίες του δεν μπορούν να ικανοποιούνται αυτόματα αλλά πρέπει
να ακολουθεί τους κοινωνικούς κανόνες. Οι κυριότερες λειτουργίες του εγώ είναι
η σκέψη, η λογική, η κρίση και ο προγραμματισμός.
Το υπερεγώ είναι
το στοιχείο της προσωπικότητας που διαμορφώνεται τελευταίο. Τούτο περιλαμβάνει τις
γονικές νουθεσίες, τις κοινωνικές επιταγές, τους νόμους και την αντίληψη όλων
αυτών που "πρέπει" να γίνουν και μας επιβάλλουν η κοινωνία, και η
ειδικότερη μορφή της, η οικογένεια.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή αυτή θεωρία της ψυχανάλυσης,
τα αγχογόνα γεγονότα που ενδημούν στην τρίτη ηλικία όπως είναι η
συνταξιοδότηση, η χηρεία, η ασθένεια, αποτελούν δοκιμασίες για την ψυχική υγεία
του ανθρώπου, στις οποίες δεν θα μπορέσει να αντεπεξέλθει εάν οι παιδικές
εμπειρίες μας δεν ήταν ιδανικές. Τότε το εγώ δεν θα είναι σε θέση να
προσαρμοστεί μετά από τα σκληρά χτυπήματα που δέχεται και είναι πιθανό να
καταφύγει σε αμυντικούς μηχανισμούς για να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα.
Οι μηχανισμοί άμυνας είναι καλό να χρησιμοποιούνται μόνο περιστασιακά και αμέσως μετά ο άνθρωπος να επανέρχεται και να αναλαμβάνει τις ευθύνες του γιατί αν χρησιμοποιούνται διαρκώς ως πάγια τακτική αντιμετώπισης της πραγματικότητας, τότε αρχίζουν τα ψυχολογικά προβλήματα.
Ερμηνεία της συμπεριφοράς των ηλικιωμένων σύμφωνα με την ψυχαναλυτική κατεύθυνση
Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική η εξέταση
της παιδικής ηλικίας θα δείξει ποιό μπορεί να είναι το πρόβλημα που
αντιμετωπίζει ένας ηλικιωμένος. Σύμφωνα με το ψυχαναλυτικό μοντέλο της
ανθρώπινης συμπεριφοράς ψυχολογικά συμπτώματα που δηλώνουν την ύπαρξη ενός
γεγονότος που προκαλεί άγχος και αγωνία, δοκιμάζουν το ενήλικο μέρος της
προσωπικότητας του ατόμου, δηλαδή το Εγώ. Εάν το Εγώ καταφέρει να προσαρμοσθεί
στη νέα πραγματικότητα και να διατηρήσει τον έλεγχο των πραγμάτων, τότε η ψυχική
ισορροπία θα διαφυλαχθεί. Εάν, όμως το Εγώ δεν τα καταφέρει, επειδή η δομή του
δεν είναι στέρεα σχηματισμένη από την παιδική ηλικία, τότε το Αυτό (Id) θα
υπερισχύσει, και οι ασυνείδητες ανάγκες, επιθυμίες και ένστικτα θα βγουν στην
επιφάνεια κυριαρχικά και θα δημιουργήσει το σύμπτωμα ή το ίδιο το ψυχολογικό
πρόβλημα.
Η πεποίθηση ότι η προσωπικότητα είναι τελικά καθορισμένη
σημαίνει ακόμα ότι όσο καλύτερες και περισσότερες προσαρμογές έχει πετύχει το
άτομο στη διάρκεια της πρώτης νεότητας και της μεσήλικης ζωής του, τόσο
περισσότερο κατοχυρωμένο εισέρχεται στην τρίτη ηλικία που αποτελεί ένα
εξελικτικό στάδιο στην ανοδική πορεία της ζωής.
Σε κάθε περίπτωση, η ισχυρή δόμηση του ενήλικου μέρους
της προσωπικότητας, δηλαδή του Εγώ, θα κρίνει την έκβαση της μάχης έναντι των
δύο άλλων μερών της προσωπικότητας, του παράλογου Αυτό και του ιδανικού
Υπερεγώ. Το ισχυρό Εγώ κατέχει το ρόλο του συμβιβαστή ανάμεσα στα δύο άλλα μέρη
της προσωπικότητας και επιδιώκει να τα ικανοποιήσει και τα δύο.
Η συμπεριφορά του επιστήμονα δείχνει ότι εφόσον το Εγώ, που δημιουργεί τη γέφυρα με την πραγματικότητα και τον εξωτερικό κόσμο παραμένει κυρίαρχο απέναντι στο Εκείνο και το Υπερεγώ, το γεγονός αυτό σηματοδοτεί το ψυχαναλυτικό κριτήριο της γνήσιας ψυχικής υγείας.
Αξιολόγηση της συμπεριφοριστικής κατεύθυνσης στη μελέτη της τρίτης ηλικίας
Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών αμφισβητήθηκε η
αποτελεσματικότητα των κλασικών ψυχαναλυτικών τεχνικών στη θεραπεία
συναισθηματικών προβλημάτων.
Ο συμπεριφορισμός, αντίθετα, αποτελεί την κυρίαρχη θεωρία
και πρακτική από τους ψυχολόγους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που
αφορούν την τρίτη ηλικία.
Οι αρχικές θέσεις των συμπεριφοριστών ότι οι γενετικές
προδιαγραφές των ανθρώπινων πλασμάτων, δηλαδή, οι σκέψεις και τα συναισθήματα,
δεν έχουν καμία θέση σε μια γνήσια επιστημονική μελέτη τους, μετατράπηκε σε μια
πλήρη αναδίπλωση, τα τελευταία είκοσι χρόνια, σύμφωνα με την οποία όλες αυτές
οι εσωτερικές διεργασίες αποτελούν τη μέθοδο-κλειδί για την ψυχολογική
θεραπεία.
Αυτή η στροφή του συμπεριφορισμού και η μετεξέλιξή του σε
"Γνωστική θεωρία της μάθησης" (Cognitive learning theory), εμφανίζει
τον σύγχρονο Συμπεριφορισμό και τις τεχνικές του ως πολύ δημοφιλείς, ανάμεσα σε
άλλους και στους γεροντολόγους. Οι κυριότεροι λόγοι για την ευρεία αυτή αποδοχή
μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Α) Ο
Συμπεριφορισμός είναι αισιόδοξος. Οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, όχι μόνο
σύμφωνα με την συμβατική αντίληψη δεν είναι καταδικασμένοι να συμπεριφέρονται
με στερεότυπους και μειονεκτικούς τρόπους, αλλά μπορούν να αλλάξουν την
εσωτερική προοπτική που βλέπουν τα πράγματα και να τροποποιήσουν την εξωτερική
τους συμπεριφορά επιδιώκοντας και κατακτώντας στόχους που έχουν και οι νέοι.
Β) Ο Συμπεριφορισμός έχει ευρεία προοπτική. Οι ηλικιωμένοι δεν παραμένουν στην διατήρηση δραστηριοτήτων που υπηρετούν μια πάγια αντίληψη αυτού που οι ψυχαναλυτικοί ονομάζουν προσωπικότητα, αλλά επεκτείνουν τη δράση τους σε κάθε περιοχή της ζωής και γίνονται αποδεκτοί ως μια ομάδα του γενικού πληθυσμού που προσελκύει το ενδιαφέρον των ερευνητών και μελετητών και αξίζει να μελετηθεί.
Αξιολόγηση της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης στη μελέτη της τρίτης ηλικία
Η αρνητική εικόνα και η αδιαφορία για τους ηλικιωμένους,
που ήταν εγγενής στο παραδοσιακό μοντέλο του S. Freud, έχει
ανατραπεί εντελώς από παλαιούς και νεότερους ψυχαναλυτικούς, όπως ο C. Jung και ο Eric Erkson. Σύμφωνα
με τους τελευταίους, η τρίτη ηλικία είναι μια περίοδος όπου μπορεί να σημειωθεί
θετική αλλαγή της προσωπικότητας.
Ακόμη σημαντικότερο, η τρίτη ηλικία είναι η πιο σημαντική περίοδος στην οποία συμβαίνει η πνευματική ανέλιξη του ανθρώπου. Το ποιοτικό στοιχείο, που διαφοροποιεί την τρίτη ηλικία από όλες τις άλλες ηλικίες του ανθρώπου, είναι που αποδίδει την περισσότερη αίγλη και το μεγαλείο στην προχωρημένη φάση της ζωής.
Η τρίτη ηλικία ως στάδιο ανέλιξης
Μεταξύ των νεότερων ψυχαναλυτικών ο C. Jung και ο Eric Erkson έχουν αναθεωρήσει την αρχική τοποθέτηση του θεμελιωτή της ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης S. Freud, ο οποίος αγνοούσε την ενήλικη φάση της ζωής και επικέντρωνε την προσοχή του στην ανάλυση των ψυχοσεξουαλικών σταδίων που ολοκληρώνονται νωρίς στη ζωή του παιδιού και του εφήβου. Η ριζοσπαστική θεωρία του Jung ειδικότερα, θεωρεί ότι το δεύτερο μέρος της ζωής του ανθρώπου είναι πιο ενδιαφέρον και πιο σημαντικό από το πρώτο μισό. Οι θέσεις του Erikson είναι πιο μετριοπαθείς σε σχέση με αυτές του Jung. δεν θεωρεί ότι η μεγάλη ηλικία είναι αναγκαστικά πιο σημαντική σε σχέση με τη μικρή ηλικία, αλλά πιστεύει ότι είναι μι περίοδος όπου σημειώνεται σαφής ψυχοκοινωνική ανέλιξη στον άνθρωπο που τη διέρχεται.
Οι θέσεις του Carl Jung για την τρίτη ηλικία
O C.Jung παρότι υπήρξε στενός συνεργάτης και προστατευόμενος του S.Freud, το 1912
αποφάσισε να εγκαταλείψει τον τρόπο με τον οποίο ο Freud ερμήνευε
την ψυχική ζωή του ανθρώπου και κυρίως τη θέση ότι η ψυχολογική εξέλιξη του
ανθρώπου ολοκληρώνεται μέχρι την ηλικία των 5 ετών, και να ιδρύσει δική του
σχολή. Ο Jung δεν
μπορούσε να δεχθεί ότι όλη η ενήλικη ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά απλή
αντανάκλαση των αναγκών που είχε σαν παιδί.
Στη νέα θεωρία που δημιούργησε, ο Jung
υποστηρίζει ότι η "νεότητα" (youth)
τοποθετείται από την εφηβεία ως τα μέσα της δεκαετίας των 30 και περιλαμβάνει
όλα τα στάδια της εφηβείας, της πρώτης νεότητας και της πρώτης ενήλικης ζωής.
Μετά τα 35 και έως τα 39 περίπου, η φυσική και σεξουαλική ενέργεια του ατόμου
κατασταλάζει και δίνει τη θέση της σε μια ενδοσκόπηση που σκοπό έχει την
αποτελεσματικότερη επικοινωνία και την προσφορά στους άλλους.
Ο Jung πιστεύει
ότι το να διστάζει κανείς να μπει στην φυσιολογική περίοδο της ωριμότητας και
να επιμένει να διατηρεί την "ψυχολογία της φάσης της νεότητας" στη
διάρκεια της μέσης και της τρίτης ηλικίας, είναι επικίνδυνο.
Εάν όμως η εξέλιξη του ατόμου γίνει φυσιολογικά, είμαστε
σε θέση να δεχθούμε όλες τις πλευρές της προσωπικότητάς μας, και έτσι βαθμιαία
ολοκληρωνόμαστε σαν άνθρωποι.
Η θεωρία του Jung περιλαμβάνει εκτεταμένες αναλύσεις για τα αρσενικά
στοιχεία (animus), και τα
θηλυκά στοιχεία (anima) της
προσωπικότητάς μας, σε μια αντιστοιχία ανάλογη με τη σχέση αρσενικού - θηλυκού
στο καθαρά βιολογικό επίπεδο.
Στη διάρκεια της μέσης ηλικίας, οι άνδρες γίνονται πιο
ανεκτικοί, αφού αφήνουν να αναδυθούν τα θηλυκά στοιχεία της προσωπικότητάς τους
και αντίστοιχα οι ώριμες γυναίκες αφήνουν να αναφανεί η πιο αποφασιστική και ενεργητική
πλευρά του εαυτού τους.
Η μέση ηλικία, κατά τον Jung, τοποθετείται από 40 έως 60 ετών και σηματοδοτεί μια αλλαγή που είναι γνωστή ως "κρίση της μέσης ηλικίας" (midlife crisis). Η προέλευση της δημοφιλούς αυτής έννοιας ανάγεται στη θεωρία που διατύπωσε ο Jung για την εξέλιξη στην ενήλικη ζωή (Belsky, 1990). Η μετάβαση που εκτελείται κατά τη διάρκεια της μέσης ηλικίας, έχει μεγάλη ψυχολογική σημασία, κατά τον Jung, γιατί το άτομο προετοιμάζεται για την είσοδό του στην τρίτη ηλικία και την αντιμετώπιση του γεγονότος του θανάτου, με γαλήνη και ετοιμότητα.
Οι θέσεις του Eric Erikson για την τρίτη ηλικία
Ο αμερικανός φροϋδιστής Erikson συνδύασε
ορισμένες θέσεις από τη βιολογική θεωρία του Freud με
νεότερες κοινωνιολογικές απόψεις και διαμόρφωσε τη θεωρία που καλύπτει όλες τις
ηλικίες, από τον πρώτο χρόνο της ανθρώπινης ζωής, μέχρι τη γεροντική ηλικία.
Στο σύγγραμμά του "Παιδική ηλικία και κοινωνία" (1963) ο Erikson
υποστηρίζει ότι σε κάθε φάση της ζωής του το άτομο δραστηριοποιείται για να
ικανοποιήσει διαφορετικές ψυχοκοινωνικές ανάγκες με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει
οκτώ βασικές αναπτυξιακές κρίσεις του Εγώ, που είναι οι εξής:
1) Εμπιστοσύνη - Δυσπιστία (πρώτο έτος)
2) Αυτονομία - Αμφιβολία (δεύτερο έως τρίτο έτος)
3) Πρωτοβουλία - Ενοχή (τρίτο έως έκτο έτος)
4) Φιλοπονία - Μειονεξία (έκτο έως ενδέκατο έτος)
5) Ταυτότητα - Σύγχυση ρόλων (δωδέκατο έως εικοστό έτος)
6) Οικειότητα - Απομόνωση (νεανική ηλικία)
7) Κοινωνικό ενδιαφέρον - Αυτοαπορρόφηση (ώριμη ηλικία)
8) Καταξίωση - Απόγνωση (γεροντική ηλικία)
Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στην όγδοη και τελευταία
αναπτυξιακή κρίση, παρατηρούμε ότι αυτή βασίζεται σε όλες τις προηγούμενες και
το άτομο έχει κατορθώσει να αντιμετωπίσει σωστά όλες τις προηγούμενες θα είναι
σε θέση να επιλύσει και την τελευταία.
Από τη θέση της τρίτης ηλικίας, το άτομο απελευθερωμένο πια από επαγγελματικές δραστηριότητες και υποχρεώσεις, αξιολογεί τη συνολική πορεία του και αν πραγματοποίησε αξιόλογους στόχους, τότε νιώθει το συναίσθημα της καταξίωσης, ενώ αν έμειναν ανεκπλήρωτες βασικές του επιθυμίες και φιλοδοξίες, τότε βιώνει το συναίσθημα της απόγνωσης, δηλαδή την πικρία της αποτυχίας στη ζωή.
Η ψυχολογική θεωρία της διά βίου εξέλιξης
Ένα από τα σημαντικότερα θέματα της γεροντικής ψυχολογίας
είναι το μέγεθος και η έκταση της αλλαγής που παρατηρείται σε διάφορους τομείς
της ζωής του ηλικιωμένου.
Τρεις αντιθετικές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την τρίτη
ηλικία και την έκταση της αλλαγής που συμβαίνει εκεί.
Πρώτον, κυρίαρχη είναι η στερεότυπη άποψη, στη σκέψη των
περισσότερων ανθρώπων, ότι η γήρανση είναι εξισωμένη με την κάμψη, σύμφωνα και
με την έμμεση υποστήριξη της παραδοσιακής ψυχαναλυτικής θεωρίας.
Δεύτερον, υποστηρίζεται και η άποψη ότι οι άνθρωποι της
τρίτης ηλικίας δεν διαφέρουν στην ουσία από τους νέους, δηλαδή πως οι ηλικιωμένοι
αποτελούν μια ομάδα τόσο ετερογενή, όσο και οι αντίστοιχες ομάδες των άλλων
ηλικιών του γενικού πληθυσμού. Η ηλικία δεν είναι υπεύθυνη για καμία ουσιαστική
αλλαγή. Τρίτον, υπάρχει μία εναλλακτική πρόταση που υποστηρίχθηκε από τους
νεότερους ψυχαναλυτικούς. Η τρίτη ηλικία διαφέρει από τις προηγούμενες διότι σ'
αυτή σημειώνεται αλλαγή, με την έννοια της ανέλιξης, προς το καλύτερο.
Οι τρεις αυτές αντικρουόμενες απόψεις εμπεριέχονται στην
ψυχολογική θεωρία, της δια βίου εξελικτική προσέγγιση. Οι γεροντολόγοι που
διατύπωσαν την θεωρία (Baltes,Reese & Lipset, 1980, και
Baltes & Willis, 1977), υπήρξαν
και οι ίδιοι δόκιμοι ερευνητές της τρίτης ηλικίας, επομένως η θεωρία αυτή είναι
ιδιαίτερα βαρύνουσα σε σημασία και περιεχόμενο.
Η δια βίου εξελικτική προσέγγιση δεν υποστηρίζει χωριστά,
καμία από τις προαναφερθείσες απόψεις, αλλά και τις τρεις συνολικά, όσο υπάρχει
ζωή, δηλαδή στο διάστημα ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο.
Ο γεροντολόγος ψυχοθεραπευτής οφείλει να διαθέτει μια σειρά από μεθόδους και τεχνικές, ώστε να παράσχει ψυχολογική βοήθεια σε μια ποικιλία περιστάσεων.
Γ΄- ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στην εξελικτική ψυχολογία της τρίτης ηλικίας
χρησιμοποιούνται σήμερα μια σειρά από αρκετά πολύπλοκες και πολυσύνθετες
ερευνητικές μέθοδοι, καθώς η ψυχική ζωή των ηλικιωμένων είναι εξαιρετικά
δύσκολο να ερευνηθεί.
Επιπλέον, το κόστος που συνεπάγεται μια έρευνα με υποκείμενο τους γέροντες που βρίσκονται εγκατεσπαρμένοι στο γενικό πληθυσμό (και όχι αυτούς που κατοικούν σε ιδρύματα και οίκους ευγηρίας) είναι πράγματι πολύ υψηλό. Κατά συνέπεια οι μεθοδολογικές δυσχέρειες στην έρευνα και το υψηλό κόστος είναι οι δύο κύριες αιτίες για τις οποίες οι πρόοδοι στη γεροντολογία σημειώνονται τόσο αργά
Μεθοδολογικά προβλήματα στην έρευνα της τρίτης ηλικίας
Το πιο βασικό από τα μεθοδολογικά προβλήματα που έχει στη
διάθεσή του ένας ερευνητής είναι το γεγονός πως οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας
δεν είναι εύκολο να βρεθούν συγκεντρωμένοι έτσι ώστε να τους χορηγηθούν τα τεστ
της έρευνας με συστηματικό τρόπο, που να χαρακτηρίζεται από εγκυρότητα και
αξιοπιστία.
Ένα άλλου σοβαρό μεθοδολογικό πρόβλημα αφορά την
αντιπροσωπευτικότητα των δειγμάτων. Για παράδειγμα, τα δείγματα του προέρχονται
από ηλικιωμένους που διαβιούν σε ιδρύματα ή ανήκουν διαφόρους συλλόγους, είναι
δυνατόν να διακρίνονται από γνωστικές μεροληψίες δηλαδή οι απόψεις τους να μην
απηχούν τις απόψεις των συνομηλίκων τους, πολύ συχνά ούτε και τις στάσεις τους (attitudes).
Για τους λόγους αυτούς, πολύ διαφορετικές τεχνικές, όπως π.χ. εργαστηριακές έρευνες, ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, μέχρι και φυσιολογικές παρατηρήσεις, που διενεργούνται στον φυσικό χώρο των ηλικιωμένων, χωρίς οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι να ερωτηθούν, είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται
Μεθοδολογικά ερωτήματα στην έρευνα της τρίτης ηλικίας
Το βασικό ερευνητικό ερώτημα που τίθεται στις γεροντολογικές έρευνες είναι: Τι παραμένει σταθερό και, αντίστοιχα, τι αλλάζει στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, σε σχέση με τις προηγούμενες ηλικίες, εκτός από τη χρονολογική ηλικία; Τι συμβαίνει με τις διεργασίες που εμπλέκονται στη γήρανση, δηλαδή με τη μνήμη, την προσωπικότητα, τις ψυχικές διαταραχές και άλλα
Εξελικτικές ερευνητικές μέθοδοι
Ο εξελικτικός ψυχολόγος της γεροντολογικής ψυχολογίας,
ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη χρονολογική
ηλικία και κάποιον άλλο παράγοντα.
Η μέτρηση της επίδρασης της ηλικίας επάνω στη συμπεριφορά
έχει συνδεθεί με τρεις ερευνητικές μεθόδους: τη συγχρονική, τη διαχρονική και
την time-lag μέθοδο.
Έχοντας υπόψη τους περιορισμούς που θέτουν οι ερευνητικές μέθοδοι της εξελικτικής ψυχολογίας, εξετάζονται μία προς μία
Συγχρονικές μέθοδοι για την τρίτη ηλικία και περιορισμοί τους
Ο κυριότερος παράγοντας που υφίσταται στις έρευνες που
ακολουθούν τη συγχρονική μέθοδο έχει σχέση με την εσωτερική εγκυρότητα των
πειραματικών σχεδίων. Η ερευνητική εμπειρία του P.B. Bayles (1968) και
του K.W. Schaie (1967,
1970, 1973) έχει δείξει ότι παράλληλα με την επίδραση της χρονολογικής ηλικίας,
υπάρχουν τέσσερις ακόμη επιδράσεις από ισάριθμους παράγοντες, οι οποίες συνδυάζονται
με τις αρχικές επιδράσεις της χρονολογικής ηλικίας και συσκοτίζουν την
πραγματική επιρροή της. Οι επιδράσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
1. Επίδραση της γενεάς
2. Επίδραση της επιλεκτικής δειγματοληψίας
3. Επίδραση της επιλεκτικής επιβίωσης
4. Επίδραση της αλλαγής λόγω κοντινότητας στον θάνατο
Διαχρονικές μέθοδοι για την τρίτη ηλικία και περιορισμοί τους
Στις έρευνες της τρίτης ηλικίας όπου επιλέγεται η
διαχρονική μέθοδος, πολλά από τα προβλήματα των συγχρονικών ερευνών λύνονται
αυτομάτως. Ο κυριότερος λόγος γι αυτό είναι ότι οι διαχρονικές έρευνες μετρούν
τις πραγματικές ενδο-ατομικές αλλαγές που σημειώνονται με την πάροδο της ηλικίας,
αφού παρακολουθούν τα ίδια άτομα στην πορεία της ζωής τους. Οι διαχρονικές έρευνες
είναι κατά κανόνα περιορισμένες σε προκαθορισμένες γενεές ατόμων, και κάθε άτομο
που συμμετέχει σ’ αυτές εξετάζεται και επανεξετάζεται πολλές φορές (Baltes, 1977). Σε
επόμενη δειγματοληψία, τα δεδομένα που συλλέγονται δεν είναι ανεξάρτητα, αλλά
σχετίζονται ευθέως με τα δεδομένα που προέκυψαν από τις προηγούμενες μετρήσεις.
Η έμφαση των διαχρονικών ερευνών είναι στη διακύμανση εντός
της ομάδας, δηλαδή της γενεάς.
Κατά συνέπεια οι διαχρονικές έρευνες μας δίνουν τη δυνατότητα
να μελετούμε την ηλικίωση και τη γήρανση τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο.
Επίσης, οι διαχρονικές έρευνες μας δίνουν τη δυνατότητα
να εξετάζουμε την αλληλεπίδραση διαφόρων μεταβλητών σε διαφορετικά χρονικά σημεία.
Απ' όλα τα παραπάνω συνάγεται
ότι η διαχρονική μέθοδος είναι η πιο κατάλληλη για τη μέτρηση των εξελικτικών αλλαγών.
Πέρα από τους περιορισμούς που ισχύουν για τις συγχρονικές
έρευνες, για τις διαχρονικές έρευνες ισχύουν και οι τέσσερις περιορισμοί που
ακολουθούν:
1. Χρόνος μέτρησης
2. Εγκατάλειψη του προγράμματος
3. Πρακτική άσκηση
4. Τάση προσέγγισης προς τον μέσο όρο.
Μέθοδος εκτίμησης της πολιτιστικής αλλαγής
Η υπό συζήτηση μέθοδος, γνωστή στη βιβλιογραφία ως time-lag design, αντιπαρατίθεται στις δύο προηγούμενες μεθόδους επειδή δεν αποβλέπει στην εκτίμηση των ψυχολογικών αλλαγών που συμβαίνουν ως αποτέλεσμα της ηλικίας, αλλά στην εκτίμηση των αλλαγών εκείνων που είναι αποτέλεσμα πολιτιστικής αλλαγής (Baltes, 1968, Baltes et al., 1977, Friedrich, 1972, Schaie, 1965, 1970).
Μέθοδοι των διαδοχικών μετρήσεων για τη τρίτη ηλικία
Εξετάζοντας τη συγχρονική μέθοδο και τη διαχρονική μέθοδο
για την έρευνα της τρίτης ηλικίας διαπιστώσαμε ότι οι μεθοδολογικοί κίνδυνοι
που καραδοκούν και νοθεύουν τα αποτελέσματα των ερευνών είναι πολλοί και
εναλλασσόμενοι.
Η συνειδητοποίηση τη ανεπάρκειας των δύο μεθόδων οδήγησε έναν
από τους πιο επιφανείς γεροντολόγους ερευνητές τον Werner Schaie στην προσπάθεια να συνδυάσει τις δύο μεθόδους, έτσι ώστε να προβάλλει τα
πλεονεκτήματα της καθεμιάς, μειώνοντας παράλληλα την επίδραση των μειονεκτημάτων
τους. ζη προσπάθειά του ξεκίνησε το 1965, με σκοπό να αναδείξει μια σαφέστερη
εικόνα της επίδρασης της ηλικίας, περιορίζοντας τις επιδράσεις, πρώτον, της
γενεάς από την οποία προέρχονται οι μετρήσεις και δεύτερον, του χρόνου μέτρησης.
Το 1967 ο Schaie παρουσίασε
ένα μοντέλο όπου συνδύαζε τη συγχρονική μέθοδο, τη διαχρονική μέθοδο και τη μέθοδο
της πολιτιστικής αλλαγής.
Το μοντέλο αυτό του Schaie εκτός από
τα προφανή πλεονεκτήματα είχε και τα ακόλουθα μειονεκτήματα:
α) στη συγχρονική έρευνα συμφύρονται οι ηλικιο-εξαρτώμενες
διαφορές με τις διαφορές των γενεών
β) στη διαχρονική έρευνα συμφύρονται οι ηλικιο-εξαρτώμενες
διαφορές με τις διαφορές που οφείλονται στον χρόνο μέτρησης και
γ) στην έρευνα της πολιτιστικής αλλαγής συμφύρονται οι
αλλαγές μεταξύ των γενεών με τις αλλαγές που οφείλονται στον χρόνο μέτρησης.
Ο Schaie, μετά από
μακροχρόνιες δοκιμές, ήταν σε θέση να προτείνει ένα πολύ αποτελεσματικό μοντέλο
έρευνας, το 1977.
Το νέο μοντέλο του Schaie βασίζεται
στις διαδοχικές μετρήσεις που γίνονται όσον αφορά τις γενεές και το χρόνο μέτρησης
και ονομάζεται τριπαραγοντικό μοντέλο, όπου ο ερευνητής επανεξετάζει τις ομάδες
μετά από διάστημα αρκετών χρόνων.
Τα δεδομένα που προκύπτουν από το παραπάνω μοντέλο μπορούν
να αναλυθούν με τρεις τρόπους:
α) ακολουθώντας τις γενεές (cohort - sequentiality)
β) ακολουθώντας τους χρόνους (time - sequentiality)
γ) ακολουθώντας την απλή συγχρονική μέθοδο (cross - sequentiality
Ο τρόπος
ανάλυσης εστιάζει στην αλληλεπίδραση της γενεάς με την ηλικία και τη σχέση των
δύο με την εξαρτημένη μεταβλητή, αλλά εξετάζει, επίσης, την αλληλεπίδραση μεταξύ
γενεάς και χρόνου μέτρησης, όπως και την αλληλεπίδραση του χρόνου μέτρησης με
την ηλικία και τη σχέση των δύο με την εξαρτημένη μεταβλητή.
Το μοντέλο αυτό εκπροσωπεί σήμερα τον πιο προηγμένο τρόπο έρευνας στην εξελικτική ψυχολογία της τρίτης ηλικίας.
Οι σημαντικές διαχρονικές έρευνες για την τρίτη ηλικία
Δύο σημαντικά παραδείγματα διαχρονικών ερευνών, που αξίζει να βρουν μιμητές και σε άλλες χώρες στο μέλλον, είναι η, χρονικά αρχαιότερη, έρευνα που άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο Πανεπιστήμιο Duke των ΗΠΑ και η έρευνα του Γεροντολογικού Ερευνητικού Κέντρου της Βαλτιμόρης, της οποίας χορηγός ήταν το Εθνικό Ινστιτούτο για τη Γήρανση, που ακολούθησε, και άρχισε το 1959.
Η μελέτη των ηλικιωμένων στη διαχρονική έρευνα του Duke
περιελάμβανε εκτεταμένες μετρήσεις πάνω σε ιατρικά, ψυχολογικά και κοινωνικά
προβλήματα. Η επιλογή των υποκειμένων έγινε με κριτήρια αναλογικής εκπροσώπησης
κατά το φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα και την κοινωνικο - οικονομική
κατανομή των ηλικιωμένων ανθρώπων της περιοχής. Κανένας από τους μετόχους της
έρευνας δεν είχε εισαχθεί σε ίδρυμα.
Στη διάρκεια του αρχικού γύρου των ερευνών (1955-1959)
πήραν μέρος 256 άτομα, για τα οποία κρατήθηκαν πλήρη αρχεία. Όπως όμως
συμβαίνει σε όλες τις διαχρονικές έρευνες σε κάθε επόμενη εξέταση, ο αριθμός
συμμετοχής μειωνόταν σταθερά. Μέχρι το 1965 οι εξετάσεις επαναλαμβάνονταν κάθε
τρία ή τέσσερα χρόνια, ενώ μετά το 1972 οι εξετάσεις επαναλαμβάνονταν κάθε δύο
χρόνια. Μετά το 1972 διενεργήθηκαν διάφορες ανατροφοδοτήσεις (follow ups) με τα
υποκείμενα της έρευνας που ακόμη ζούσαν.
Παρά το γεγονός ότι η διαχρονική έρευνα του Duke έχει ολοκληρωθεί εδώ και 20 χρόνια, ακόμη και σήμερα παραμένει από τις πιο
σημαντικές πηγές πληροφοριών για το τι συμβαίνει μέχρι την ηλικία των 60 ετών. Η
γεροντολογική έρευνα εμπλουτίστηκε με πολύτιμη γνώση για τον τρόπο με τον οποίο
οι ηλικιωμένοι προσαρμόζονται σε ψυχο-κοινωνικές αλλαγές όπως είναι η συνταξιοδότηση,
η χηρεία, ο περιορισμός της φυσικής ικανότητας, το πως αλλάζουν τα ενδιαφέροντά τους ή, αντίθετα,
παραμένουν τα ίδια και το πως οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν τις ψυχο-πιεστικές
καταστάσεις και το άγχος.
Πάντως, η διαχρονική έρευνα του Duke παρουσίαζε,
σύμφωνα με τα σύγχρονα κριτήρια της γεροντολογικής επιστήμης και ορισμένα
μειονεκτήματα, όπως:
- οι
ερευνητές που εργάστηκαν πριν από 35 και περισσότερα χρόνια δεν διέθεταν
τα μετρητικά εργαλεία της επίδοσης των ηλικιωμένων που έχουμε σήμερα,
- τις
βελτιωμένες μεθόδους που αφορούν την προσωπικότητα και τη σκέψη,
- τις σύγχρονες
στατιστικές επεξεργασίες για τις μετρήσεις του δίπολου σταθερότητα - αλλαγή
και επιπλέον,
- περιορίστηκαν,
κατά την επιλογή των υποκειμένων τους, στις ηλικίες 60 και άνω και με τον
τρόπο αυτό έχασαν την ευρύτερη εικόνα που δίνει η μεταβατική περίοδος 50
και άνω.
Πολλά από τα παραπάνω μειονεκτήματα της έρευνας του Duke αποφεύχθηκαν
στη διαχρονική έρευνα της Βαλτιμόρης η οποία συνέχιζε να διενεργείται για τέταρτη
δεκαετία από την έναρξή της με τη συμμετοχή διεπιστημονικής ομάδας ερευνητών.
Τα δεδομένα που συλλέγονται σε αυτή τη δεύτερη έρευνα
αφορούν άτομα από την ηλικία των 20 έως την ηλικία των 90 ετών και συμμετέχουν
εθελοντικά σε αυτή 650 άνδρες και 350 γυναίκες.
Οι ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται τα ερευνώμενα
άτομα είναι από τις πιο εκτεταμένες. Εκατοντάδες φυσιολογικές μετρήσεις καταγράφονται
(π.χ. η δύναμη αρπαγής του χεριού, ο χρόνος αντίδρασης σε καθορισμένα ερεθίσματα,
η ποσότητα του λίπους του σώματος, το πόσο βαθιά μπορεί το άτομο να αναπνεύσει,
κ.ά.). Η ικανότητα της μνήμης και της μάθησης εκτιμάται με ειδικές δοκιμασίες (tests). Η
προσωπικότητα και οι τρόποι αντιμετώπισης του άγχους εκτιμώνται επίσης σε
κανονικά διαστήματα.
Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από όλες τις παραπάνω μετρήσεις πείθουν τους ερευνητές του προγράμματος ότι αξίζει ο χρόνος και ο τρόπος που δαπανάται για να εκτιμήσουμε την ποιότητα ζωής στη διάρκεια της μέσης και της μεγάλης ηλικίας.
Δ΄ ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη διάρκεια της τρίτης ηλικίας σημειώνονται σαφείς και
σημαντικές βιοσωματικές αλλαγές. Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει την ικανότητα να
αναπληρώνει τις φυσιολογικές απώλειες, χάρη στους εσωτερικούς αμυντικούς του
μηχανισμούς, μέχρι την ηλικία των 60 ή 65 ετών, ενώ μετά την ηλικία αυτή οι
φθορές γίνονται αισθητές. Το σώμα γίνεται μικρότερο, το σχήμα και η μορφή του
σταδιακά μεταβάλλονται και το δέρμα αποκτά ρυτίδες.
Η λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων μεταβάλλεται, δηλαδή
σημειώνονται βλάβες κυρίως στην όραση και την ακοή, ενώ η όσφρηση και η γεύση
μειώνονται.
Παράλληλα, σημειώνεται σταδιακή επιβράδυνση στην κινητική
ικανότητα και την ικανότητα αντίδρασης. Η γήρανση συμβαίνει ακολουθώντας τρία
μοντέλα (patterns) και είναι
μια φυσιολογική εξέλιξη της ζωής. Κάθε άτομο γηράσκει με τον δικό του μοναδικό
τρόπο, συνεπώς ο βαθμός γήρανσης είναι διαφορετικός σε ότι αφορά τις φυσιολογικές,
ψυχοφυσιολογικές και συμπεριφοριστικές μετρήσεις του ίδιου ατόμου.
Οι χρόνιες και ανίατες παθήσεις (έως τώρα) από τις οποίες
μπορεί να πάσχουν τα άτομα της τρίτης ηλικίας δεν παρακωλύουν την καθημερινή
φυσιολογική τους δραστηριότητα. Αντίθετα, οι λειτουργικές βλάβες έχουν σχέση με
την παρεμπόδιση της καθημερινής λειτουργίας του ηλικιωμένου από τους ανθρώπους
που τον υπηρετούν ή από την παραίτηση του ίδιου του ηλικιωμένου από το να
χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις του.
Οι συνηθισμένες ασθένειες της τρίτης ηλικίας είναι η
οστεοπόρωση - οστεοαρθρίτιδα, που προσβάλλει κυρίως τις γυναίκες, οι ορθοπεδικές
βλάβες που μπορεί να οδηγήσουν σε ατυχήματα λόγω πτώσης του ηλικιωμένου, ο καρκίνος,
τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα αναπνευστικά νοσήματα και οι οργανικές εγκεφαλικές
βλάβες.
(πρόκειται για συρραφή αποσπασμάτων από τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια -σε οκτώ συνολικά- του βιβλίου, που αξίζει, κατά τη γνώμη μου, να διαβαστεί.... )
Πηγή: Άννα Παγοροπούλου, Ψυχολογία της τρίτης ηλικίας, Εκδ. Αθήνα 1993, σ.σ. 312.
Γ. Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου