Σκέψεις με αφετηρία το γνωστό βιβλίο της Αλ. Κορωναίου
Όλοι οι συνεπείς με τις δημοκρατικές πεποιθήσεις τους πανεπιστημιακοί δάσκαλοι που έτυχε να γνωρίσω κατά τη διάρκεια του περάσματός μου από τους χώρους της ψυχολογίας, της ιστορίας και της παιδαγωγικής, αποφεύγουν να δηλώσουν απόλυτοι γνώστες των θεμάτων του αντικειμένου τους και -σε κάποιο βαθμό- συγγενικών αντικειμένων ' σπεύδουν να σημειώσουν την υποκειμενικότητα της διδακτικής προσέγγισής τους, κι ας αυτο-υποτιμούν με αυτό τον τρόπο την εγκυρότητα και την αντικειμενικότητα των θέσεων και των απόψεών τους.
Αυτό συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, και στην περίπτωση αυτού του βιβλίου, όπου η συγγραφέας-επιμελήτρια υπονοεί στον πρόλογο πως το συγκεκριμένο βιβλίο παρότι τιτλοφορείται έτσι, δεν είναι ούτε "Μια" ούτε "Η" ούτε καν, απλά, "Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου", αλλά σημειώνει πως είναι μια συλλογή κειμένων για τον ελεύθερο χρόνο που εκφράζει τις απόψεις των συγγραφέων που παρατίθενται εδώ.
Τα μόνα κοινά χαρακτηριστικά των κοινωνιολόγων που φιλοξενούνται εδώ φαίνεται να είναι η γαλλική καταγωγή, η ειλικρίνεια στην προσέγγιση της έννοιας του ελεύθερου χρόνου και η διεισδυτική σκέψη.
Ο Ζοφρ Ντυμαζντιέ, που θεωρείται πατέρας της κοινωνιολογίας του ελεύθερου χρόνου, επιχείρησε πρώτος στη δεκαετία του '50 να διακρίνει τον ελεύθερο χρόνο ως ιδιαίτερο αντικείμενο της κοινωνιολογίας, με συγκεκριμένες ασχολίες είτε θρησκευτικές, είτε πολιτικές, είτε ψυχαγωγικές-πολιτιστικές.
Θυμάμαι μια φίλη, καθηγήτρια κοινωνιολογίας να μονολογεί με πικρία στο διάλειμμα μιας διάλεξης: "Ελεύθερος χρόνος ' το τελευταίο αντικείμενο ενδιαφέροντος στην διδασκαλία της κοινωνιολογίας!"
Άκουσα αρχικά με κατάπληξη και στη συνέχεια με κατανόηση το παράπονό της καθώς η προσωπική μου άποψη ήταν εντελώς αντίθετη, δηλαδή, ότι η ελευθερία αρχίζει με τον ελεύθερο χρόνο (Μαρξ). Κατά τη γνώμη μου, ελεύθερος χρόνος είναι ο πραγματικά βιωμένος -από τον άνθρωπο- χρόνος, εκπαιδευτικά και ψυχαγωγικά, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο και η βάση κάθε δημιουργικής ανάπτυξης. Ο Τόμας Μορ στην Ουτοπία δείχνει να εκτιμάει ιδιαίτερα τη σχέση αγροτικής εργασίας και κοινωνικής ζωής.
Ας προσπαθήσουμε να διακρίνουμε στοιχεία και χαρακτηριστικά της έννοιας αυτής. Πρώτα-πρώτα η έννοια του χρόνου από την αρχαιότητα, έχει ιδιαίτερες σημασίες στη φιλοσοφία, τη φυσική, την οικονομία, τη λογοτεχνία, την ψυχολογία, τη βιολογία και την κοινωνιολογία. Στη συνέχεια η έννοια της εργασίας. Ο Αντρέ Γκορζ διακρίνει τρεις μορφές ανθρωπισμού της εργασίας: η πρώτη αντιπροσωπεύει την επαγγελματική αμειβόμενη δραστηριότητα, η δεύτερη τη λεγόμενη εργασία για τον εαυτό μας και την τρίτη τις λεγόμενες αυτόνομες δραστηριότητες που παράγουν πολιτισμό υπερβαίνοντας τις έννοιες της παραγωγικότητας και του κοινωνικού χρόνου.Το γεγονός ότι δηλώνεται ένας χρόνος ως "ελεύθερος" γίνεται μάλλον για να διακριθεί από το άλλο μέρος του, που θα μπορούσε να ονομαστεί "σκλαβωμένος, υποδουλωμένος" ή έστω "δεσμευμένος" χρόνος. Που; Μα, βέβαια στην εργασία! Μα είναι η εργασία, δουλειά, δουλεία ή εξαναγκασμός; Προφανώς στην βιομηχανική, μεταβιομηχανική και, τώρα, στην τεχνολογική εποχή που ζούμε, μάλλον έτσι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η κατάργηση ή η κατάφωρη παραβίαση των ωραρίων εργασίας από τους εργοδότες, μειώνει έως μηδενισμού τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων. Σε αυτή την περίπτωση, ένας άνθρωπος χωρίς ελεύθερο χώρο-χρόνο να ανασυγκροτήσει την προσωπικότητά του δεν είναι "άνθρωπος" αλλά εργαζόμενος "σε αναστολή", έως την επόμενη ημέρα όπου θα "ξαναγίνει" ή μάλλον θα "παραμείνει" μόνο εργαζόμενος. Μα, όλα αυτά θα μου πείτε, είναι από γνωστά, έως, σχεδόν αυτονόητα ' γιατί να τα επαναλάβουμε εδώ; Είναι μια προσπάθεια να καταλάβουμε, γιατί αν καταλάβουμε θα διεκδικήσουμε και αρχίζοντας να διεκδικούμε θα επαναστατήσουμε και αν επαναστατήσουμε, συνήθως, θα μείνουμε άνεργοι! Όχι, δεν ειρωνεύομαι τον εργαζόμενο, ούτε δηλώνω ηττοπάθεια και απαξιώ να διεκδικήσω εργασιακά δικαιώματα και ανθρώπινες συνθήκες εργασίας, διαπιστώνοντας το μάταιο του εγχειρήματος. Αντίθετα, αναζητώ με αγωνία την αρχή της διαδικασίας που μετέτρεψε έναν σχεδόν απόλυτα ελεύθερο άνθρωπο, σε έναν άλλο, εντελώς εξαρτώμενο από τις συνθήκες και τους όρους εργασίας, άνθρωπο.
Τι θα έπρεπε να διαθέτει ένας εργαζόμενος για να απελευθερωθεί από τις συχνά απάνθρωπες συνθήκες εργασίας του; Το κεφάλαιο και τα μέσα παραγωγής, θα απαντούσε ο Μαρξ. Είναι εφικτό, κάτω από τις παρούσες συνθήκες να αποκτήσει κάτι τέτοιο; Μόνο με εξέγερση και επανάσταση. Αλλά ο άνθρωπος έχει συνηθίσει να επιβιώνει, έστω και κάτω από δουλικές συνθήκες για να μην διακινδυνεύσει να χάσει την όποια ζωή του, στην προσπάθεια να διεκδικήσει μια αναβαθμισμένη, εργασιακά, εκδοχή της.
Το ζήτημα να εργάζεται κάποιος λιγότερο, αλλά να παράγει περισσότερο, κατά τον Ντυρκέιμ, δεν έχει λυθεί. Οι μηχανές που ήρθαν στις περιόδους της βιομηχανικής και της τεχνολογικής επανάστασης για να υποβοηθήσουν την ανθρώπινη εργασία, έφτασαν στις μέρες μας, να αντικαταστήσουν την ανθρώπινη εργασιακή παρουσία.
Οι ψυχολόγοι και οι παιδαγωγοί που θέλησαν να συμβάλλουν στην εξήγηση της ύπαρξης ή της δημιουργίας του ελεύθερου χρόνου από τον νέο άνθρωπο κινήθηκαν στην γραμμή: παιχνίδι > σχολική εκπαίδευση > επαγγελματική κατάρτιση > θέση εργασίας.
Αναλυτικότερα, στην νηπιακή και προσχολική ηλικία, ο χρόνος ενασχόλησης με το παιδικό παιχνίδι είναι άπλετος, με την προϋπόθεση πως οι γονείς είναι σε θέση να προσφέρουν στο παιδί παιχνίδια που θα το αναπτύξουν στη συνέχεια ως άτομο και ως κοινωνικό χαρακτήρα. Το παιχνίδι σημαίνει την είσοδο του παιδιού σε ένα σύμπαν ψευδαισθήσεων που αναπαύει και ψυχαγωγεί συνδυάζοντας την ιδέα των ορίων ανάμεσα στον καταναγκασμό και την ελευθερία, τη μονοτονία και την εφευρετικότητα. Πρώτη προϋπόθεση στην παιδευτική διαδικασία, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να είναι η ολοκλήρωση των εργασιών στο δημοτικό σχολείο και η παραχώρηση όλου του υπόλοιπου χρόνου του παιδιού σε δημιουργικές ασχολίες ' ο χρόνος δεν πρέπει να "παραχωρείται" ως ελεύθερος, αλλά να είναι αυτονόητο πως είναι πραγματικά.
Στη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, νομίζω πως θα πρέπει να διαπιστώνονται οι κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του παιδιού και να αρχίζει ο προσανατολισμός του παιχνιδιού -που δεν παύει να υπάρχει- ως μια κύρια εκπαιδευτική διαδικασία που οργανώνεται καλύτερα, σύμφωνα με ελεύθερα επιλεγμένους εκπαιδευτικούς - ψυχολογικούς κανόνες ενώ εισάγονται, ταυτόχρονα, οι πρώτες, ουσιαστικές προϋποθέσεις κοινωνικοποίησης του παιδιού (Χουίζινγκα).
Η συμμετοχή του ατόμου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πιστεύω πως θα πρέπει να θεωρείται συνέχεια, της εκπαιδευτικής διαδικασίας, που πραγματοποιήθηκε στην προηγούμενη βαθμίδα, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ακαδημαϊκή αγωγή, δηλαδή στην συνειδητοποίηση από το νεαρό άτομο πως η παρουσία και η δράση του σε αυτό το ανώτερο παιδευτικό επίπεδο, δεν έχει σκοπό, μέσα από τον επικείμενο εργασιακό ανταγωνισμό, να διακριθούν οι ισχυρότεροι, αλλά οι καλύτερα κοινωνικά προσαρμοσμένοι ' οι ψυχολογικά ισορροπημένοι και όσοι δεν έχουν υιοθετήσει μηχανικά χαρακτηριστικά, αλλά έχουν διατηρήσει την ανθρωπιά τους. Ειδικά για την περίπτωση των ελληνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, χρειάζεται η διασύνδεση της θεωρητικής διδασκαλίας με την πρακτική άσκηση στην αγορά εργασίας -σε μια πρόβα της επικείμενης εργασιακής ένταξης.
Το ιδανικό για το άτομο, κατά τη γνώμη μου, στον χώρο εργασίας θα είναι να "συγχέεται" η εργασιακή διαδικασία με την ενασχόληση με το "εργασιακό επαγγελματικό παιχνίδι", με την παράλληλη παρουσία εργασιακών κανόνων, επαγγελματικής ηθικής και επαρκούς επιστημονικής κατάρτισης.
Στην πρακτική εφαρμογή των εργασιακών δράσεων, ο ελεύθερος χρόνος θα συνυπάρχει και θα συνυφαίνεται με την αμιγή εργασία ' δεν θα διαχωρίζεται "ως απελεύθερος" χρόνος από μια καταναγκαστική εργασία και θα επιτρέπει στο άτομο να μη διχάζεται στην εργασιακή και στην προσωπική του εκδοχή αλλά να παραμένει μια ενιαία και αδιαίρετη προσωπικότητα.
Το "ποτήρι" - οι κοινωνικές δομές, δεν έχει καμία σημασία αν θεωρείται μισοάδειο ή μισογεμάτο ' το ζήτημα είναι να περιέχει την κατάλληλη ποσότητα πόσιμου νερού που χρειάζεται το άτομο για να ξεδιψάσει. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητο ο άνθρωπος, ιδιαίτερα οι γυναίκες και οι νέοι, να παίρνουν θέση στη διεκδίκηση της εργασίας ή στην απόδοση του ελεύθερου χρόνου Το δικαίωμα στην τεμπελιά τον Πωλ Λαφάργκ μοιάζει με την επιλογή ενός ανθρώπου που δεν θέλει να παραδεχτεί ότι διψάει και κάθεται αδιάφορος δίπλα σε ένα άδειο ποτήρι. Οι δραστηριότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου από τον σημερινό άνθρωπο δεν φαίνεται να συνδυάζουν την άποψη του Αριστοτέλη για συνδυασμό της σχόλης με τη σοφία. Ο άνθρωπος που, κατά το κοινώς λεγόμενο "δίνει τον καλύτερο εαυτό του" σε δύσκολες δράσεις, ταυτόχρονα είναι σαν να παραδέχεται ότι έχει και τον "χειρότερο" εαυτό του, όπως σημειώνει ο Γκόφμαν, που αποτυγχάνει να ανταποκριθεί σε άλλες, ανάλογες περιπτώσεις δράσεων. Ο Ανρί Υμπέρ υποστηρίζει ότι όπως ο χώρος έτσι και ο χρόνος αποτελεί αντικείμενο συλλογικών αναπαραστάσεων.
Ο Λαβίβ ντ' Επινέ διακρίνει δύο παραδοσιακές αναπαραστάσεις της εργασίας και του ελεύθερου χρόνου: α) την ικανοποίηση από την εργασία ή στην εργασία που παρατηρείται περισσότερο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα που γι αυτό άλλωστε εξακολουθούν να επενδύουν ψυχολογικά στην εργασιακή δραστηριότητα και β) την απώθηση και τη διάθεση φυγής από την εργασία των λαϊκών στρωμάτων, που επιδιώκουν μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον ελεύθερο χρόνο. Έτσι, το ζήτημα δεν είναι να περιχαρακώνουμε χώρους, όπως η εργασία -κατακερματίζοντάς την- και η προσωπική ζωή, ώστε να διασφαλίσουμε ένα μέρος της ελευθερίας που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, αλλά να διεκδικούμε το σύνολο του χρόνου της ελευθερίας που δικαιούμαστε και αξίζουμε ως ανθρώπινα και δημιουργικά όντα (Ζωρζ Φρίντμαν, Νικόλ Σαμυέλ).
Αν όλος ο χρόνος είναι παντοτινά παρών, όλος ο χρόνος μένει αλύτρωτος (T.S. Eliot)
Γιώργος Χατζηαποστόλου
Πηγή: Αλεξάνδρα Κορωναίου, Κοινωνιολογία του ελεύθερου χρόνου, Εκδ. Νήσος 1996, σ.σ. 392.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου