(* Η φράση προέρχεται από το έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ: "Τρικυμία")
Ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο που παρουσιάζει μια εφιαλτική, πιθανή,
μελλοντική -αλλά, και, ήδη παρούσα, σε σημαντικό βαθμό, σήμερα- εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, που δείχνει
να βαδίζει ηθελημένα προς την ολοκληρωτική καταστροφή για να αποφύγει να
πιστέψει στον Θεό. Το έργο μοιάζει με μια σύγχρονη εκδοχή της Πολιτείας του Πλάτωνα. Η "Δίκη" του Κάφκα, το "1984" του Όργουελ, και η ταινία "Φαρενάιτ 451" του Τρυφώ, παρουσιάζουν παρόμοιες εκδοχές του απάνθρωπου μέλλοντος της κοινωνίας.
Ο Μύθος και η πραγματικότητα
Η ιστορία της ταινίας εξελίσσεται κυρίως στις εγκαταστάσεις ενός παγκόσμιου
οργανισμού που περιλαμβάνει και
συνδυάζει επιστήμη (βιολογία-γενετική), τέχνη (κινηματογράφο, βίντεο, εσωτερικά
κυκλώματα τηλεόρασης) και μια κοινωνία που βρίσκεται σε συνεχές πειραματικό
στάδιο και είναι διαρκώς ελεγχόμενη και καθοδηγούμενη. Οι αρχικοί δότες ωαρίων και σπερματοζωαρίων στη μονάδα γονιμοποίησης, δεν έρχονται σε καμία συναισθηματική επαφή με τους απογόνους τους. Οι έννοιες "πατέρας" και "μητέρα" είναι αλλόκοτα και ανεδαφικά αστεία για τους απογόνους τους. Τα βιβλία και η ανάγνωσή τους είναι μια παλιομοδίτικη, άχρηστη και, τελικά, απαγορευμένη συνήθεια. Η μοναξιά του ατόμου ως επιλογή απαγορεύεται επίσης, γιατί διευκολύνει την ανεξάρτητη από εξωτερικούς επηρεασμούς σκέψη του ατόμου.
Ένα ζευγάρι δύο νεαρών
ηγετικών στελεχών ενός άντρα και μιας γυναίκας αποφασίζουν να πάνε μια σύντομη
βόλτα στον χώρο έξω από τον οργανισμό όπου κατοικούν πάμφτωχοι άνθρωποι που
μένουν σε τρώγλες, τρέφονται με σκουπίδια και έχουν αφεθεί στη μοίρα τους από
τη διοίκηση του οργανισμού. Συμβαίνει ένα ατύχημα στη γυναίκα και ο άντρας
θεωρεί πως έχει χάσει τη ζωή της. Μετά από χρόνια διαπιστώνει πως η γυναίκα ζει
και μάλιστα έχουν αποκτήσει και έναν γιό ' τον Τζων, που επειδή δεν έχει
επώνυμο ο Άρχοντας του Οργανισμού τον
ονομάζει Τζων Άγριο. Ο Τζων αντιπροσωπεύει το σύμβολο της υγείας, της πίστης
στη χριστιανική θρησκεία και της λατρείας του ουσιαστικού νοήματος της
ελεύθερης, από εξωτερικό έλεγχο και ψυχολογικούς εξαναγκασμούς, ζωής.
Κεφάλαιο 1
Ανάλογα με την επεξεργασία ανάπτυξης και τους οικονομικούς και
κοινωνικούς ρόλους που καλούνται να υπηρετήσουν οι άνθρωποι τους χωρίσαμε σε
πέντε κατηγορίες: Άλφα, Βήτα, Γάμα, Δέλτα και Έψιλον. Οι άνθρωποι της κατηγορίας
Α προ-εκπαιδεύονται κατάλληλα ώστε να λειτουργούν ως ηγέτες και διευθυντικά
στελέχη, ενώ όσοι, και όσες, για παράδειγμα, ανήκουν στις κατηγορίες Δ και Ε,
για να απασχολούνται ως εργάτες και βοηθητικό προσωπικό. Οι τύποι Άλφα και Βήτα
παραμένουν στους εκκολαπτήρες, μέχρις οριστικής εμφιαλώσεως, ενώ οι τύποι Γάμα,
Δέλτα και Έψιλον ξανα-αποσύρονται μέσα σε τριάντα έξι ώρες, για να υποστούν τη
μέθοδο Μποκανόφσκι. Η μέθοδος αυτή παράγει πολλαπλάσιο αριθμό, δίδυμων, γονιμοποιημένων
ωαρίων, σε σχέση με τις έως τώρα αργές και χρονοβόρες παραδοσιακές μεθόδους γονιμοποίησης. Αλλά, ενώ η μέθοδος Μποκανόφσκι, συνίσταται βασικά σε αναστολή της κανονικής
ανάπτυξης, παραδόξως, το ωάριο αντιδρά πολλαπλασιαζόμενο.
- «Και ποιό είναι το όφελος;»
τόλμησε να ρωτήσει ένας αφελής φοιτητής.
- «Η μέθοδος Μποκανόφσκι» φώναξε
αγανακτισμένος ο Διευθυντής «είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες κοινωνικής
σταθερότητας! Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τώρα, γνωρίζουμε
επιτέλους που βρισκόμαστε: Κοινότητα,
Ταυτότητα, Σταθερότητα».
Κεφάλαιο 2
Ο Διευθυντής με τους φοιτητές μπήκαν στην αίθουσα που έγραφε ΒΡΕΦΟΚΟΜΕΙΟ
- ΘΑΛΑΜΟΙ ΝΕΟΠΑΥΛΟΒΙΑΝΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ.
Σκοπός του προγραμματισμού ήταν τα οκτάμηνα βρέφη να απωθηθούν από την
έλξη που θα μπορούσαν να τους ασκήσουν στο μέλλον τα λουλούδια και τα βιβλία,
που όπως είναι γνωστό αποτελούν μεγάλο κίνδυνο τόσο για τη δημιουργία μιας
κοινωνικής ταυτότητας όσο, ασφαλώς, και για την σταθερότητα.
Μερικές νοσοκόμες, μετά από εντολή του Διευθυντή αράδιαζαν στο πάτωμα
μια σειρά από βάζα με τριαντάφυλλα ' πάμπολλα τριαντάφυλλα, χιλιάδες
ροδοπέταλα. Με την είσοδο του διευθυντή, οι νοσοκόμες στάθηκαν σε προσοχή.
- «Απλώστε τα βιβλία», είπε
αυστηρά.
Ανάμεσα στα βάζα με τα ροδοπέταλα, τοποθετήθηκαν τα βιβλία, μεγάλα
παιδικά βιβλία, ανοιγμένα σε διάφορες σελίδες, με ελκυστικές χρωματιστές
εικόνες, ζώων, πουλιών, ψαριών.
- «Και τώρα, φέρτε τα παιδιά.
Βάλτε τα στο πάτωμα. Γυρίστε τα ώστε να μπορούν να αντικρίζουν τα βιβλία και τα
λουλούδια».
Τα μωρά σώπασαν βλέποντας τα βιβλία και τα λουλούδια και ύστερα άρχισαν
να μπουσουλάνε προς αυτά και σε λίγο τα έφτασαν. Εκείνη τη στιγμή ο ήλιος βγήκε
από τα σύννεφα, τα χρώματα των λουλουδιών και των εικόνων στα βιβλία ζωντάνεψαν
και τα παιδιά έβγαλαν χαρούμενες κραυγές θαυμασμού και χαράς. Τότε ο Διευθυντής έκανε νόημα σε μια νοσοκόμα να κατεβάσει έναν μοχλό
στον ηλεκτρικό πίνακα και φώναξε: «Προσέξτε τι θα γίνει τώρα».
Ακούστηκε μια απότομη έκρηξη. Μια σειρήνα στρίγκλιζε ' άρχισαν να
χτυπάνε ξέφρενα τα κουδούνια του κινδύνου. Τα μωρά τραντάχτηκαν και άρχισαν να ξεφωνίζουν.
Τα προσωπάκια τους είχαν παραμορφωθεί από τον τρόμο.
- «Και τώρα», κραύγασε ο
Διευθυντής θα ολοκληρώσουμε την πρώτη φάση της μαθησιακής μας άσκησης με ένα ελαφρύ
ηλεκτροσόκ. Έκανε πάλι νόημα στη νοσοκόμα ' εκείνη κατέβασε έναν άλλο διακόπτη
που φόρτιζε το δάπεδο με ηλεκτρισμό. Οι κραυγές των μωρών άλλαξαν ξαφνικά τόνο
και τα κορμάκια σπαράζανε ενώ τα χέρια και τα πόδια τινάζονταν σαν νά 'ταν
μαριονέτες.
- «Αρκεί» είπε ο Διευθυντής. «Προσφέρετέ τους πάλι τα
βιβλία και τα λουλούδια».
Τα μωρά, αυτή τη φορά, στη θέα των τριαντάφυλλων και των ωραίων εικόνων
των βιβλίων οπισθοχωρούσαν και γρύλλιζαν τρομαγμένα.
- «Προσέξτε τα», είπε
θριαμβευτικά ο Διευθυντής «οι έννοιες έχουν συζευχθεί: βιβλία ίσον πανδαιμόνιο
και λουλούδια ίσον ηλεκτρική εκκένωση». Και συμπλήρωσε ήρεμος «Ύστερα από διακόσιες επαναλήψεις του ίδιου ή
παρόμοιου μαθήματος οι έννοιες θα ήταν πια άρρηκτα συνδεδεμένες». Θα μεγαλώσουν με αυτό που οι ψυχολόγοι έλεγαν
κάποτε, ενστικτώδες μίσος για τα βιβλία και τα λουλούδια, δηλαδή, θα αποκτήσουν
αρνητική ευαισθητοποίηση και εξαρτημένη μάθηση. Θα έχουν αποκτήσει ανοσία και
στα δύο και έτσι η κοινωνική σταθερότητα δεν θα κινδυνεύει.
Κεφάλαιο 3
Το πρόγραμμα Κοινότητα, Ταυτότητα, Σταθερότητα προχωρούσε κανονικά, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις
υπήρχαν απρόβλεπτες αντιδράσεις. Οι δέκα Άρχοντες που κυβερνούσαν τον κόσμο,
ένας από τους οποίους ήταν και ο Μουσταφά Μοντ, αντιλήφθηκαν πως η βία δεν
αποδίδει, και, τότε, άρχισαν να εφαρμόζονται απλούστερες, ασφαλέστερες μέθοδοι.
Η Εξω-γέννεση, η Νεο-Παυλοβιανή καλλιέργεια, η Υπνοπαιδεία.
Η εκστρατεία ολοκληρώθηκε με μια πλήρη εξόντωση του Τύπου, με το
κλείσιμο των Μουσείων, με την ανατίναξη όλων των ιστορικών Μνημείων, (όσων δεν
είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του ... Πολέμου) και με την απαγόρευση όλων
των βιβλίων που είχαν εκδοθεί πριν από το (ΣΕΑΘΜ) Σωτήριο Έτος 150 Από Θεοποιήσεως
Μηχανής.
- «Που να σας τα λέω», πρόσθεσε ο
Μοντ. «Υπήρχαν κάτι πράγματα που τα έλεγαν Πυραμίδες του Χέοπος ή ένας άνθρωπος
που τον έλεγαν Σαίξπηρ. Ασφαλώς δεν τα έχετε ακούσει όλ' αυτά, και δεν πρέπει
να τα έχετε ακούσει. Αυτά είναι τα οφέλη μιας πραγματικά επιστημονικής
εκπαίδευσης... ».
Και συνέχισε: «Η Νέα Εποχή
ανέτειλε με ένα συνταρακτικό γεγονός: την καθιέρωση ενός ενιαίου τύπου αυτοκινήτου υπό
του προφήτου Χένρυ Φορντ. Υπήρχε, βέβαια, τότε και κάτι άλλο, που ελέγετο
Χριστιανισμός, αλλά εβασίζετο στην ηθική και τη φιλοσοφία της υποκαταναλώσεως.
Μια τέτοια φιλοσοφία ήταν αναγκαία σε μια εποχή υποπαραγωγής. Αλλά η λιτότητα
στην Εποχή της Μηχανής και της Ακμής του Αζώτου, είναι έγκλημα εναντίον του
Κοινωνικού Συνόλου. Το Παγκόσμιο Κράτος ετίμησε τον Χένρυ Φορντ και η Φόρντειος
Ημέρα πανηγυρίζεται με Συλλογικές Ψαλμωδίες και Λειτουργίες Αλληλεγγύης».
«Βέβαια, την εποχή εκείνη οι άνθρωποι πίστευαν ακόμα στην Άλλη Ζωή,
αλλά όσο ζούσαν, κατέβαζαν τόννους αλκοόλ. Βέβαια, υπήρχε κάτι που λεγόταν
"ψυχή" και κάτι άλλο που λεγόταν "αθανασία", αλλά,
ταυτόχρονα παίρνανε και τα σκονάκια τους, μορφίνη, ηρωίνη, κοκαΐνη. Ο κίνδυνος
και πάλι ήταν μεγάλος. Οι άνθρωποι έπρεπε να γιατρευτούν από το αλκοόλ και τα
ναρκωτικά» ' όχι για τους ίδιους, αλλά για χάρη της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνικής
σταθερότητας. «Το Σωτήριο Έτος 178
Α.Θ.Μ. δύο χιλιάδες φαρμακολόγοι και βιοχημικοί επιστρατεύθηκαν και στρώθηκαν
στη δουλειά για να παράγουν το ιδανικό υποκατάστατο».
«Μέσα σε έξι χρόνια είχε κιόλας διατεθεί στην παγκόσμια αγορά. Το
βάφτισαν: Σόμα. Ευφορικό ναρκωτικό, ευχάριστα παραισθησιακό. Επιτρέπει στον
άνθρωπο να απομακρύνεται από την πραγματικότητα, κάθε φορά που το επιθυμεί,
χωρίς να ξυπνάει το άλλο πρωί με πονοκέφαλο ή, ακόμα χειρότερα με έναν
εδραιωμένο Μύθο».
«Η Σταθερότητα πια είχε εξασφαλισθεί. Το μόνο που απέμενε τώρα ήταν να
κατανικηθεί το γήρας. Και κατενικήθη. Γοναδαλική ορμόνη, μεταγγίσεις νεανικού αίματος,
άλατα μαγνησίου και, να, που κάποια στιγμή, το γήρας εξαλείφεται και μαζί του,
βέβαια, όλες οι νοητικές ιδιοτυπίες του γεροντισμού. Οι χαρακτήρες παραμένουν
σταθεροί, όσο διαρκεί η ζωή και στα εξήντα έχει κανείς την έφεση και τη δύναμη
για εργασία και αναψυχή που είχε στα δεκαεφτά. Ενώ στον παλιό, εκείνο, φριχτό
καιρό, οι γέροι αποτραβιόνταν από τη ζωή, τό 'ριχναν στη θρησκεία και στο διάβασμα
και στη σκέψη - άκου πράγματα ΄ στη
σκέψη».
«Αυτό είναι πολιτισμός!»
Κεφάλαιο 17
- «Θυσιάσατε την τέχνη. Θυσιάσατε και την επιστήμη. Με άλλα λόγια
πληρώσατε ένα αρκετά ακριβό τίμημα για τη διασφάλιση της ευτυχίας» είπε ο Τζων (Άγριος)
όταν μείνανε μόνοι. «Χρειάστηκε να θυσιάσετε, άραγε, και τίποτε άλλο;».
- «Και βέβαια, τη θρησκεία» είπε ο Άρχοντας (Μουσταφά Μοντ). «Πριν από
τον ... Πόλεμο οι άνθρωποι πίστευαν στον Θεό. Αλλά, βέβαια» συνέχισε «εσείς
ξέρετε τα πάντα σχετικά με τον Θεό».
Ο Άγριος δίστασε ' κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν εύρισκε λόγια να
εκφρασθεί ' ούτε καν από τον Σαίξπηρ.
Στο μεταξύ ο Άρχοντας είχε πάει στην άλλη άκρη του σπουδαστηρίου και
ξεκλείδωσε ένα μεγάλο χρηματοκιβώτιο, από όπου έβγαλε έναν παχύ μαύρο τόμο.
- «Φαντάζομαι πως δεν έχετε διαβάσει αυτό το βιβλίο».
Ο Τζων το πήρε στα χέρια του. «Η Αγία Βίβλος» διάβασε τον τίτλο φωναχτά
«Περιέχουσα την τε Παλαιάν και Καινήν Διαθήκη».
- «Ούτε αυτό». «Χριστού Μίμησις».
- «Ούτε αυτό». Του έδωσε ένα τρίτο. «Ποικιλία Θρησκευτικών Εμπειριών
του Ουίλιαμ Τζαίημς». Και έχω κάμποσα ακόμη...
- «Αφού γνωρίζετε, λοιπόν, και σεις, την ύπαρξη του Θεού, γιατί δεν
τους το λέτε ' γιατί δεν τους δίνετε μερικά από αυτά τα βιβλία;», ρώτησε ο
Άγριος οργισμένος.
- «Για τον ίδιο λόγο που δεν τους δίνουμε τον Οθέλλο. Είναι παλαιά
βιβλία. Αναφέρεται στον Θεό όπως τον πίστευαν αιώνες τώρα. Όχι στον σημερινό
Θεό».
- «Μα ο Θεός δεν αλλάζει»
- «Αλλάζουν όμως οι άνθρωποι».
- «Τι σημασία έχει αυτό;»
- «Μια σημασία που δεν υποπτεύεσθε»
Ξαναπήγε στο χρηματοκιβώτιο πάντα μιλώντας: «Υπήρχε κάποτε, κάποιος,
που ονομαζόταν Καρδινάλιος Νιούμαν ' ένα είδος αρχιψαλμωδού της εποχής».
- «Ναι, ξέρω» είπε ο Τζων «Τό 'χω διαβάσει στον Σαίξπηρ».
- «Ήταν φιλόσοφος αν ξέρετε τι πράγμα είναι αυτό».
- «Κάποιος που ονειρεύεται λιγότερα απ' όσα εμπεριέχονται σε ουρανό και
γη μαζί», είπε ο Άγριος.
- «Θα σας διαβάσω, λοιπόν, ένα από τα όσα ονειρεύτηκε εκείνη τη στιγμή»
είπε ο Άρχοντας. «Δεν ανήκουμε στον εαυτό μας εφόσον δεν φτιάξαμε εμείς τον
εαυτό μας, αλλά στον Θεό που μας κατασκεύασε». «Μόνο οι νέοι και οι πλούσιοι
μπορούν να φαντάζονται πως τα πάντα οφείλονται στη δική τους βούληση».
Ο Μουσταφά Μοντ σταμάτησε, απόθεσε το βιβλίο που διάβαζε και άρχισε να
ξεφυλλίζει το άλλο : «Οι άνθρωποι γερνούν ' νιώθουν μέσα τους εκείνο το
συναίσθημα της αδυναμίας, της αβουλίας και της αρρώστιας που δεν είναι άλλη από
τα ίδια τα γηρατειά ' τότε, όσο προχωρούν τα χρόνια, καταφεύγουν για να
ενισχύσουν τον εαυτό τους στη θρησκεία». «Τώρα, λοιπόν, αισθανόμαστε την ανάγκη
να βασιστούμε σε κάτι σταθερό, δηλαδή στον Θεό».
Ο Άρχοντας έκλεισε το βιβλίο ακούμπησε στην πλάτη της πολυθρόνας του
και είπε: «Κι όμως, ένα από τα πολλά
χαρακτηριστικά είτε του ουρανού είτε της γης, που αυτοί οι φιλόσοφοι ποτέ δεν
ονειρεύτηκαν, είμαστε εμείς. Ναι εμείς, ο σύγχρονος κόσμος». « Αυτή τη στιγμή
έχουμε πετύχει και παράταση της νεότητας και παράταση της ευημερίας ' γιατί
λοιπόν να αναζητούμε την ουράνια βοήθεια εφόσον έχουμε τηνκατακτήσει κοινωνική σταθερότητα;».
- «Δηλαδή, δεν πιστεύετε ότι υπάρχει Θεός;»
- «Κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχει»
- Πώς το εννοείτε;
- «Ο Θεός εκφράζεται κατά
διαφορετικούς τρόπους στον κάθε άνθρωπο»
- «Πως εκφράζεται τώρα;» ρώτησε ο Τζων
- «Τώρα εκφράζεται σαν απουσία. Σαν να μην
υπήρχε»
- «Μα αυτό είναι δικό σας σφάλμα»
- «Ας πούμε πως είναι σφάλμα του
πολιτισμού. Η έννοια του Θεού δεν συμβιβάζεται με την έννοια της Μηχανής, της
επιστημονικής ιατρικής και της παγκόσμιας ευτυχίας. Γι αυτό και πρέπει να
κρατάμε κλειδωμένα όλα αυτά τα βιβλία στα χρηματοκιβώτια», γιατί αν τα αφήναμε
ελεύθερα προσβάσιμα από όλους «θα μοιάζανε αισχρά ' θα σοκάρανε.
- « Ναι, μα δεν είναι φυσικό να
αισθάνεται κανείς πως υπάρχει Θεός; » τον διέκοψε ο Τζων.
- «Δεν είναι καθόλου φυσικό» ούτε, βέβαια, αυτονόητο, «να αισθάνεται
κανείς πως υπάρχει Θεός. Αλήθεια μου θυμίζετε έναν άλλο από εκείνους τους
παλιούς φιλοσόφους που τον έλεγαν Μπράντλεϋ και έλεγε πως η φιλοσοφία είναι η
αναζήτηση εσφαλμένων βάσεων για τα όσα πιστεύει κανείς από ένστικτο. Οι
άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό γιατί έχουν προκαλλιεργηθεί να πιστεύουν».
- «Κι όμως» επιμένει ο Άγριος «είναι
φυσικό το να πιστεύει κανείς στον Θεό όταν είναι μόνος, απόλυτα μόνος και
σκέφτεται τον θάνατο...»
- «Γι αυτό και φροντίζουμε να
μην είναι ποτέ μόνοι οι άνθρωποι και κατασκευάζουμε με τέτοιο τρόπο τη ζωή
τους, ώστε να τους είναι απολύτως αδύνατο να αισθανθούνε μόνοι». - Ο
Τζων κούνησε το κεφάλι σκεφτικός. «Και η
αυτοθυσία;» είπε «Αν πιστεύατε στο Θεό
θα είχατε κάποιο λόγο να προβαίνατε σε αυτοθυσίες;»
- «Ο μηχανικός πολιτισμός είναι
δυνατός μόνον όταν δεν υπάρχει αυτοθυσία. Αντίθετα πρέπει κανείς να απολαμβάνει
τα πάντα μέχρι το ακρότατο σημείο που επιτρέπει η υγιεινή και η οικονομία.
Αλλιώς οι τροχοί παύουν να κινούνται».
- «Θα είχατε, όμως, κάποια αιτία για να διατηρήστε αγνοί» είπε ο
Άγριος, κοκκινίζοντας λίγο, καθώς πρόφερε τη λέξη.
- «Η αγνότητα προϋποθέτει πάθη '
η αγνότητα οδηγεί σε νευρασθένεια. και τα πάθη και η νευρασθένεια επιφέρουν
αστάθεια κοινωνική και η κοινωνική αστάθεια σημαίνει τέλος του πολιτισμού. Δεν
μπορείς να έχεις έναν βιώσιμο πολιτισμό χωρίς ένα σωρό ευχάριστα πάθη.»
- «Κι όμως, ο Θεός είναι η μόνη
βάση για κάθε ευγενές και ωραίο και ηρωικό. Άν πιστεύατε στον Θεό ....»
- «Νεαρέ μου φίλε» είπε ο
Μουσταφά Μοντ «Ο πολιτισμός δεν έχει
ανάγκη ούτε από γενναιοφροσύνη ούτε από ηρωισμό. Αυτά είναι συμπτώματα
πολιτικής ανεπάρκειας και παρουσιάζονται μόνον όπου υπάρχουν ασταθείς
κοινωνικές συνθήκες. Σήμερα, όμως, δεν
έχουμε πολέμους ή προσήλωση σε διαφορετικά είδωλα ή πειρασμούς που πρέπει
να κατανικηθούν και κάνουμε το παν να
αποτρέψουμε τους ανθρώπους να αγαπούν υπερβολικά οτιδήποτε. Δεν υπάρχει καν
διχασμός αφοσιώσεως αφού όλοι είναι προεκπαιδευμένοι να κάνουν αυτό που πρέπει
και το κάνουν με ευχαρίστηση, προσφέροντας στον εαυτό τους την ικανοποίηση της
δημιουργικότητας, χωρίς να μπορούν να κάνουν διαφορετικά.»
- «Εμένα μ' αρέσουν οι
περιπλοκές».
- «Σ' εμάς δεν αρέσουν» είπε ο Άρχοντας. «Μας αρέσει να πράττουμε
καθετί με άνεση».
- «Μα, δεν τη θέλω την άνεση.
Θέλω τον Θεό. Θέλω την ποίηση. Θέλω τους πραγματικούς κινδύνους. Θέλω την
ελευθερία. Θέλω την καλοσύνη. Θέλω την αμαρτία».
- «Με άλλα λόγια» είπε ο
Μουσταφά Μοντ «διεκδικείς το δικαίωμα να είσαι δυστυχής». - «Ακριβώς»
είπε ο Άγριος, «διεκδικώ το δικαίωμα να
είμαι δυστυχής».
- «Αλλά, και το δικαίωμα να
γεράσεις και να είσαι άσχημος και ανίκανος και νά 'χεις καρκίνο και κάθε άλλη κληρονομική
και μεταδοτική αρρώστια, νά 'σαι μιαρός και πεινασμένος, να ζεις με τον
διαρκή φόβο του Αύριο, και να
βασανίζεσαι από ανείπωτους πόνους κάθε είδους».
Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή.
- «Ναι ' τα διεκδικώ όλα αυτά» είπε
ο Άγριος.
Ο Μουσταφά Μοντ σήκωσε τους ώμους.
- «Με γειά σου, με χαρά σου» αποκρίθηκε.
Κεφάλαιο 18
Η πόρτα του λουτρού ήταν μισάνοιχτη όταν μπήκαν μέσα ο Μπέρναρντ και ο
Χέλμχολτς.
- «Τζων», φώναξαν.
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Κάποια στιγμή η πόρτα του λουτρού άνοιξε κι ο
Άγριος εμφανίστηκε κατάχλωμος.
- «Πήγα να δω τον Άρχοντα,
σήμερα το πρωί» είπε ο Άγριος.
- «Γιατί;»
- «Για να τον ρωτήσω αν θα
μπορούσα να έρθω κι εγώ στα νησιά μαζί σας»
- «Τι σου είπε;» ρώτησε ο Χέλμχολτς με ενδιαφέρον.
- Ο Άγριος κούνησε το κεφάλι
«Δεν μου το επιτρέπει»
- «Μου είπε ότι θέλει να
συνεχίσω το πείραμα. Αλλά δεν πρόκειται να τους αφήσω να πειραματίζονται πάνω
μου. Ό,τι και να πουν όλοι οι Άρχοντες του κόσμου, θα φύγω κι εγώ αύριο».
- «Για που;»
Ο Άγριος κούνησε το κεφάλι «Για οπουδήποτε. Δε με νοιάζει. Αρκεί να
είμαι μόνος»
***
Από το Γκίλφορντ ο αεροδιάδρομος μετάβασης έφτανε στο Πόρτσμουθ. Ο
Άγριος είχε διαλέξει για ερημητήριό του το παλιό φαρόσπιτο, στην κορφή του
λόφου, ανάμεσα στο Πάτενχαμ και το Έλστεντ. Το φυλάκιο. φτιαγμένο από σιδηρο-σκυρόδεμα,
ήταν σε άριστη κατάσταση. Ο Άγριος το είχε βρει πολύ πιο αναπαυτικό από ό,τι θα
ήθελε, όταν ήρθε να το επισκεφτεί για πρώτη φορά, με την πολυτέλεια εκείνου,
ακριβώς του πολιτισμού, που ήθελε να αποφύγει. Ησύχασε τη συνείδησή του
τάζοντας στον εαυτό του μια πιο αποδοτική, σκληρή αυτοπειθαρχία, και μια σειρά
από ενδελεχείς και απόλυτους εξιλασμούς. Την πρώτη νύχτα, σκόπιμα, δεν
κοιμήθηκε. Την πέρασε γονατιστός ζητώντας συγχώρεση πρώτα από τον Θεό του
ένοχου Κλαύδιου, ύστερα από τον Χριστό και τέλος από το δικό του ζώο -
προστάτη, τον αετό. Στη διάρκεια της προσευχής άπλωνε τα χέρια του στο σχήμα
του σταυρού και τα κρατούσε τεντωμένα μέχρι να λιποθυμήσει, παρακαλώντας τον
Θεό «Συγχώρεσέ με! Εξάγνισέ με! Βοήθησέ με να είμαι καλός!»
Σαν ήρθε η αυγή ένιωσε πως είχε πια αποκτήσει το δικαίωμα να μένει στο
φαρόσπιτο, παρότι μέσα στην καρδιά του θεωρούσε πως θα του άξιζε να ζει σε ένα
βρώμικο χοιροστάσιο, μια σκοτεινή τρύπα σκαμμένη στη γη. Αυτό που τον
καθησύχαζε ήταν πως κυρίως υπήρχε η μοναξιά.
Τις πρώτες μέρες ο Τζων τις πέρασε μόνος και ανενόχλητος. Περάσανε
μέρες ολόκληρες χωρίς να αντικρύσει έστω και ένα ανθρώπινο ον. Από τα χρήματα που
του είχαν καταβάλλει πριν φύγει από το Λονδίνο, είχε ξοδέψει τα περισσότερα για
εξοπλισμό. Αγόρασε κουβέρτες, σκοινί και
σπάγγο, καρφιά, κόλλα, μερικά εργαλεία, σπίρτα (αν και είχε σκοπό, με τον
καιρό, να ανάβει φωτιά χωρίς να χρησιμοποιεί σπίρτα), μερικά τσουκάλια και
τηγάνια, δυο ντουζίνες πακέτα σπόρων και δέκα κιλά αλεύρι «Όχι, υποκατάστατο
αλευριού από συνθετικό άμυλο, έστω κι αν ήταν πιο θρεπτικό».
Μέτρησε την περιουσία του. Ό,τι είχε απομείνει θα τού 'φτανε, καθώς
ήλπιζε, για να βγάλει τον χειμώνα. Ως την άνοιξη ο λαχανόκηπος θα ήταν μια χαρά
κι έτσι δεν θα είχε ανάγκη από τον έξω κόσμο. Στο μεταξύ υπήρχε και το κυνήγι.
Είχε δει αρκετούς λαγούς και πάπιες στις λιμνούλες. Άρχισε αμέσως να ετοιμάζει
ένα τόξο και βέλη. Κοντά στο φαρόσπιτο υπήρχαν φλαμουριές και για βέλη ολόκληρο
σύδεντρο από όμορφες φουντουκιές. Η δουλειά του έδινε μια απέραντη ευχαρίστηση.
Είχε, κιόλας, τελειώσει το τόξο, όταν, για πρώτη φορά κατάλαβε, ξαφνιασμένος
πως τραγουδούσε.
***
Λίγο αργότερα, τρεις εργάτες τύπου Δ- από τις ομάδες εργασίας
Μποκανόφσκι του Πάτενχαμ έτυχε να περνάνε παρακάτω από το σπίτι του.
Κοιτάζοντας, είδαν κατάπληκτοι στην κορυφή του λόφου, έναν νεαρό όρθιο έξω από
το εγκαταλειμμένο φαρόσπιτο, γυμνωμένο ως τη μέση, να αυτομαστιγώνεται με ένα
μαστίγιο φτιαγμένο από κομποσκοίνια. Ο Οδηγός του φορτηγού σταμάτησε στην άκρη
του κόσμου και μαζί με τους δύο συντρόφους του άρχισαν να μετράνε τα
μαστιγώματα ' μετά το όγδοο, ο νεαρός σταμάτησε ' έτρεξε ως το κοντινό δάσος '
έκανε εμετό και ξαναγύρισε για να συνεχίσει: εννέα, δέκα, έντεκα, δώδεκα...
- «Ω αγία Μηχανή» αναφώνησε ο
οδηγός.
Όπως ήταν φυσικό, τρεις μέρες αργότερα, σαν τα κοράκια πάνω από ψοφίμι,
πλάκωσαν οι δημοσιογράφοι.
Ο Άγριος, στο μεταξύ, είχε τελειώσει το τόξο και τώρα έφτιαχνε τριάντα
βέλη από ξύλο φουντουκιάς, ενισχυμένα στη μύτη με καρφιά. Τότε, τον πλησίασε ο
πρώτος δημοσιογράφος, πατώντας αθόρυβα στα λαστιχένια παπούτσια του και στάθηκε
πίσω του.
- «Καλημέρα σας, κύριε Άγριε» είπε.
«Είμαι απεσταλμένος της Ώρας».
Σαν να τον δάγκωσε φίδι, ο 'Αγριος πετάχτηκε όρθιος σκορπίζοντας
τριγύρω φτερά, κόλλες και πινέλα.
- «Με συγχωρείτε», είπε ο ρεπόρτερ, με γνήσια συντριβή. «Δεν είχα την πρόθεση να ....». Άγγιξε το
αλουμινένιο καπέλο του, όπου έκρυβε τον πομπό και τον δέκτη του ασυρμάτου.
«Με συγχωρείτε που δεν το βγάζω εντελώς, αλλά είναι λίγο βαρύ» εξομολογήθηκε.
- «Τι θέλεις;» ούρλιαξε ο Άγριος.
- «Καθώς καταλαβαίνετε, οι
αναγνώστες της εφημερίδας μας πολύ θα ενδιαφέρονταν ... »
μουρμούρισε ο δημοσιογράφος με ένα από τα πιο πειστικά και σαγηνευτικά
του χαμόγελα. «Ελάτε κύριε Άγριε! Πέστε στους αναγνώστες μας γιατί φθάσατε ως
εδώ. Τι σας έκανε να εγκαταλείψετε το Λονδίνο τόσο ξαφνικά» και συμπλήρωσε: «Άν
μπορούσατε να μας πείτε τίποτε για κείνο το μαστίγιο».
Ο Τζων πετάχτηκε πάνω. (Που στην ευχή είχανε μάθει για κείνο το
μαστίγιο)
- «όλοι φλεγόμαστε από
ανυπομονησία να μάθουμε για κείνο το μαστίγιο. Ίσως θα μπορούσατε να προβείτε
σε μερικές ανακοινώσεις, σχετικά με τον Πολιτισμό, στο σύνολό του. Ξέρετε τι
εννοώ. "Πως βλέπω το Πολιτισμένο Κορίτσι της Εποχής μας". Κάτι
τέτοιο. Μην φοβάστε! Μόνο μερικά λόγια! Ελάχιστα ... Πέντε-έξι όλα κι όλα».
Ο Τζων τον κοίταξε και έδειξε να συμφωνούσε.
Πέντε-έξι λόγια δεν ήθελε; Πέντε-έξι, όλα-όλα θα είχε ' και ξεστόμισε
πέντε λέξεις σε μια άγνωστη, για τον ρεπόρτερ, γλώσσα. Ύστερα, άρπαξε τον
ρεπόρτερ από τους ώμους τον στριφογύρισε με την πλάτη προς το μέρος του, και
σαν παλιός, καλός ποδοσφαιριστής, του έδωσε μια γερή κλωτσιά στα πισινά.
***
Οχτώ λεπτά αργότερα η είδηση κυκλοφορούσε σε ολόκληρο το Λονδίνο:
Μυστηριώδης Άγριος λακτίζει τον απεσταλμένο μας στον κόκκυγα. Ήταν μια
συνταρακτική επιτυχία, αλλά επιτυχία οδυνηρή για τον δημοσιογράφο που εξασφάλιση
τη σύντομη συνέντευξη, για τί αργότερα, όταν πήγε να τσιμπήσει κάτι στο
εστιατόριο, δεν μπόρεσε να καθίσει, γιατί πονούσαν τα πισινά του.
Απτόητοι από το προειδοποιητικό λάκτισμα που είχε υποστεί ο κόκκυγας
(κοινώς ¨η ουρά") του συναδέλφου τους, τέσσερις άλλοι δημοσιογράφοι που
εκπροσωπούσαν μεγάλες εφημερίδες της Νέας Υόρκης, της Φρανκφούρτης και του
Λονδίνου, φτάσανε εκείνο το απομεσήμερο στο φαρόσπιτο και δέχτηκαν, με ανοδική
βιαιότητα, τα λακτίσματα της υποδοχής του Τζων. Τρίβοντας τα πισινά του ένας
από αυτούς, του φώναξε: «Αρχιηλίθιε!
Γιατί δεν παίρνεις μερικά χάπια ηρεμιστικού;».
- «Στρίβε» αποκρίθηκε ο Άγριος, δείχνοντας τη γροθιά του
- «Θυμήσου! Ο πόνος είναι μια
ψευδαίσθηση!», τόλμησε να συμπληρώσει ο απεσταλμένος.
- «Αυτό νομίζετε;», ρώτησε ο
Άγριος και, αρπάζοντας μια χοντρή βέργα φουντουκιάς, όρμησε μπροστά. Ο
απεσταλμένος, έτρεξε πανικόβλητος προς το ελικόπτερο που τον περίμενε.
Από εκείνη τη μέρα κάτι ελικόπτερα εμφανίζονταν κάπου-κάπου, μέχρι,
που, κάποια μέρα ένα δικό του βέλος, τρύπησε το πάτωμα ενός από αυτά που ήταν
φτιαγμένο από αλουμίνιο, οπότε, συνέχισαν πια να τον παρατηρούν από ασφαλή
απόσταση. Έτσι, φαίνεται πως τα μηχανικά αυτά έντομα βαρέθηκαν και πέταξαν πέρα
για τα καλά.
Τώρα, άλλο τριγύρω δεν ακουγόταν εκτός από τους κορυδαλλούς.
***
Οι μεγάλοι, όμως, "δημοσιογραφικοί οργανισμοί", όπως θα
ονομάζαμε σήμερα τις εταιρείες αναμετάδοσης ειδήσεων, δεν παραιτούνται τόσο
εύκολα, όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο καλός μας Άγριος. Εδώ, χρειαζόταν όχι
ένας δημοσιογράφος της σειράς, αλλά ένας ικανός κινηματογραφιστής. Αυτός
βρέθηκε, και τον έλεγαν Δαρβίνο Βοναπάρτη ' ήταν, αν μη τι άλλο, ένα
ονοματεπώνυμο που συνδύαζε την βιολογία και την πολιτική.
Ήταν ο πιο πεπειραμένος κινηματογραφιστής άγριων ζώων του Οργανισμού
Παραγωγής Αισθησιοταινιών. Αυτά που τον χαρακτήριζαν ήταν υπομονή, επιμονή και
δεξιοτεχνία.
Παραμόνευε, τώρα, στην προσεκτικά κατασκευασμένη κρυψώνα του, καμιά
τρακοσαριά μέτρα από τον Άγριο και παρακολουθούσε, με άκρα προσοχή όσα
συνέβαιναν στον Άγριο.
Τρεις ολόκληρες μέρες είχε περάσει μέσα στην κουφάλα μιας τεχνητής
βελανιδιάς ' τρεις ολόκληρες νύχτες είχε μπουσουλήσει μέσ' στα θυμάρια,
κρύβοντας μικρόφωνα στους θάμνους, θάβοντας σύρματα στην απαλή γκρίζα άμμο.
Εβδομήντα ώρες κακουχίας, και, τώρα, οι τηλεσκοπικές φωτογραφικές
μηχανές ήταν άριστα ρυθμισμένες -καρφωμένες στον κινητό του στόχο. Με φακούς υψηλής
απόδοσης, μπορούσε να συλλάβει, από κοντά, την μανιακά παραμορφωμένη μορφή του
Άγριου, ενώ από τα ακουστικά , συνελάμβανε όλους τους ήχους, τις γροθιές, τις
οιμωγές, τα άγρια μανιασμένα λόγια, που καθώς καταγράφονταν στη μαγνητοταινία
μπορούσαν να τονιστούν και να δώσουν μια ολότελα φρέσκια απόδοση στην παραγωγή
της ταινίας.
***
Δώδεκα μέρες
αργότερα η ταινία ο «Άγριος του Σάρεϋ»
παίχτηκε, ακούστηκε, και μεταδόθηκε με τα αισθησιακά της σύμβολα, σ' όλα τα
αισθησιοθέατρα πρώτης τάξεως της Δυτικής Ευρώπης. Η καταπληκτική απήχηση της
ταινίας είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα την ξαφνική διαταραχή της πρωτόγονης ζωής του
Τζων, με την άφιξη ενός μεγάλου αριθμού ελικοπτέρων. Τη στιγμή που συνέβαιναν
αυτά, ο Τζων σκεφτόταν «Ο θάνατος...θάνατος, ύπνος, τίποτ' άλλο, ίσως όνειρα!
Αλλά σ' αυτόν τον ύπνο του θανάτου, τι όνειρα θα 'ρθουν...». Οι αλήθειες του,
που ήταν πιο πραγματικές κι απ' την αλήθεια, στην απεραντοσύνη του θανάτου και
των θεών.
Το βουητό στον
ουρανό είχε γίνει μπουμπουνητό. Ο Τζων σήκωσε τα μάτια ξαφνιασμένος κι
αντίκρυσε ένα σμήνος ελικοπτέρων που σαν ακρίδες αιωρούνταν και προσγειώνονταν,
γύρω του, στην απλωσιά. Από τα σωθικά αυτών των γιγάντιων ακρίδων έβγαιναν
άνθρωποι ντυμένοι με ψηλή άσπρη φανέλα και γυναίκες με σορτ ή με μεγάλα
ντεκολτέ (γιατί ο καιρός ήταν ζεστός) ΄ ένα ζευγάρι από κάθε ελικόπτερο,
ολόκληρες ντουζίνες. Και κύκλωσαν το φαρόσπιτο, και χάζευαν, και γέλαγαν, και
φωτογράφιζαν και έριχναν στον Τζων φυστίκια, σαν να ήταν μαϊμού και πακετάκια
με τσίκλες από σεξουαλικές ορμόνες, και μπισκοτάκια με αδενικά εκχυλίσματα.
Ο Άγριος είχε οπισθοχωρήσει, με την πλάτη στον τοίχο και κοιτούσε
αμίλητος με τρόμο, σαν άνθρωπος που έχει χάσει πια τα λογικά του.
Όμως βρήκε τη δύναμη να φωνάξει: «Φύγετε!».
Η μαϊμού είχε μιλήσει! Γύρω ακούστηκαν γέλια και χειροκροτήματα.
- «Γειά σου, Άγριε! Ζήτω! Ζήτω!
Το μαστίγιο - το καμτσίκι! Το μαστίγιο - το καμτσίκι!»
Ξεκρέμασε τότε ο Τζων το μαστίγιο από το καρφί, πίσω απ' την πόρτα, κι
άρχισε να απειλεί με αυτό τους βασανιστές του
Πάλι ακούστηκαν σαρκαστικά χειροκροτήματα. Ο Τζων προχώρησε απειλητικά
προς το πλήθος, αλλά σε κάποια στιγμή
σταμάτησε, μόλις συνειδητοποίησε πως η αριθμητική υπεροχή έδινε σ' όλους αυτούς
τους χαζολόγους μια τόλμη την οποία ο Τζων δεν είχε προβλέψει. Ξαφνιασμένος ο
Τζων σταμάτησε και κοίταξε γύρω.
- «Γιατί δεν μ' αφήνετε ήσυχο;» ρώτησε,
μ' ένα παράπονο στην οργισμένη του φωνή.
«Τι θέλετε από μένα;» «Τι
θέλετε από μένα;»
- «Το μαστίγιο» φώναξαν εκατό φωνές μαζί «Την αυτομαστίφωση!
Θέλουμε να σε δούμε να αυτομαστιγώνεσαι!»
Σαν παπαγάλοι, όλοι στο πλήθος λέγανε και ξανάλεγαν το μαγικό σύστημα,
όλο και γρηγορότερα, όλο και δυνατότερα «Το μαστίγιο - το καμτσίκι!». Μα στην
εικοστή πέμπτη, περίπου επανάληψη κάτι συνέβη που τους διέκοψε.
Ένα άλλο ελικόπτερο είχε φτάσει και από αυτό βγήκε πρώτα ένας ξανθός
κοκκινοπρόσωπος νέος , και ύστερα μια νέα γυναίκα με πράσινο σορτ, άσπρο πουκάμισο και ένα μικρό
κασκέτο.
Ο Άγριος βλέποντας τη γυναίκα ταράχτηκε. Στο νεανικό, κουκλίστικο
πρόσωπό της είδε ένα χαμόγελο αβέβαιο, ικετευτικό, σχεδόν ταπεινό και μια
παράτονη έκφραση απελπισίας. Ήταν
φανερό΄ ήταν ένα ερωτικό κάλεσμα!
- Ο Τζων είχε ορμήσει πάνω στη
γυναίκα σαν τρελός και άρχισε να φωνάζει «Γύναιο! Γύναιο!» χτυπώντας τη με το
μαστίγιο, όπου την πετύχαινε.
Ύστερα ο Άγριος έτριξε τα δόντια του, φώναξε «Ω σάρκα!» και τούτη τη φορά, κατέβασε το μαστίγιο πάνω
στους δικούς του ώμους, μονολογώντας «Σκότωσε τη σάρκα! Σκότωσέ τη!».
Ήταν ένα πλήθος που είχε προεκπαιδευτεί σε μαζική συνεργασία, και τώρα με κίνητρο τη
φρίκη του πόνου άρχισαν όλοι να μιμούνται τη φρενίτιδα των χειρονομιών του
Άγριου και να χτυπάνε ο ένας τον άλλον, όπως ο Άγριος χτύπαγε τη δική του
επαναστατημένη σάρκα αλλά και τη σάρκα της γυναίκας που σφάδαζε στα πόδια του,
πάνω στ' αγκάθια.
Περασμένα μεσάνυχτα έφυγε και το τελευταίο ελικόπτερο. Ο ήλιος ήταν
κιόλας ψηλά όταν ο Άγριος ξύπνησε πάνω στα θυμάρια όπου τον είχε πάρει ο ύπνος
μετά τα ηρεμιστικά χάπια που είχε καταναλώσει.
Εκείνο το βράδυ, τα ελικόπτερα
που ξανάρθανε ήταν πάμπολλα. Η περιγραφή του οργίου εξιλέωσης που συνέβη το
προηγούμενο βράδυ ήταν σε όλες τις εφημερίδες.
- «Άγριε!» φώναξαν οι πρώτοι που αποβιβάστηκαν. «Κύριε
Άγριε, που είσαι;»
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Η πόρτα του φαρόσπιτου ήταν μισάνοιχτη και στα
πρώτα σκαλοπάτια της σκάλας, σε μια κόχη, στην άκρη της κάμαρας, είδαν να
αιωρούνται δύο πόδια.
Με αυτή τη φράση τελειώνει η ταινία: " Είμαστε κατασκευασμένοι από
το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένα και τα όνειρα, και οι μικρή ζωή μας
περιβάλλεται από ύπνο".
Πηγές:
Βιβλία:
- Άλντους Χάξλεϋ, Θαυμαστός, Νέος Κόσμος,
μτφρ. Β. Λ. Καζαντζής, Εκδοτική Εταιρεία Πάπυρος 1974, σ.σ. 204, Κεφάλαια 1, 2, 3, 17, 18, (σ.σ. 17-18, 27-30, 51-52, 54, 182-204).
- Άλντους Χάξλεϋ, Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, Εκδ. Μέδουσα 1988 - [ΤΟ ΒΗΜΑ 2013], σ.σ. 337..
Videos:
- Brave New
World(1980)-Full Length Movie.mp4
- Brave New World (1956) - Aldous Huxley as Narrator
(Επιλογή αποσπασμάτων, Σημειώσεις: Γιώργος Χατζηαποστόλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου