Μας χωρίζουν, ήδη, πενήντα χρόνια από την αρχή της Μεταπολίτευσης (1974). Η Ελλάδα των κοινωνικών αναταραχών και των πολιτικών αγώνων έχει μετατραπεί σήμερα στη χώρα των εκατομμυρίων τουριστών. Ο αυτοεξόριστος συγγραφέας εκείνης της περιόδου (1967-1974), που επαναπατριζόταν, απέδωσε το μυθιστόρημα στα αληθινά πρόσωπα που αυτή η ζωή τους ανήκε, κι εγώ, με τη σειρά μου, σημείωσα όποια σημεία με συγκίνησαν στο κείμενο και αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα τα περιστέρια, δηλαδή, τους εκπροσώπους της ειρήνης.
"Ο ζητιάνος έδιωξε τις μύγες που βοσκούσαν πάνω στα βρώμικα γένια του". (σ. 9) Ο φτωχός Έλληνας της εποχής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχε μετατραπεί σε παθητικό δέκτη της ελληνικής πραγματικότητας όπως είχε διαμορφωθεί στη διάρκεια της Επταετίας.
"Ο Μύρος θυμήθηκε πως ... το χτήμα [στο νησί] ήταν μια πατωσιά φαλακρή, κακοτράχαλη, γεμάτη πέτρα και τρίβολους" και "ανέβαιναν συχνά πάνω κει με την Κασσάνδρα" όπου "τ΄αγριόπουλα έκοβαν κύκλους πάνω από τα κεφάλια τουςμα δεν τους ένοιαζε τίποτα, δε φοβόντουσαν, η σιωπή που βασίλευε γέμιζε την ψυχή τους γαλήνη, έκαναν σχέδια και ονειρευόντουσαν". (σ. 38) Τι θά ΄ταν άραγε; Σπίτι; Γυναίκα; Μήπως ένα καινούργιο όνειρο; (σ. 49)
"Μια μέρα στο Παρίσι, καθώς κοιτούσε από της κάμαρης το παράθυρο, πρόσεξε ένα περιστέρι στο λούκι της απέναντι στέγης. Χτυπιόταν ανοιγόκλεινε το ραμφί του, πολέμαγε να πάρει φτερό μα δεν τα κατάφερνε, τα πούπουλά του μαδιόντουσαν, τα 'παιρνε ο αγέρας, τα σκόρπιζε. Το πουλί σερνόταν με την κοιλιά, με τη γούσα, των φτερών οι κινήσεις όλο λιγόστευαν, όλο γινόντουσαν πιο αργές, ώσπου στο τέλος σταμάτησαν. Τότε ο Μύρος είδε από το παράθυρο κείνο τον άντρα που στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου. Φορούσε άσπρη μπλούζα και κασκέτο, από τον ώμο του κρεμόταν ένα σακούλι. Βύθιζε μέσα το χέρι και έριχνε στα πουλιά που φτερούγιζαν γύρω του φαρμακωμένο καλαμπόκι.
Τότε που είχε δει για πρώτη φορά τον άντρα με τη μπλούζα και το κασκέτο, ζούσε μ' ένα κορίτσι με μεγάλα γκριζογάλανα μάτια, ξανθά μαλλιά. ...το βράδυ, τη νύχτα, ... πάλι ερχόταν στη μνήμη του το φαρμακωμένο περιστέρι που τιναζόταν μέσα στο λούκι της στέγης. Δεν έλεγε τίποτα, μόνο περίμενε [την κοπέλα που ήταν δίπλα του] να αποκοιμηθεί κι ύστερα σηκωνόταν, γέμιζα τις τσέπες του σπόρους και ψίχουλα, έβγαινε και τα σκόρπιζε στο πεζοδρόμιο, περασμένα μεσάνυχτα, για να μπορέσουν τα πουλιά να βρουν τη θροφή τους νωρίς το πρωί, πριν έρθει ο άντρας με την άσπρη μπλούζα και το κασκέτο". (σ. 56-57)
Ο κόσμος είναι γεμάτος εγκληματίες. "Μια έκφραση πίκρας χάραξε του Μύρου το πρόσωπο.
- Κάθε φορά που κοιτάζω το πρόσωπο ενός παιδιού, διακρίνω τον κατάλογο με όσα εγκλήματα δεν έχουν γίνει ακόμα σε τούτο τον κόσμο... Αυτό θα 'ναι που οι άνθρωποι αποκαλούν αθωότητα". (σ. 73)
"Σε μια στιγμή περνάει από τη σκέψη του η ανάγκη να συγκεντρώσει γύρω του όλα εκείνα τα συνηθισμένα κι ασήμαντα μικροπράγματα που έμαθε ν' αγαπάει αυτά τα χρόνια, μέρα τη μέρα, νύχτα τη νύχτα, αλλά θα πρέπει να ψάξει όλο το σπίτι, από γωνιά σε γωνιά, από δωμάτιο σε δωμάτιο...
Πάνω στο τραπέζι βλέπει το κουτί με τους σπόρους για τα περιστέρια της γειτονιάς. Μένουν ακόμα λίγοι, Δίχως να ξέρει γιατί, τους μαζεύει με προσοχή και τους ρίχνει στην τσέπη του. Αυτό τον ηρεμεί κάπως, μένει ακίνητος για λίγο μέσα σε κείνο το σιωπηλό σπίτι, προσπαθεί να σκεφτεί, να θυμηθεί...
Παίρνει ένα κομμάτι χαρτί και γράφει βιατικά λίγες λέξεις: Εγώ πήρα τους τελευταίους σπόρους. Μην ξεχνάς τα περιστέρια του δρόμου". (σ. 175)
Γιώργος Χατζηαποστόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου