Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Η έννοια της έδρασης

ΕΑΠ -
Γιώργος Δημητρίου Χ. 30/6/2006

Θέμα: "Η έννοια της έδρασης και μια εξήγηση της οικονομικής επίδρασής της στην κοινωνική πραγματικότητα"

Εισαγωγή
Η εργασία αυτή χωρίζεται σε δύο μέρη. Αρχικά, εξετάζεται σε γενικές γραμμές το νόημα της έννοιας της έδρασης. Στη συνέχεια, αναζητούνται μέσα στις διαφορετικές εκδοχές της παλιάς και ιδιαίτερα της νέας οικονομικής κοινωνιολογίας που παρουσίασαν ορισμένοι κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι και ανθρωπολόγοι όπως είναι ο Μαρκ Γκρανοβέτερ, ο Καρλ Πολάνυι, ο Κλίφορντ Γκρητς και ο Ρόναλντ Ντορ, εμπειρικά στοιχεία που συνθέτουν την οικονομική ερμηνεία της έννοιας της έδρασης. Προς αυτή την κατεύθυνση συγκλίνουν, οι αξιολογήσεις των θέσεων των προαναφερθέντων μελετητών σχετικά με την έννοια αυτή.
Η περίοδος που αρχίζει στη Δύση από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 σηματοδοτείται από την εισαγωγή από τον Νηλ Σμέλσερ του υποκλάδου της οικονομικής κοινωνιολογίας. Εκείνη την εποχή, ένας συνδυασμός παραγόντων, όπως: ο υψηλός βαθμός θεσμοποίησης της, η περιορισμένη επίδραση του μαρξισμού και η κυριαρχία των αγορών, συνετέλεσαν ώστε η οικονομική κοινωνιολογία να αναπτυχθεί περισσότερο στις ΗΠΑ σε σύγκριση με την Ευρώπη (Κονιόρδος, 2006: 33-34). Η εξέλιξη της οικονομικής κοινωνιολογίας παρουσιάζει μια στασιμότητα μέχρι τη δεκαετία του 1980, οπότε εμφανίζεται κυρίως με το έργο των Κ. Πολάνυι και Μ. Γκρανοβέτερ η «νέα» οικονομική κοινωνιολογία, τη μελέτη της οποίας επεκτείνουν, μεταξύ άλλων, οι Κ. Γκηρτς και Ρ. Ντορ (ο.π., σ. 22).
Παράλληλα με την ανάπτυξη της «νέας» οικονομικής κοινωνιολογίας, από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 1985, παρατηρούνται συγκλίσεις αλλά και αποκλίσεις ανάμεσα στην παλιά και τη «νέα» κοινωνιολογία. Κατ' αρχήν, παλιά και νέα οικονομική κοινωνιολογία συμφωνούν ότι η «οικονομική δράση αποτελεί μορφή κοινωνικής δράσης και ότι οι οικονομικοί θεσμοί είναι κοινωνικές κατασκευές» (ο.π., σ. 24). Όμως σε αντίθεση με την «παλιά», η νέα οικονομική κοινωνιολογία ασχολείται με τη μελέτη θεμελιωδών οικονομικών φαινομένων, όπως, για παράδειγμα, της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης, που αναλύονται από έννοιες και δομές όπως: κοινωνική έδραση, κοινωνική κατασκευή και κοινωνικά δίκτυα (ο.π., σ. 19). Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της ανάλυσης βασικών οικονομικών και κοινωνικών εννοιών και δομών, θα επιχειρηθεί μια εξέταση της έννοιας της έδρασης.

Η έννοια της έδρασης
Γενικά, η λέξη έδραση προέρχεται από το ρήμα εδράζω, που σημαίνει «θεμελιώνω, βασίζω, εδραιώνω» (Μπαμπινιώτης, 2002: 549). Ειδικότερα, ο Σ.Μ. Κονιόρδος (2006: 26) κατέληξε μετά από έντονη αναζήτηση, να αποδώσει τον αγγλικό όρο embeddedness με την ελληνική λέξη «έδραση».
Η λειτουργία της έδρασης έρχεται να απομαγεύσει αρχέγονες προκαταλήψεις του ανθρώπου «για προσοδοφόρες ασχολίες» που προκάλεσαν την «εμφάνιση μιας “ψυχολογίας της αγοράς” [που με τη σειρά της οδήγησε στην] «οικονομία της αγοράς», ως θεσμού που δήθεν προηγήθηκε αυτού των οργανωμένων κοινωνιών. Άρα, η έδραση διασαφηνίζει τη «σύνδεση της οικονομικής ιστορίας με την κοινωνική ανθρωπολογία» (Πολάνυι, 2001: 47).

Οι οικονομικές ερμηνείες για την έδραση, των: Καρλ Πολάνυι, Κλίφορντ Γκηρτς, Μαρκ Γκρανοβέτερ και Ρόναλντ Ντορ.
Ο Καρλ Πολάνυι, προσεγγίζει, στο κείμενό του που τιτλοφορείται «Η Οικονομία ως Θεσμοθετημένη Διαδικασία», με μια ευρεία οπτική την οικονομική επιστήμη και θεωρεί ότι η μελέτη των οικονομικών φαινόμενων των βιομηχανικών κοινωνιών είναι χρήσιμο να επεκταθεί και στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες και αναφέρει το παράδειγμα της αγοράς του Κεντρικού Σουδάν κατά τον 19ο αιώνα (ο.π., σ. 143). Οι βασικές απόψεις του Πολάνυι εμπεριέχουν και την έννοια της έδρασης η οποία ενισχύει την άποψη ότι στη σύγχρονη κοινωνία η οικονομία συνδέεται άρρηκτα με τον θεσμό της αγοράς και ότι υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στο τυπικό νόημα της οικονομίας της αγοράς και στο ουσιαστικό νόημα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Δηλαδή υποστηρίζει ότι η οικονομία είναι ουσιαστικά μια κοινωνική διαδικασία που χρειάζεται να εμπλουτιστεί με νέο νόημα (ο.π., σ. 23-24).
Με τα οικονομικά συμπεράσματα του Πολάνυι, όπως προκύπτουν από τη μελέτη των προκαπιταλιστικών κοινωνιών, συμφωνεί ο Κλίφορντ Γκηρτς στο δοκίμιό του για την «Οικονομία του Παζαριού». Κατ' αρχήν, στο κείμενό του τονίζεται η σημασία της αναζήτησης πληροφοριών από τους εμπορευόμενους σ' αυτό το είδος αγοράς (παζάρι), ώστε να μπορέσουν να αξιολογήσουν την πραγματική αξία των ανταλλάξιμων εμπορευμάτων, χωρίς να κινδυνεύουν να ζημιωθούν. Παράλληλα, η ανάλυση του Γκηρτς παρουσιάζει τη λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων μέσα στη δομή της αγοράς, τα οποία ερμηνεύει η έννοια της έδρασης, αποκαλύπτοντας έτσι τα παραδοσιακά στοιχεία της κοινωνικής κατασκευής της αγοράς. Ο Γκηρτς αναφέρει το παράδειγμα μιας επαρχιακής πόλης «στους πρόποδες του Μεσαίου Άτλαντα στο Μαρόκο, [στα] «μέσα της δεκαετίας του 1960» και «παρόμοιες οικονομίες στην Ινδονησία, κατά τη δεκαετία του 1950» (ο.π., σ. 23,153-154).
Πάντως, το καταστατικό κείμενο της νέας οικονομικής κοινωνιολογίας, είναι το άρθρο του Μαρκ Γκρανοβέτερ «Οικονομική Δράση και Κοινωνική Δομή: το πρόβλημα της έδρασης», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1985 (ο.π., σ. 25-26).
Ο όρος «έδραση», με κάποιες διαφοροποιήσεις, αναλύει και εξηγεί την κατάσταση των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και δομών των ανθρώπινων κοινωνιών στο παρελθόν αλλά και στη σύγχρονη εποχή, όπως εισάγεται από τον Πολάνυι και τον Γκρανοβέτερ, αντίστοιχα (ο.π., σ. 26).
Η πατρότητα της έννοιας της κοινωνικής έδρασης, ανήκει στον Πολάνυι από όπου την δανείστηκε ο Γκρανοβέτερ. Η διαφορετική άποψη του δεύτερου έναντι του Πολάνυι, έγκειται στο ότι οι οικονομικές δράσεις και τα οικονομικά φαινόμενα εδράζονται σε συγκεκριμένα (σύγχρονα) συστήματα κοινωνικών σχέσεων, όπως είναι οι διαδραστικές σχέσεις και οι κοινωνικοί θεσμοί και κανόνες. Δηλαδή, η οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων θέτει ρητούς περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα (ο.π., σ. 26).
«Ο Γκρανοβέτερ, απορρίπτοντας -αυτό που ονομάζει “υπο-κοινωνικοποιημένη” αντίληψη του ανθρώπου από την οικονομία, καθώς και την “υπερ-κοινωνικοποιημένη” αντίληψη από την κοινωνιολογία, επιχειρεί, μέσω της έννοιας της κοινωνικής έδρασης, τη σύνδεση των οικονομικών δομών, διεργασιών και φαινομένων με το κοινωνικό περιβάλλον και πλαίσιο στο οποίο» οι οικονομικοί φορείς δραστηριοποιούνται (ο.π., σ. 26).
Δηλαδή γίνεται φανερό ότι το «κοινωνικο-πολιτισμικό στοιχείο» δεν αποτελεί κατώτερη κατηγορία, αλλά αντίθετα συνιστά βασικό μέρος των κοινωνιολογικών θεωρήσεων. Ακόλουθα, ο Γκρανοβέτερ, επισημαίνει το γεγονός ότι «τα οικονομικά φαινόμενα εδράζονται στο κοινωνικό» πεδίο και αντίστροφα, η κοινωνική συνιστώσα είναι, στην πράξη, προϋπόθεση για να ενεργοποιούνται οι οικονομικοί φορείς δράσης (ο.π., σ. 27).
Είναι αξιοσημείωτο ότι η έννοια της κοινωνικής έδρασης αποτελεί τον ενεργό πυρήνα της νέας οικονομικής κοινωνιολογίας. Καθώς, όμως, η θεώρηση της έννοιας της έδρασης δεν αναλύει τον ακριβή τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, έχουν προταθεί ειδικότερες έννοιες που την προσεγγίζουν πιο συγκεκριμένα, όπως αυτή της «δομικής έδρασης» των ανταλλαγών, η οποία περιορίζει τους τρόπους δράσης των δρώντων ή αυτές της «μικρο-», «μέσο-» και «μακρο-» έδρασης, όπως και της «απο-έδρασης» που αφορά την ολοκληρωτική απόσπαση ενός οικονομικού φαινομένου από το κοινωνικό πεδίο αναφοράς του (ο.π., σ. 27).
Στη συνέχεια ο Γκρανοβέτερ, αναλύει τη λειτουργία της έδρασης και διαπιστώνει τις επαφές μέσα στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή των δικτύων, καταδεικνύοντας την έδραση των οικονομικών δραστηριοτήτων στο κοινωνικό πεδίο. Επομένως, υιοθετεί την έννοια της «κοινωνικής κατασκευής της οικονομίας, ως δεύτερη μετά την έδραση έννοια-κλειδί του υποκλάδου», ενώ συνάμα επενδύει σε αυτά την προβληματική του για τον πιθανό τρόπο με τον οποίο «τα δίκτυα των διαπροσωπικών σχέσεων» συμβάλλουν «στη δημιουργία εμπιστοσύνης και στην αποθάρρυνση της αδικοπραγίας» (ο.π., σ. 28,194).
Εξάλλου, ο Γκρανοβέτερ προβάλλει τα είδη των «χαλαρών» και των «ισχυρών δεσμών» που συγκροτούν τα δίκτυα. Με χαλαρούς (έμμεσους) δεσμούς συνδέονται τα πρόσωπα που προσεγγίζουν διάφοροι κοινοί φίλοι και γνωστοί, οι οποίοι αποτελούν πηγές πληροφόρησης των μεσαίων κυρίως κοινωνικών στρωμάτων σε ζητήματα εξεύρεσης εργασίας. Από την άλλη πλευρά, οι «ισχυροί» δεσμοί, δηλαδή, οι άμεσοι οικογενειακοί ή φιλικοί δεσμοί, αποτελούν στοιχείο συνοχής των μελών των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Στους δεσμούς αυτούς στηρίζονται, κυρίως, τα άτομα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων για να αποκτήσουν μια θέση εργασίας (ο.π., σ. 28).
Σε κάθε περίπτωση, τα πρόσωπα, ανεξάρτητα από την ταξική τους διαβάθμιση, επιδιώκουν στην πορεία αναζήτησης εργασίας και κοινωνικής καταξίωσης να εκμεταλλευθούν ευκαιρίες ή «ανοίγματα», στα πλαίσια ενός κοινωνικού δικτύου, τις λεγόμενες δομικές τρύπες σύμφωνα με τη θεωρία του Ρ. Μπερτ. Οι δομικές τρύπες αποτελούν χώρους στους οποίους είτε δεν υφίστανται κοινωνικοί δεσμοί ή υφίστανται χαλαροί επικοινωνιακοί δεσμοί ανάμεσα στα μέλη ενός δικτύου, με αποτέλεσμα ένα τρίτο πρόσωπο ή ομάδα που διαμεσολαβεί, να αποκτά εκεί τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την πληροφόρηση μέσα στο δίκτυο. Με τον τρόπο αυτό τη θέση της αβεβαιότητας για την πληροφόρηση που έχουν οι επαφές του προσώπου στο δίκτυο αντικαθιστά μια μορφή επικοινωνιακής σύνδεσης, δηλαδή κοινωνικής έδρασης (ο.π., σ. 28-29).
Η κοινωνική «κατασκευή» των οικονομικών φαινομένων, είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας των δικτύων των κοινωνικών σχέσεων. Όταν όμως κατασκευαστούν, μετατρέπονται σε δομές και θεσμούς οι οποίοι δεσμεύουν και παγιώνουν τις καταστάσεις, δρομολογούν την ανάπτυξη σε συγκεκριμένους δρόμους, ούτως ώστε μετά από κάποιο χρονικό διάστημα να θεωρείται ότι πάντοτε υπήρχαν (ο.π., σ. 29).
Ακόμη, ο Ρόναλντ Ντορ στο κείμενό του με τίτλο: «Αγαθή Προαίρεση και το Πνεύμα του Καπιταλισμού της Αγοράς», μελετά και συγκρίνει την ιαπωνική και τη βρετανική βιομηχανική αγορά προσπαθώντας να ανακαλύψει σταθερές οικονομικές και κοινωνικές συνιστώσες ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με τη μορφή συνεκτικών στοιχείων της έδρασης στις μελλοντικές αγορές των μη Δυτικών χωρών (ο.π., σ. 254). Συγκεκριμένα, «ασχολείται με τη σχέση ανάμεσα στους κοινωνικούς κανόνες και τις υποχρεώσεις». Έτσι, εξετάζει αυτό που ορίζει ως «αγαθή προαίρεση», δηλαδή το απότοκο της προτεσταντικής ηθικής του Βέμπερ, και τη σημασία που αυτή η διάσταση έχει για την «προνομιακή σύναψη οικονομικών συμφωνιών» σε ευρύτερες περιοχές του κόσμου (ο.π., σ. 31).

Σύνοψη
Σε αυτή την εργασία εξηγείται η άποψη ότι οι θέσεις της νέας οικονομικής κοινωνιολογίας ερμηνεύουν, μεταξύ άλλων, την έννοια της έδρασης και εξηγούνται από αυτή.
Σήμερα, είκοσι χρόνια από την εμφάνιση της, η «νέα» οικονομική κοινωνιολογία, εισάγει την κοινωνιολογική θεώρηση σε όσα συμβαίνουν στη λειτουργία των αγορών, στα χρηματιστήρια, στις εξελίξεις στους χώρους εργασίας, στη διεύρυνση των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, στη μετανάστευση και σε θέματα όπως της οικολογίας, των κοινωνικών δικτύων, του γένους ή του κοινωνικού φύλου, όπως και του πολιτισμικού πλαισίου, καθώς και στον ευέλικτο περιορισμό τους. Συνολικά, η οικονομική κοινωνιολογία προτείνει το συγκερασμό των οικονομικών και κοινωνιολογικών προσεγγίσεων. Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφεται το ώριμο έργο του Βέμπερ, το οποίο δοκιμάζει να διαμορφώσει μια «ολοκληρωμένη θεωρία για την αγορά» που θα δώσει νέο νόημα στην καθημερινότητα καθώς θα βοηθήσει στην έδραση των δημιουργικών δομών και λειτουργιών της παλιάς και νέας οικονομικής κοινωνιολογίας (ο.π., σ. 31). Άλλωστε, στην έννοια της ολοκληρωμένης αγοράς συγκλίνει και η υπόθεση του Πολάνυι ότι: «αν θεωρηθούν καταλλακτικά, [δηλ. ανταλλάξιμα], το εμπόριο, το χρήμα και η αγορά συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο» (ο.π., σ. 136-137).
Επομένως, η οικονομική κοινωνιολογία φαίνεται πως μπορεί να συνδέσει τις κοινωνικές διαστάσεις με τα οικονομικά πράγματα είτε αναλύοντας την κοινωνική τους έδραση είτε διερευνώντας την κοινωνική τους δομή, αρκεί να υπάρξει καλή εποπτεία από την πλευρά των οικονομικών και κοινωνικών φορέων αυτής της πολιτισμικής εξέλιξης.

Βιβλιογραφία

Κονιόρδος Σ.Μ. 2006. Κείμενα Οικονομικής Κοινωνιολογίας. Εκδ. Gutenberg, Αθήνα, σ. 121-162, 183-220 και 331-360.
Μπαμπινιώτης Γ., 2002. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, σ. 549.
Πολάνυι, Κ. 2001. Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας. εκδ. Νησίδες, Σκόπελος, σ. 47.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Μια πολιτιστική ιστορία με ανθρώπινες προεκτάσεις

Πριν από τρία σχεδόν χρόνια ο πατέρας μου έκανε εγχείρηση αφαίρεσης χολής σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της σχεδόν εικοσαήμερης νοσηλείας του και της καθημερινής και πολύωρης παραμονής μου ως επισκέπτη στο νοσοκομείο γνώρισα έναν ηλικιωμένο ασθενή που υποβλήθηκε στην ίδια εγχείρηση που υποβλήθηκε και ο πατέρας μου. Αυτός ο άνθρωπος που καταγόταν από μια μικρή πόλη της Χίου μου έκανε έντονη εντύπωση καθώς είχε κάποια ιδιαίτερα όσο και αντιφατικά σωματικά και συμπεριφορικά χαρακτηριστικά. Ήταν ένας ρωμαλέος άντρας, γύρω στο 1,80 μ. ύψος, με έντονο πηγούνι και γαλήνιο βλέμμα, που βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση για την ηλικία του και έπασχε από ακρομεγαλία (είχε δηλαδή πολύ μεγάλες παλάμες και ισχυρά ακροδάχτυλα) που νόμιζες ότι θα συντρίψουν ότι έπιανε στα χέρια του. Η συμπεριφορά του ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την επιβλητική μορφή του. Ήταν ένας καλοκάγαθος νησιώτης, όπως είναι οι περισσότεροι άντρες των ελληνικών νησιών που μιλούσε χαμηλόφωνα. Μάλιστα δεν παρέλειπε να ευχαριστεί με κάθε ευκαιρία τον γιατρό που τον εγχείρησε και τον παρακολουθούσε και κάθε νοσοκόμα που την έλεγε "προϊσταμένη". Ήταν τόσο φιλικός που κάναμε παρέα για μια εβδομάδα. Περπατούσαμε στους διαδρόμους του νοσοκομείου, ήδη από την πρώτη μέρα μετά την εγχείρησή του. Μου εξηγούσε πως προτίμησε να κάνει την εγχείρηση παρότι ο γιατρός του του είπε πως δεν ήταν απαραίτητο, ούτε θα κινδύνευε η υγεία του αν δεν την έκανε. Ήταν φανερό πως δεν φοβόταν το νυστέρι ούτε και τίποτε άλλο σε αυτό τον κόσμο εκτός ίσως από τον θάνατο. Τον ρώτησα να μου εξηγήσει αν τα μεγάλα του άκρα ήταν κληρονομικό χαρακτηριστικό από κάποιον πρόγονό του. Πρός μεγάλη μου έκπληξη απάντησε αρνητικά και άρχισε να μου εξηγεί πως τα άκρα του άρχισαν να μεγαλώνουν γύρω στα 25 του χρόνια όταν άρχισε να ασχολείται εντονότερα με γεωργικές εργασίες και πήραν τελικά την τωρινή τους μορφή στα 35 του χρόνια περίπου. Δεν έχω γνωρίσει πιο ευγενικό και πιο προσεκτικό άνθρωπο όσον αφορά τη συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους. Ακόμη και στο τρομαγμένο βλέμμα μου, όταν αυτό συναντούσε τα χέρια του, απαντούσε με μια λεπτή και χαμηλή φωνή που νόμιζες πως βγαίνει από το στήθος ενός υπεφυσικού μωρού. Το επώνυμο του αγαθού αυτού γίγαντα ήταν Κολόμβος και δεν ήταν καθόλου σπάνιο στην πόλη του, το Πυργί, αν θυμάμαι καλά, όπου υπάρχουν πολλές οικογένειες με αυτό το επώνυμο. Οι ιστορικοί ερευνητές προσπαθούν να θεμελιώσουν τη, μάλλον βάσιμη, θέση πως από τη Χίο καταγόταν τελικά ο Χριστόφορος Κολόμβος. Τελευταία γνώρισα μια γυναίκα, πάλι από τη Χίο, με δυνατά ακροδάχτυλα και την ίδια ευγένεια και ευαισθησία. Φαίνεται πως ο συνδυασμός αυτών των αντιφάσεων δεν είναι σπάνιος στην ιστορική παράδοση των ανθρώπων αυτού του νησιού. Οι άνθρωποι αυτοί με έμαθαν να ξεπερνώ, σχεδόν αυτόματα, τα ιδιαίτερα σωματικά χαρακτηριστικά και να αγαπώ την ανθρώπινη ποιότητά τους.
Γιώργος Δημητρίου Χ.

Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Η ανάπτυξη της παιδαγωγικής κατά τα χρόνια του Διαφωτισμού

ΕΑΠ -
Γ. Δημητρίου Χ. - Αθήνα 20/01/2005

Θέμα: Αν ο Μεσαίωνας ήταν η εποχή του Θεού, ο Διαφωτισμός ήταν η εποχή του Ανθρώπου. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε μέσα από την ανάπτυξη της παιδαγωγικής κατά τα χρόνια του Διαφωτισμού.




Eισαγωγή



Σκοπός της εργασίας είναι να παρουσιάσει τη σχέση μεταξύ των παραγόντων που συνέτειναν στην αξιοποίηση της παιδείας από ευρείες κοινωνικές κατηγορίες πέραν της ανώτατης και της μεσαίας τάξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, κατά την εποχή του Διαφωτισμού (17ο και 18ο αιώνα) στην Ευρώπη.
Ο Μεσαίωνας ήταν η εποχή κατά την οποία η εκκλησιαστική εξουσία χρησιμοποιούσε τη φεουδαρχική σχέση μεταξύ του επίγειου άρχοντα και του υπόδουλου ανθρώπου με την πρόφαση ότι με τον τρόπο αυτό ισχυροποιεί την πίστη του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο Διαφωτισμός ήταν η πνευματική και πολιτιστική κίνηση που επέβαλε τον ορθολογισμό και τις νέες μεθόδους στην επιστήμη, παρέκαμψε τον θρησκευτικό ολοκληρωτισμό, την εξουσία των ευγενών και επιδίωξε την κατάκτηση αγαθών όπως κοινωνική ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία για τον Άνθρωπο. Ουσιαστικός μοχλός σ’ αυτή την ευρεία πολιτική και θεσμική αλλαγή ήταν η ανάπτυξη της παιδαγωγικής κατά την περίοδο του Διαφωτισμού;


Ορισμός της έννοιας του διαφωτισμού και της παιδαγωγικής


Ως «διαφωτισμός» ορίζεται σύμφωνα με την κοινή παραδοχή η «πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε τον 18ο αιώνα και απέβλεπε στην απαλλαγή του ανθρώπου από τις προλήψεις και τις αυθεντίες και στη διάδοση της επιστημονικής γνώσης με την καλλιέργεια του ορθού λόγου»[1].
Ως παιδαγωγική ορίζεται «η επιστήμη που εξετάζει τη διδασκαλία, την εκπαιδευτική διαδικασία σε επίπεδο τόσο θεωρητικών αρχών όσο και εκπαιδευτικών μεθόδων». Ο παιδαγωγός είναι το «πρόσωπο που με την προσφορά του ασκεί σημαντική επίδραση στο σύνολο, διαμορφώνοντας αντιλήψεις και εμπνέοντας τους άλλους αποτελώντας γι’ αυτούς πρότυπο».[2]


Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής


Ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα η κίνηση της Μεταρρύθμισης/ Αντιμεταρρύθμισης, έρχεται να αναμορφώσει την εκκλησιαστική παιδεία δίνοντας έμφαση στην επαγγελματική και πρακτική εκπαίδευση και την συστηματική μελέτη των πατερικών κειμένων . με πρωτεργάτη τον Λούθηρο να αρνείται κάθε «διαμεσολάβησης της Εκκλησίας ανάμεσα στα άτομα και στην εκπηγάζουσα από το θείο λόγο χάρη»[3] και να επισημαίνει: «Μια τέτοια κρίση που θα είναι ελεύθερη προέρχεται από την αγάπη και το φυσικό δίκαιο, πράγματα τα οποία φωλιάζουν σε κάθε νου».[4] Κατά τον 16ο αιώνα η επίδραση του Ουμανισμού στην εκπαίδευση (μελέτη των κλασικών γραμμά-των, ευρεία χρήση της καθομιλουμένης, η καλλιέργεια των τοπικών διαλέκτων, η ανακάλυψη της τυπογραφίας) επέτρεψε τον παράλληλο σχεδιασμό της εκπαίδευσης από την Πολιτεία και την Εκκλησία.
Οι πολιτικές, κοινωνικές και επιστημονικές αλλαγές που επήλθαν στην Ευρώπη κατά τον 17ο αιώνα όπως η ισχυροποίηση της κεντρικής εξουσίας του απολυταρχικού κράτους, η άνοδος της αστικής τάξης και η διεύρυνση των πρακτικών γνώσεων - ως αποτέλεσμα των νέων ανακαλύψεων, - οδήγησαν στην εμφάνιση δύο κύριων ρευμάτων στην εκπαίδευση.


Νέα κινήματα – πρόδρομοι της παιδαγωγικής του Διαφωτισμού


Το κίνημα του Ρεαλισμού, δηλαδή η εκπαίδευση με σκοπό την αξιοποίηση και την εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης – πειράματα, έρευνα - που αποκτάται μέσω των αισθήσεων, όπως υποστήριζε ο Milton, στο πεδίο της καθημερινής εμπειρίας. Η παιδαγωγική βασίζεται στη αρχή της «δύναμης της τάξεως»[5] δηλαδή στον σεβασμό των νόμων της φύσης και οδηγεί, όπως πίστευε ο Comenius, στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, «κάθε γνώση και κάθε κανόνας που βγαίνει απ’ αυτήν, πρέπει να εκφράζονται με διατυπώσεις όσο το δυνατόν σύντομες και ακριβείς».[6]
Το κίνημα του Ευσεβισμού, (ορθόδοξου προτεσταντισμού), που επιχείρησε να γεφυρώσει την επιστημονική γνώση και την χριστιανική πίστη με στόχο την διάδοση της παιδείας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.




Κύριο μέρος


Σημαντικοί φιλόσοφοι – παιδαγωγοί κατά την εποχή του Διαφωτισμού


[Αφετηρία της εποχής του Διαφωτισμού υπήρξε η ανάπτυξη των επιστημών στην Αγγλία με σημαντικότερο εκπρόσωπο τον Locke στο έργο «Ένα δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση». Στη Γαλλία την κίνηση του Διαφωτισμού με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους Voltaire, Rousseau στο έργο του «Αιμίλιος ή για την Εκπαίδευση» και Diderot στο «Πρόνοια για την Εκπαίδευση» και στην «Εγκυκλοπαίδεια», που άσκησαν δριμεία κριτική στους θεσμούς , θεωρήθηκαν ως πρόδρομοι της Γαλλικής Επανάστασης και θεμελιωτές της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας].[7]
Ο μεγάλος Άγγλος φιλόσοφος και παιδαγωγός John Locke ως προπομπός του Διαφωτισμού - του εκπαιδευτικού και πολιτικού κινήματος του 18ου αιώνα – υποστήριξε, σε αντίθεση με την άποψη των ρεαλιστών, ότι: η εμπειρία αποκτάται από τις αισθήσεις και τα αισθητηριακά δεδομένα επεξεργάζονται με το στοχασμό. Οι δύο αυτές συνιστώσες (εμπειρία-στοχασμός), «…για να αναγνωριστεί η προτεραιότητα της αγωγής έναντι της φύσης»[8] σχηματοποιούν την tabula rasa (άγραφο χαρτί) του ανθρώπινου πνεύματος με αποτέλεσμα την επίτευξη της αρετής, της σοφίας και των γνώσεων του ατόμου.
Στις θεωρίες αυτές βασίστηκε το κριτικό πνεύμα του Διαφωτισμού, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου εκφράστηκε ανοιχτά το φυσικό δικαίωμα του ατό­μου για ισότητα και ελευθερία.
Η αρχική φράση του Rousseau στον «Αιμίλιο ή περί αγωγής» είναι: «Όλα είναι σωστά καθώς βγαίνουν από τα χέρια του Πλάστη, όλα εκφυλίζονται στα χέρια του ανθρώπου»[9] ορίζοντας την κατεύθυνση της παιδαγωγικής φιλοσοφίας του «φυσικού προορισμού του ανθρώπου».
Στο «Δοκίμιο περί των επιστημών και των τεχνών»[10] ο Rousseau προβάλλει τη θέση ότι οι επιστήμες και οι τέχνες, λόγω του περιεχομένου αλλά και του τρόπου παρουσίασής τους όχι μόνο δεν βοηθούν στον εξαγνισμό, αλλά αντίθετα είναι συνυπεύθυνες μαζί με κάθε μορφής κοινωνικό καθεστώς για τη διαφθορά των ηθών.
Στη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου του Rousseau, το Κράτος μέσα από τους θεσμούς της οικονομίας και των κοινωνικών παροχών – εκπαίδευση, υγεία – αναλαμβάνει τον σχεδιασμό ενός εθνικού συστήματος εκπαίδευσης που ως παιδαγωγός, παρακολουθεί την εξέλιξη του ατόμου από τη νηπια­κή ηλικία, κατά την κρίσιμη περίοδο της εφηβείας, μέχρι την ενηλικίωση.
Στο έργο «Αιμίλιος» μέσα από τη σχέση του πρότυπου /αποκλειστικού παιδαγωγού με τον πρότυπο - μοναδικό μαθητή, ο Rousseau προβάλλει το ανθρώπινο, ψυχολογικό στοιχείο αυτής της έννοιας που ονομάζει «φυσική αγωγή», δηλαδή η συνεργία του φυσικού περιβάλλοντος και της χωρίς εξαναγκασμούς και τιμωρίες καθοδήγησης του παιδαγωγού προς τον μαθητή.
Ακόμη ο Rousseau θεωρούσε πως θα πρέπει να φέρουμε τον άνθρωπο σε επαφή με μια «φυσική» θρησκεία και να αποφασίσει όσο το δυνατόν αργότερα να αποδεχτεί, μια θετική εκδοχή θρησκείας που τον εκφράζει προσωπικά. Ο Rousseau με την παιδαγωγική του απορρίπτει κάθε μορφή εξουσίας (δικαστική, εκτελεστική, θρησκευτική) και κάθε μορφή εκπαιδευτικής ειδίκευσης σε κάποιο επιστημονικό κλάδο, λέγοντας για τον Αιμίλιο: «Όταν βγει από τα χέρια μου δε θα ’ναι βέβαια ούτε δικαστής, ούτε στρατιώτης, ούτε ιερέας, θα ’ναι πρώτα απ’ όλα άνθρωπος».[11]
Ο J. H. Pestalozzi επηρεάστηκε δημιουργικά από τον «Αιμίλιο» του Rousseau, όμως καταλογίζει σ’ αυτόν ότι: «οι ιδέες του δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να εντοπίσουν στη φύση και στην αγωγή ένα κέντρο ενότητας, » [….], «να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του παιδιού», […], «ούτε να εναρμονίσει τον εσωτερικό του κόσμο με τον εξωτερικό»[12] Ο Pestalozzi αξιοποιώντας τα επιτεύγματα των ανθρωπιστικών επιστημών πρότεινε μια πρακτική παιδαγωγική μέθοδο που βασιζόταν σε ένα σύνολο αρχών τις οποίες μπορούσε να συμβουλεύεται ο παιδαγωγός πριν προβεί σε κάποια ενέργεια.
[«Αρχή της εποπτείας: Κάθε μάθηση περνά μέσα από τις αισθήσεις». θέση που συμφωνεί τόσο με τον εμπειρισμό του Locke όσο και με τις απόψεις του Rousseau περί των αισθήσεων ως διαύλων γνώσης.
«Αρχή της στοιχειώδους απλοποίησης: Σε όλους τους τομείς της εκπαίδευσης», υπάρχει η ανάγκη αναφοράς σε απλά – θεμελιώδη στοιχεία και προτείνεται η αποφυγή χρήσης πολύπλοκων παιδαγωγικών μεθοδικών σχημάτων. Η αρχή αυτή έλκει την προέλευσή της από τις πρωτεύουσες ποιότητες της θεωρίας του Locke.
«Αρχή της ολοκλήρωσης»: Σύμφωνα με την αρχή αυτή, σκοπός της εκπαίδευσης είναι η σταδιακή ολοκλήρωση της αυτόνομης δύναμης που αναπτύσσει κάθε παιδί για την απόκτηση γνώσεων. Στοιχεία της αρχής αυτής βρίσκονται σε δευτερεύουσα θέση στη θεωρία του Rousseau, όπου κυριαρχεί η επιδίωξη της «φυσικής» αγωγής και σε βασική θέση της θεωρίας του Locke.
«Αρχή της δραστηριότητας»: Σύμφωνα με την αρχή αυτή τα παιδιά συμμετέχουν στην παιδαγωγική δραστηριότητα ως ενεργά πρόσωπα που βρίσκονται σε διαρκή κίνηση.
Αυτή η τελευταία αρχή όπως και η «Αρχή της αυτενέργειας» του Pestalozzi προέρχονται από την έννοια της αυτενέργειας, όπως περιγράφεται από τον Rousseau και προκύπτει, ως ερέθισμα για τον νέο άνθρωπο, από τη σύνθεση - των αισθητηριακών δεδομένων και της διαδικασίας του στοχασμού - στην θεωρία του Locke.
Συμπερασματικά, ο Pestalozzi κατόρθωσε με τη μέθοδό του να οργανώσει την αφηρημένη έννοια της «φυσικής» αγωγής του Rousseau και να επιτρέψει σε κάθε άνθρωπο, με αφετηρία «αυτό που είναι», να αναζητήσει μέσα από την παιδαγωγική διαδικασία αυτό που «θα πρέπει να είναι».][13]
Οι ιδέες του Rousseau, όσον αφορά το περιεχόμενο της παιδαγωγικής του Διαφωτισμού, όπως οργανώθηκαν από την διδασκαλία του Pestalozzi επεκτάθηκαν κυρίως στη Γερμανία και στην κεντρική Ευρώπη, όπου αναπτύχθηκε το κίνημα του φιλανθρωπισμού, δηλαδή η επαναστατική κίνηση μιας ομάδας παιδαγωγών που προσδοκούσαν βασιζόμενοι στις αρχές της λογικής και της φύσης να θεμελιώσουν ένα καθολικό σύστημα παιδείας στη Γερμανία. Το παιδαγωγικό αυτό σύστημα των Γερμανών φιλανθρωπιστών απέδιδε την ίδια σημασία τόσο στη θεωρητική, όσο και στην πρακτική γνώση στα πλαίσια της εκπαίδευσης.
Ο J. B. Basedow και άλλοι παιδαγωγοί στα μέσα του 18ου αιώνα, ίδρυσαν παιδαγωγικά κέντρα με εκπαιδευτικό πρόγραμμα σύμφωνο με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Την ίδια εποχή στη Γαλλία ο Condorset επιδιώκοντας την εφαρμογή μιας καθολικής (δωρεάν για τις δύο χαμηλότερες βαθμίδες) παιδείας χωρίς τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας , πρότεινε τη διάρθρωση της εκπαίδευσης, ανάλογα με τον πληθυσμό της πόλης ή του χωριού όπου θα έδρευαν, σε τέσσερις κατηγορίες: τη στοιχειώδη, τη δευτεροβάθμια, τα ινστιτούτα και τα (9) λύκεια . αντίστοιχα των πανεπιστημίων.
Κατά τον 17ο αιώνα εκτός από τα παραδοσιακά πανεπιστήμια της Ιταλίας, Γαλλίας και Γερμανίας, άρχισαν και στην Αγγλία και Ολλανδία να λειτουργούν, ανεξάρτητες από τον πολιτικό ή θρησκευτικό έλεγχο των πανεπιστημίων, εθνικές ακαδημίες και επιστημονικές εταιρίες με τη μορφή εξειδικευμένων κολεγίων. Οι εκπαιδευτικές αυτές δομές έως το τέλος του αιώνα, κατόρθωσαν να υποσκελίσουν τα πανεπιστήμια στην παραγωγή νέας γνώσης. Τα πανεπιστήμια κάτω από τη δυναμική του Διαφωτισμού έχασαν σταδιακά τον οικουμενικό χαρακτήρα που είχαν κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα, απομακρύνθηκαν από τον θεολογικό προσανατολισμό τους, έγιναν εθνικοί θεσμοί και προσάρμοσαν το περιεχόμενο των «προ­γραμμάτων σπουδών» τους, που τότε ονομάζονταν «Σχολές», με βάση την κατηγοριοποίηση των νέων επιστημών, που είχαν προηγούμενα προωθήσει οι επαγγελματικές ακαδημίες. Λόγω της προτεραιότητας που δόθηκε από τα πανεπιστήμια στις φυσικές επιστήμες και την εξειδικευμένη επιστημονική κατάρτιση, επικράτησε για ορισμένες δεκαετίες του 18ου αιώνα η μονομερής καλλιέργεια των επιστημόνων που παρήγαγαν, και μόνο προς το τέλος του 18ου αιώνα κατόρθωσαν με μεταρρυθμίσεις να επαναπροσδιορίσουν την διάσταση των πολιτισμικών καταβολών του οικουμενικού ανθρώπου.




Σύνοψη


Το κίνημα του Διαφωτισμού ως ένα από τα σημαντικότερα πνευματικά κινήματα στην ιστορία του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτισμού, μέσα από μια διαφορετική αντίληψη της έννοιας της φύσης, καθοδηγήθηκε από τις προοδευτικές αντιλήψεις που χαρακτήριζαν την αστική τάξη και επικεντρώθηκε σε μια κριτική της θρησκείας, της μοναρχίας, της κοινωνίας, πρεσβεύοντας την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, πέρα από γλώσσα, φυλή ή θρησκεία και έχουν ίσα δικαιώματα συμμετοχής στην παιδαγωγική εξέλιξη.
Όμως, οι Διαφωτιστές υπερέβαλαν όταν θεώρησαν ότι, από τη στιγμή που θα εξέλειπαν η άγνοια και η θρησκοληψία, η γνώση που θα προέκυπτε από την εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης, ανεμπόδιστα θα αναθεωρούσε τις αρχές λειτουργίας της κοινωνίας και της ζωής των πολιτών. Τελικά, η αυτονομία του ανθρώπου, –που διαχειρίζεται τον ορθό λόγο και τον ελεύθερο νου μέσα σε ένα υλικό σύμπαν που το κυβερνούν νόμοι της μηχανικής, βρίσκει τη θέση του σε μια μοντέρνα θεώρηση της ιδανικής κοινωνίας και του ίδιου του ανθρώπου του μέλλοντος.



Βιβλιογραφία



Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα : Κέντρο Λεξικολογίας 2002.
Πάπυρος – Λαρους, Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, 5ος τόμος, Αθήναι: Εταιρεία Εγκυκλοπαιδικών Εκδόσεων 1964.

Chateau J., Οι μεγάλοι Παιδαγωγοί, Αθήναι: Κένταυρος 1958.

Houssaye J., Δεκαπέντε Παιδαγωγοί, Αθήνα: Μεταίχμιο 2000.

Luther Μ., Για την εγκόσμια εξουσία και μέχρι που εκτείνεται η υπακοή μας σ’ αυτήν, Αθήνα: Πόλις 2004.

Power Ε., Κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της δυτικής εκπαίδευσης, Πάτρα: ΕΑΠ 2001.

Reble A., Ιστορία της Παιδαγωγικής, Αθήνα: Παπαζήσης 1996.

Rousseau J. J.., Αιμίλιος ή για την Εκπαίδευση, Α΄ τόμος, Αθήνα: Αναγνωστίδης


Κατάλογος Παιδαγωγών κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης


Κατάλογος εικόνων

1. Εμπροσθόφυλλο - Α. Ντύρερ: «προσευχή»
Οπισθόφυλλο - Η «Τρίτη τάξη» : (σκίτσο εποχής)


Πηγές φωτογραφιών

Luther M. - http://www.research.ibm.com/image_apps/luthp.html

Pestalozzi - http://www2.uni-jena.de/didaktik/did_02/pestalozzi.htm
(σκίτσο) - http://sfr.ee.teiath.gr/historia/historia/parart071.htm

[1] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2002, σ. 499

[2] Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2002, σ. 1300

[3] Reble A., Ιστορία της Παιδαγωγικής, 1996, σ. 121

[4] Luther Μ., Για την εγκόσμια εξουσία και μέχρι που εκτείνεται η υπακοή μας σ’ αυτήν, 2004,σ.128

[5] Chateau J., Οι μεγάλοι Παιδαγωγοί, Κένταυρος, 1958, σ. 165

[6] Chateau J., Οι μεγάλοι Παιδαγωγοί, Κένταυρος, 1958, σ. 167

[7] Πάπυρος – Λαρους, Γενική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, 1964, 5ος τόμος, σ. 664

[8] Power Ε., Κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της δυτικής εκπαίδευσης, 2001, σ. 289

[9] Rousseau J. J., Αιμίλιος ,τόμος α΄, σ. 23

[10] Reble A., Ιστορία της Παιδαγωγικής, 1996, σ. 230

[11] Reble A, Ιστορία της Παιδαγωγικής, 1996, σ. 233

[12] Houssaye J., Δεκαπέντε Παιδαγωγοί, 2000, σ. 43

[13] Houssaye J., Δεκαπέντε Παιδαγωγοί, 2000, σ. 54-56, 60