Ο Αντώνης απ’ τους Αμπελοκήπους , [....] είχε έρθει στο
Μαουτχάουζεν τον Απρίλιο του σαράντα τέσσερα. [...] τον φέρανε νύχτα, τον
χώσανε και στην απομόνωση απ’ την πρώτη νύχτα, κ’ έτσι πέρασε άφαντος. [...]
Τους τιμωρημένους τους είχαν σε ξεχωριστή παράγκα και δεν ήταν εύκολο να τους
πλησιάσεις. Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς ήταν προορισμένοι για να ξεκάμουν με
ξεθεωτική δουλειά στο λατομείο. Μπορεί το χαρτί τους νά ’γραφε πως τιμωρούνται
με ένα ή δύο μήνες «σκληρής εργασίας». Αλλά σ’ αυτού του είδους τη «σκληρή
εργασία» λίγοι ήταν εκείνοι που αντέξανε πάνω από δυό εβδομάδες.
[....] Ξέραμε καλά τι ήταν η «σκληρή εργασία». Κατέβαιναν
τρέχοντας τα 225 σκαλιά του λατομείου, έφταναν τρέχοντας 200 μέτρα πιο πέρα, τους
φόρτωναν ένα αγκωνάρι στη ράχη, γύριζαν τρέχοντας στη σκάλα, ανέβαιναν τα 225
σκαλιά και, τρέχοντας πάλι, πήγαιναν μισό χιλιόμετρο μακριά. Αυτό γινόταν
δώδεκα ώρες κάθε μέρα. Πλήγωναν οι ώμοι, τα πόδια, τα σωθικά.
[...] Ο τιμωρημένος γύρισε και το πρώτο βράδυ και το δεύτερο
κι άλλα πολλά βράδυα. [....] Περάσανε μέρες. Ένα βράδυ στο στρατόπεδο απ’ άκρη σ’ άκρη
μιλούσαν για τον Έλληνα που δούλευε στο συνεργείο των τιμωρημένων. Τα νέα τά
’φεραν αυτοί που δούλευαν στο λατομείο κ’ είδαν από κοντά τι έγινε.
[....] Εμείς μάθαμε «τι έγινε» από τους Σέρβους μιναδόρους
που μέναμε μαζί στην ίδια παράγκα. Ήταν μετά από το μεσημεριανό φαΐ. Ο Ές - Ές επικεφαλής του
συνεργείου των τιμωρημένων είχε ως εκείνη την ώρα ξεκάμει δεκαεφτά Εβραίους και
Ρώσους αιχμαλώτους πολέμου.
Μόλις κάποιος παραπατούσε, έβαζε τους άλλους να τον σύρουνε
στα συρματοπλέγματα του φράχτη. Εκεί ο Ές - Ές τον έχωνε ανάμεσα στο φράχτη και
τον πυροβολούσε. Ύστερα έγραφε σε ένα μπλόκ : «Ο υπ’ αριθ. 137.556 κρατούμενος
αποπειραθείς να δραπετεύσει εξετελέσθη επί τόπου». Αυτή τη σημείωση την
κρατούσε για τη βραδυνή αναφορά. Έγραφε όμως, άλλη μια και την καρφίτσωνε πάνω
στον σκοτωμένο : «Μόνο η πειθαρχία
οδηγεί στην ελευθερία».
Σ’ ένα ανέβασμα της σκάλας, ένας Εβραίος παραπατά. Ο Αντώνης
του ’καμε νόημα να πλησιάσει. Ο Εβραίος πλησίασε κι ο Αντώνης κράτησε το δικό
του αγκωνάρι με το δεξιό και με τ’ αριστερό ανασήκωσε τ’ αγκωνάρι του Εβραίου.
Όμως αυτό έγινε κοντά στη μέση της σκάλας. Έμενε ακόμα πολύ ανέβασμα. Ο Ές - Ές
τους είδε και τους χώρισε. Διάταξε τον Εβραίο να τρέξει. Αυτός ανέβηκε λίγα
σκαλοπάτια, ύστερα άφησε την πέτρα να πέσει και γονάτισε στο σκαλί. Ο Ές - Ές
πλησίασε και του είπε ν’ ανοίξει το στόμα. Ο Ές - Ές έβγαλε το περίστροφο, το
’χωσε στο στόμα του Εβραίου και πυροβόλησε.
Ύστερα γύρισε προς τον Αντώνη και στύλωσε τα μάτια πάνω του.
Ο Αντώνης τον κοίταξε άφοβα, έπειτα πλησίασε στο νεκρό, φορτώθηκε και το
δεύτερο αγκωνάρι και συνέχισε να ανεβαίνει τη σκάλα. Ο Ές - Ές πάγωσε. Δεν είπε
τίποτα, δεν έκαμε τίποτα. Όταν όμως ξαναγύρισαν στο λατομείο, για να
ξαναφορτωθούν αγκωνάρια, ο Ές - Ές φώναξε τον Αντώνη να πάει κοντά. Άρχισε να
βολταρίζει σαν μανιακός ανάμεσα στις πέτρες και να ψάχνει. Βρήκε ένα αγκωνάρι
διπλό απ’ τ’ άλλα, το ’δειξε στον Αντώνη και είπε : «Αυτό είναι δικό σου». Ο
Αντώνης κοίταξε τ’ αγκωνάρι, ύστερα τον Ές - Ές, ύστερα τα σκόρπια αγκωνάρια
γύρω - γύρω. [...] Αυτός ο Έλληνας πήγαινε φιρί - φιρί ... Ο Ές - Ές είχε
κιόλας βγάλει το περίστροφό του από τη θήκη, το ’τριβε νευρικά στο πανταλόνι
του κ’ ετοιμαζόταν. Ο Αντώνης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα αγκωνάρι, ακόμα
μεγαλύτερο από εκείνο που του διάλεξε ο Ές - Ές.
- Αυτό είναι το δικό μου, είπε. Και το φορτώθηκε. Σ’ όλους
τους δρόμους που κάνανε ως το βράδυ, σ’ όλα τα κουβαλήματα ώσπου σήμανε η ώρα
για μέσα, ο Αντώνης διάλεγε και φορτωνόταν τα πιο βαριά αγκωνάρια.
Ο Αντώνης δεν πολυμιλούσε γι’ αυτή την ιστορία, βαριότανε.
Κι όταν κανείς ερχότανε να τον δει και να του πιάσει κουβέντα, ... έλεγε : «Άει
παράτα μας τώρα ... Τι το κάναμε δω θέατρο;»
Του λέγαμε : «Μα πώς, ρε Αντώνη; ... Δεν φοβήθηκες μη σε
σκοτώσει;» - Άαα, τον πούστη, απαντούσε, που νόμιζε πως θα κάτσω να με καβαλλήσει.
[...] Ο Αντώνης τότε μας εξηγούσε πως «από κείνη τη στιγμή ο
Ές - Ές κάτι έπαθε, χάλασε το μηχανάκι του. Τό ’χω παρατηρήσει αυτό ... Άμα
χαλάσει το μηχανάκι τους κλάψ’ τους».
- Ποιο μηχανάκι; ..
- Όλοι αυτοί έχουν ένα μηχανάκι μέσα στο κεφάλι που τους το
βάζουν στη σχολή των Ές - Ές. Τους ανοίγουν το κρανίο και τους βάζουν μέσα το
μηχανάκι πού ’χει εφεύρει ο Χίτλερ.
- Και τι δουλειά κάνει αυτό το μηχανάκι; ξαναρωτούσαμε.
- Τους κάνει ανάποδους, συνέχιζε ο Αντώνης. Άς πούμε, το
κανονικό είναι να χαίρεσαι άμα ο άλλος είναι πονόψυχος ή άμα ο άλλος δε
φοβάται. Είδατε όμως ποτέ σας κανέναν Ές - Ές να μη σκυλιάσει άμα δει έναν
κρατούμενο να βοηθά τον άλλον; Αν τύχει πια και κανείς να δείξει πως δεν τους
φοβάται, ούτε ψύλλος στον κόρφο του! Να τι κάνει το μηχανάκι! ... Τους βγάζει
από το κανονικό!
- Ναι, βρε Αντώνη, λέγαμε, αλλά εσένα πώς σου τη χάρισε;- Αφού σας είπα, χάλασε το μηχανάκι, κι άμα χαλάσει, κλάψ’ τους.
Ο Αντώνης τά ’λεγε πολύ σοβαρά όλ’ αυτά, παρ’ όλο που
αστειευόταν ή που νόμιζε πως μας «δουλεύει» πως τα πιστεύουμε. Αλλά όπως και νά
’χει το πράγμα, δούλεμα ή αστείο, έλεγε την αλήθεια με το δικό του τρόπο.
Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν
Αθήνα, Θεμέλιο 1965, σ.σ. 95-101.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου