Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Τα περιστέρια της ειρήνης έχουν ανάγκη από τροφή


 Μας χωρίζουν, ήδη, πενήντα χρόνια από την αρχή της Μεταπολίτευσης (1974). Η Ελλάδα των κοινωνικών αναταραχών και των πολιτικών αγώνων έχει μετατραπεί σήμερα στη χώρα των εκατομμυρίων τουριστών. Ο αυτοεξόριστος συγγραφέας εκείνης της περιόδου (1967-1974), που επαναπατριζόταν, απέδωσε το μυθιστόρημα  στα αληθινά πρόσωπα που αυτή η ζωή τους ανήκε, κι εγώ, με τη σειρά μου, σημείωσα όποια σημεία με συγκίνησαν στο κείμενο και αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα τα περιστέρια, δηλαδή, τους εκπροσώπους της ειρήνης.
"Ο ζητιάνος έδιωξε τις μύγες που βοσκούσαν πάνω στα βρώμικα γένια του". (σ. 9) Ο φτωχός Έλληνας της εποχής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχε μετατραπεί σε παθητικό δέκτη της ελληνικής πραγματικότητας όπως είχε διαμορφωθεί στη διάρκεια της Επταετίας. 
"Ο Μύρος θυμήθηκε πως ... το χτήμα [στο νησί] ήταν μια πατωσιά φαλακρή, κακοτράχαλη, γεμάτη πέτρα και τρίβολους" και "ανέβαιναν συχνά πάνω κει με την Κασσάνδρα" όπου "τ΄αγριόπουλα έκοβαν κύκλους πάνω από τα κεφάλια τουςμα δεν τους ένοιαζε τίποτα, δε φοβόντουσαν, η σιωπή που βασίλευε γέμιζε την ψυχή τους γαλήνη, έκαναν σχέδια και ονειρευόντουσαν". (σ. 38) Τι θά ΄ταν άραγε; Σπίτι; Γυναίκα; Μήπως ένα καινούργιο όνειρο; (σ. 49)
"Μια μέρα στο Παρίσι, καθώς κοιτούσε από της κάμαρης το παράθυρο, πρόσεξε ένα περιστέρι στο λούκι της απέναντι στέγης. Χτυπιόταν ανοιγόκλεινε το ραμφί του, πολέμαγε να πάρει φτερό μα δεν τα κατάφερνε, τα πούπουλά του μαδιόντουσαν, τα 'παιρνε ο αγέρας, τα σκόρπιζε. Το πουλί σερνόταν με την κοιλιά, με τη γούσα, των φτερών οι κινήσεις όλο λιγόστευαν, όλο γινόντουσαν πιο αργές, ώσπου στο τέλος σταμάτησαν. Τότε ο Μύρος είδε από το παράθυρο κείνο τον άντρα που στεκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου. Φορούσε άσπρη μπλούζα και κασκέτο, από τον ώμο του κρεμόταν ένα σακούλι. Βύθιζε μέσα το χέρι και έριχνε στα πουλιά που φτερούγιζαν γύρω του φαρμακωμένο καλαμπόκι. 
Τότε που είχε δει για πρώτη φορά τον άντρα με τη μπλούζα και το κασκέτο, ζούσε μ' ένα κορίτσι με μεγάλα γκριζογάλανα μάτια, ξανθά μαλλιά. ...το βράδυ, τη νύχτα, ... πάλι ερχόταν στη μνήμη του το φαρμακωμένο περιστέρι που τιναζόταν μέσα στο λούκι της στέγης. Δεν έλεγε τίποτα, μόνο περίμενε [την κοπέλα που ήταν δίπλα του] να αποκοιμηθεί κι ύστερα σηκωνόταν, γέμιζα τις τσέπες του σπόρους και ψίχουλα, έβγαινε και τα σκόρπιζε στο πεζοδρόμιο, περασμένα μεσάνυχτα, για να μπορέσουν τα πουλιά να βρουν τη θροφή τους νωρίς το πρωί, πριν έρθει ο άντρας με την άσπρη μπλούζα και το κασκέτο". (σ. 56-57)
Ο κόσμος είναι γεμάτος εγκληματίες. "Μια έκφραση πίκρας χάραξε του Μύρου το πρόσωπο. 
- Κάθε φορά που κοιτάζω το πρόσωπο ενός παιδιού, διακρίνω τον κατάλογο με όσα εγκλήματα δεν έχουν γίνει ακόμα σε τούτο τον κόσμο... Αυτό θα 'ναι που οι άνθρωποι αποκαλούν αθωότητα". (σ. 73)
"Σε μια στιγμή περνάει από τη σκέψη του η ανάγκη να συγκεντρώσει γύρω του όλα εκείνα τα συνηθισμένα κι ασήμαντα μικροπράγματα που έμαθε ν' αγαπάει αυτά τα χρόνια, μέρα τη μέρα, νύχτα τη νύχτα, αλλά θα πρέπει να ψάξει όλο το σπίτι, από γωνιά σε γωνιά, από δωμάτιο σε δωμάτιο... 
Πάνω στο τραπέζι βλέπει το κουτί με τους σπόρους για τα περιστέρια της γειτονιάς. Μένουν ακόμα λίγοι, Δίχως να ξέρει γιατί, τους μαζεύει με προσοχή και τους ρίχνει στην τσέπη του. Αυτό τον ηρεμεί κάπως, μένει ακίνητος για λίγο μέσα σε κείνο το σιωπηλό σπίτι, προσπαθεί να σκεφτεί, να θυμηθεί...
Παίρνει ένα κομμάτι χαρτί και γράφει βιατικά λίγες λέξεις: Εγώ πήρα τους τελευταίους σπόρους. Μην ξεχνάς τα περιστέρια του δρόμου". (σ. 175)

Γιώργος Χατζηαποστόλου


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Αξιοπρέπεια και ανθρωπισμός

 


Άγγελος Τερζάκης < ένα από τα δύο πρόσωπα - μαζί με τον Γιώργο Θεοτοκά - που εξέφρασαν τις εντονότερες φιλοσοφικές και ανθρωπιστικές ανησυχίες της λεγόμενης "γενιάς του '30". Αποφθέγματα και πληροφορίες -από αυτόν και γι αυτόν- στη συνέχεια.

Γ.Χ.

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Η αυγή και το δειλινό


 
Πρωτομαγιά

Καλό μήνα φίλες και φίλοι! 
Ανεβαίνοντας με το τρόλεϋ την οδό Πειραιώς, στο διάλειμμα της απεργίας των Μέσων μαζικής μεταφοράς είδα μια όμορφη κοπέλα να κόβει λίγα λευκά τριαντάφυλλα από ένα ανοιχτό παρτέρι απέναντι από το Γκάζι. Έσκυβε πίσω από τους θάμνους  που είχαν δημιουργήσει οι τριανταφυλλιές γιατί μάλλον ντρεπόταν, αλλά, την ίδια στιγμή  δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της. Το λευκό, το πορτοκαλί και οι αποχρώσεις του κόκκινου, μαζί με το αρκετό πράσινο της στεριάς και το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού της Ελλάδας είναι τα βασικά χρώματα του παράδεισου της γης.
Η αυγή λένε πως είναι η ώρα που προσεύχονται οι άγγελοι. 
Το δειλινό, μάλλον, είναι η ώρα που απολαμβάνουν περισσότερο οι θνητοί....

Γ.Χ. 

 

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

"Με το παλιό'' ημερολόγιο, σήμερα είναι πρωτοχρονιά!



Τάσος Λειβαδίτης: Ένας καινούργιος χρόνος, όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα…

Ένας καινούργιος χρόνος.

Τι μας περιμένει;
Τι θα μας φέρει;

Όνειρα, φιλοδοξίες,
έρωτες, αινίγματα.

Και ω φτωχά ημερολόγια
που ύστερα από τόσες γιορτές
τελειώνετε τις μέρες σας
μέσα σ’ ένα ρείθρο.

Τάσος Λειβαδίτης

(Αντιγραφή από τον τόποtsemperlidou.gr)

Post by: apotis4stis5 08/01/2024

Ένα δωμάτιο, ζωντανό φέρετρο




 ΤΟ ΖΩΝΤΑΝΟ ΚΙΒΟΥΡΙ* ΜΟΥ

*φέρετρο

Καμιά δεν ήταν ποτέ αξιοπρεπέστερη ως σπιτονοικοκυρά από την Κυρά-Μάρω, σε μία μάντρα κάτω, κοντά στην πλατεία της Ελευθερίας. Πρώτα, το σπίτι, μια σειρά χαμοκέλες από 7 ή 8 δωμάτια, που αυτή νοίκιαζε, ήταν άγνωστο ποιού ιδιοκτήτη ήταν. Κατά ορισμένους, η Μάρω είχε συμφωνήσει με μία πολύ αγαπημένη φίλη της πριν από χρόνια, στου Καλαμιώτη, όπου κατοικούσαν μαζί, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα ―συνήθως έπλεναν ή σιδέρωναν, μερικές φορές έκαναν και προξενιά― όποια από τις δύο επιζήσει, να κληρονομήσει την άλλη. Λοιπόν η Μάρω είχε την τύχη να βάλει την αγαπημένη φίλη της μπροστά, και τότε αγόρασε το σπίτι αυτό με τα χρήματα, που είχαν βρεθεί της μακαρίτισσας. Κατά τους δέ, το σπίτι ανήκε στον δικηγόρο, τον σύζυγο μιας ανεψιάς της Μάρως, και αυτή ήταν μόνον ως επιστάτρια και υπενοικιάστρια. Βρίσκονταν όμως και καλοθελητές, που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τις δύο γνώμες. Κατ’ αυτούς, η μάντρα με τις παλιές χαμοκέλες είχε αγοραστεί πράγματι με τα χρήματα της πεθαμένης, αλλά στο συμβόλαιο φερόταν μόνον το όνομα της ανεψιάς της Μάρως και του συζύγου της, ο οποίος, ως δικηγόρος, ήξερε πολύ καλά πως γίνονται «αυτά τα πράγματα».

*
* *

Όταν πήγα κι έπιασα το μέσα δωμάτιο, όπου έμεινα από τότε και για δώδεκα έτη της ανώφελης ζωής μου, καλυβάκι ξεχωριστό στη σειρά  με τις άλλες χαμοκέλες, και το μόνο που έβλεπε προς τον δρόμο, όπως αντίκριζε την αυλόπορτα, ―είναι πολλά χρόνια από τότε― η πρώτη εντύπωσή μου υπήρξε ευχάριστη. ― Ήταν μέσα από ξύλινα χωρίσματα, στο βάθος της αυλής, μαζί με άλλα δύο· το ένα, το οποίον κατείχε μια φτωχή χήρα με τα παιδιά της, και το μέσα-μέσα της σειράς, όπου φώλιαζε η Κυρά-Μάρω. Μέσα από το χώρισμα και πριν από την πόρτα μου, ήταν μία εξαίσια κληματαριά, με πολύ πλούσιο φύλλωμα, κάνοντας τη μικρή αυλή μας ― άντρο σκιάς και δροσιάς. Κοιμήθηκα την πρώτη νύχτα· παράθυρο δεν είχε το μικρό κελί, και στο ένα τρίτο μέρος του προς τα πάνω από την πόρτα περνούσε το φως από έναν γυάλινο φεγγίτη. Ξύπνησα με την εντύπωση ―καθότι έβλεπα κι ένα κυπαρισσάκι να σείεται θλιβερά, αντίκρυ εκεί σε μίαν αυλή, πέρα από τον δρόμο― ότι είχα κοιμηθεί μέσα στο κιβούρι μου, το οποίο μου είχε κτίσει, για να απολαύσω προκαταβολικά και να αποκτήσω πείρα του πράγματος, η ευμενής μου Μοίρα.

*
* *

Το πρωί, πριν βγω, είδα τη σπιτονοικοκυρά ν’ ασχολείται να κουβαλάει έπιπλα από τη μία στην άλλη κάμαρα, και μερικά στην ίδια την κατοικία της. Μέτρησα 11 ἢ 12 κιβώτια. Όλα σχεδόν ήσαν παλαιά και άκομψα, τα περισσότερα φαίνονταν να είναι κενά, άλλα έδειχναν μικρό βάρος. Τα μετακόμιζε όλα αυτά βοηθουμένη από τη μικρή κόρη Αμαλία της Παπαβλαστού ―της άμεσης γειτόνισσάς μου, της χήρας― την οποία είχε αγγαρέψει γι αυτό. Αγαπούσε δέ, όπως βεβαιώθηκα, την αγγαρεία ― όταν την επέβαλλε σε άλλους. Τα κιβώτια, όπως έμαθα, όσα δεν ήσαν εντελώς κενά, περιείχαν διάφορα κουρέλια μάλλινα ἢ μεταξωτά, και ένα ή δύο μόνο περιέκλειαν σεντόνια, κλινοσκεπάσματα, και άλλα ρούχα. Όλα αυτά ανήκαν στη σπιτονοικοκυρά. Φαίνεται ὅτι ήσαν λείψανα παλαιών ενοικιαστών, ενέχυρα, παρακαταθήκες έναντι οφειλομένων ενοικίων και τα τοιαύτα. Αλλά από τότε κανείς δεν είχε έλθει να τα ζητήσει.

*
* *

Ήλθε ο χειμώνας. Έμεινα εκεί. Ανάμεσα στους νοικάρηδες, έβλεπα συχνά έναν Πέτρο, Μαλτέζο. Αυτός συχνά καθόταν στο κατώφλι της δικής του κατοικίας καπνίζοντας την πίπα του. Ένα πρωί ξυπνώντας, ακούω τη Μάρω να μιλάει μεγαλόφωνα και φαινόταν σε ταραχή και αγανάκτηση.

― Τί τρέχει;

―Ο Πέτρος, ο Μαλτέζος! Μου έφυγε τη νύχτα, ὁ πελάτης… Δυόμισι νοίκια μου τρώει ― με το συμπάθιο, αν είναι και λίγα. Κουβάλησε μεσάνυχτα τα ρούχα του.

Είχε δίκιο. Δεν θα είχε ὁ ἄνθρωπος, καμιά κασέλα περίσσεια να της αφήσει, για να τον θυμάται. Άλλοι νοικάρηδες συνέβαινε να κρατήσουν ένα δωμάτιο επί δύο μήνες και τόσες ημέρες. Η Κυρά-Μάρω πολλές φορές επικαλείτο τα φώτα μου για να της βρω τον λογαριασμό. Συνήθως απαιτούσε να πληρωθεί όλος ο μήνας για τις 9 ημέρες, αλλά βλέποντας την ακραία φτώχεια των ανθρώπων, και αυτή αφοπλιζόταν. Αλλιώς, να πως λογάριαζε συνήθως τις ημέρες. Ο νοικάρης είχε έλθει στις 20 Μαρτίου, κι έφευγε στις 30 Μαΐου. Από 20 Μαρτίου έως 31, δώδεκα μέρες· και 18 από τον Απρίλη ένας μήνας σωστός. Από 18 Απριλίου (bis), έως τέλος, 13 μέρες· και δεκαεφτά από τον Μάη, δύο μήνες· από 17 Μαΐου (bis) έως 31…

― Μα έχουμε τριάντα σήμερα, κυρά-Μάρω.

― Τριανταμία τραβάει ο μήνας. Από 17 Μαΐου έως 31, δεκάξι μέρες!

― Μα, πρώτα, δεν λογαριάζεται ούτε η 30ή του μήνα, που δεν θα κοιμηθούμε στο σπίτι σου. Έπειτα, τις 17 του μηνός τις λογαριάζεις δυο φορές.

―Ας είναι· 15 μέρες προς 46 λεπτά και μισό, πόσα μας κάνουν;

― Είναι 46 και δυο τρίτα, κυρά-Μάρω. Αλλά μόνον 12 ημέρες θα πληρώσουμε.

― Γιατί τάχα 46 και δύο τρίτα; διαμαρτυρόταν η Κυρά-Μάρω, γιατί φανταζόταν ότι τα 2/3 είναι λιγότερα από το μισό. Και ούτω καθεξής.

*
* *

Το πρωί, μέσα στο ζωντανό κιβούρι μου, πολλές φορές με ξύπνησαν οι ομιλίες και οι διηγήσεις της Μάρως προς τη μικρή Αμαλία, την κόρη της γειτόνισσας.

― Και πήγα στης κυρίας Βασιλειάδου, και στης κυρίας Αργυροπούλου, να συνεννοηθούμε για τα ψώνια· κάναμε την επίσκεψη μαζί με την κουμπάρα, την κυρά-Φωτεινή· και μου λέει, Κυρία Μαριγώ, μα πως δεν μας θυμόσαστε και μας ξεχάσατε πια και σεις, και της λέει η κουμπάρα ἡ Φωτεινή: Μα ξέρετε, η κυρία Μαριγὼ είναι πολύ ακριβοθώρητη, έχει την έννοια του σπιτιού, και δεν αδειάζει. Και τότε μου λέει η κυρά-Βασιλειάδου: Μα πως, κυρία Μαριγώ… κλπ. κλπ.

Άρχισε να διηγείται εμπιστευτικά στη μικρή για ένα συνοικέσιο, το οποίο επρόκειτο να γίνει και για το οποίον οι δύο αναφερθείσες κυρίες ζητούσαν τη συνδρομή της και τις συμβουλές της.

― Το λοιπόν; ύστερα, κυρά-Μάρω; ρώτησε η μικρή, βρίσκοντας αμέσως ενδιαφέρον στη διήγηση.

Τότε ἡ γριά, χάνοντας την υπομονή, επειδή η παιδούλα δεν ήθελε να εννοήσει ακόμη πως έπρεπε να την ονομάζει:

― Κυρία Μαριγώ, να λες. Ακούς;

Μία φορά η κυρά Μάρω έκανε μίαν εβδομάδα να μου μιλήσει για την εξής αιτία. Αν και σχεδόν ποτέ δεν παραπονιόμουν για τίποτε, συνέβη να ενοχληθώ κάποτε από μερικούς νοικάρηδες, που συνήθιζαν να κοιμούνται και να ροχαλίζουν υπαίθριοι το καλοκαίρι. καταλαμβάνοντας όλο το μήκος και το πλάτος, έξω από τα χωρίσματα, της έξω αυλής. Το δε χειρότερο, το οποίον μου είχε συμβεί ποτέ, υπήρξε το εξής. Ένας Καρπάθιος, λατόμος, που έμενε διαρκώς στην Πεντέλη, κρατούσε ακόμα και δωμάτιο στης Μάρως, και κατέβαινε κατά τις γιορτές στην πόλη. Μία τέτοια παραμονή είχε κατεβεί, και είχε ξαπλώσει στο ύπαιθρο· αλλά αυτή τη φορά είχε φέρει μαζί του και ένα ζώο, σαν είδος μαντρόσκυλου, νέο απόκτημα, όπως φαίνεται. Ὁ σκύλος, άμα εγώ μπήκα στην αυλή, μεσάνυχτα, μου ρίχτηκε, όπως ήταν επόμενο.

(Παρέκβαση. ― Ώ! τι μπορεί να υποφέρει κάποιος, και μάλιστα ως «εργένης» στην Αθήνα! Φανταστείτε! να πηγαίνεις για να κοιμηθείς στο δωμάτιό σου, ξεθαρρεμένος, και να βρίσκεις ακοίμητο, ανέλπιστο εχθρό να έχει στήσει ενέδρα στην πόρτα σου! Γι᾿ αυτὸ άρα οι τόσο έξυπνοι Επτανήσιοι έχουν ως μεγάλη κατάρα το «ξαφνικό να τού ᾽ρθει» για κάποιον. Το «ξαφνικό», και ευτύχημα αν είναι, καλό δεν κάνει. Διαβάστε στην ιστορία για έναν Μητροπολίτη, Δωρόθεο, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος έπεσε από αποπληξία και πέθανε άμα έμαθε το ανέλπιστο ευτύχημα, ότι εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης!)

Και σώθηκα μεν τότε από τα δόντια του σκύλου, αλλά η σπιτονοικοκυρά κάκιωσε μαζί μου, σαν να έφταιγα εγώ.

Τέλος, μία Κυριακή το δειλινό, η Μάρω είχε αναγγείλει, ὅτι έμελλε να τελεστεί ο γάμος της «βαφτιστήρας» της, κόρης της «κουμπάρας Φωτεινής», για την οποία συχνά μιλούσε, χωρίς να την έχουμε δει ποτέ να έρθει να την επισκεφτεί. Μπήκε στο δωμάτιό της, άνοιξε το  επίσημο μπαούλο της, στολίστηκε, και βγήκε, κλειδώνοντας την πόρτα. Άκουσα το βήμα και το θρόισμα του φορέματος.

Όμως τότε, καθώς στολίστηκε ξέχασε το κάκιωμα, και ήλθε μπροστά στην πόρτα μου, όλη φρου-φρου, με την ολομέταξη όρθια και κυματίζουσα εσθήτα.

― Πάω στο γάμο, είπε. Και στα δικά σου!

― Καλά!

*
* *

Μία τελευταία μικρή σκηνή. Είχε έλθει μια νεαρή γυναίκα με καπέλο, και  ζητούσε δωμάτιο.  Η Μάρω άρχισε να τη ρωτά αν έχει σύζυγο ή όχι, και τι δουλειά κάνει. Η γυναίκα απάντησε ο,τιδήποτε.

― Και από που είσαι;

―Από τ…

Η γυναίκα ονόμασε ένα νησί ιστορικό του Σαρωνικού, απ' όπου συνέβαινε να κατάγεται και η Μάρω.
― Και πως έβγαλες το τσεμπέρι; της λέει. Εγώ έχω σαράντα χρόνια στην Αθήνα… και το φορώ!
Και αρνήθηκε να της δώσει δωμάτιο…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1926)

Μεταφορά στη δημοτική Γ.Χ. 

Πηγές:

https://www.youtube.com/watch?v=0PUWVT2jixk

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Το ακάλυπτο πρόσωπο του Σ. Φρόυντ

Μικρό εισαγωγικό σχόλιο:

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω ένα τόσο ταλαιπωρημένο, από τον χρόνο, βιβλίο (πρέπει να είναι έκδοση του 1950, περίπου) και να προσέχω διαρκώς να μην το διαλύσω αλλάζοντας κάθε φορά σελίδα, και, την ίδια στιγμή, να αφοσιωθώ στο τόσο ενδιαφέρον περιεχόμενό του. 

Γράφει ο συγγραφέας Εμίλ Λούντβιχ: 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ (σ.σ. 5-8)

Μέσα στα σαράντα χρόνια της συγγραφικής μου ζωής έγραψα πάντα με τη σταθερή φροντίδα να σέβομαι το θέμα που διάλεξα και να δίνω όσο περισσότερο μπορούσα, ανάγλυφα, το πρόσωπο που μελετούσα. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ αποτέλεσε μια εξαίρεση ' δηλαδή έγραψα ένα βιβλίο για να δείξω πλατιά τις αδυναμίες και τους κινδύνους από ένα πρόσωπο κι' από μια θεωρία. Ο Φρόυντ ανήκει σε μια γενιά εκλεκτών υπάρξεων που για να επαναλάβω την έκφραση του Γκαίτε: «αναπνέουν προς το φως απ’ τα βάθη της αβύσσου».

Ο Φρόυντ με τη σχηματοποίηση που έκανε στα σεξουαλικά ένστικτα , τράβηξε πάνω του την περιέργεια μιας γενιάς που την παραμονεύει η κατάπτωση.
Ο Φρόυντ θα βρει τους μύστες του σ’ εκείνους που δεν έχουν μελετήσει σοβαρά την ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, ο Φρόυντ αιχμαλωτίζει τους αμαθείς και δίνει στους αδύνατους χαρακτήρες την αυταπάτη ότι παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Ο Φρόυντ εγκατέλειψε την πρώτη του επιστήμη, καθώς άρχισε σαν νευρολόγος, για να φέρει μια επανάσταση στη φιλοσοφία, τη θρησκεία και το θρύλο ακόμα και στην ιστορία και την παιδεία, προβάλλοντας πάνω σ’ ολόκληρο τον κόσμο , τη σκιά της σκοτεινής του προσωπικότητας.
Ο Φρόυντ κι’ εγώ ανήκουμε σε δύο ολότελα διαφορετικούς κόσμους. Ο Φρόυντ βλέπει τους ανθρώπους [ως] θύματα των καταναγκασμών και των [συμπλεγμάτων] και νοσηρούς, ενώ εγώ τους αναγνωρίζω [ως] ελεύθερους και υγιείς. Αυτός ανακαλύπτει στην ανθρώπινη ψυχή στοιχεία καταστροφής, ενώ εγώ, αντίθετα, στοιχεία δημιουργικά.

Ι

ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΗ (σ.σ. 11-14)

Εξερευνητές της ανθρώπινης ψυχής υπήρχαν σ' όλες τις εποχές, υπνωτιστές, εξηγητές ονείρων, αποκρυφιστές που βοήθησαν την επιστήμη να εμβαθύνει και να επαληθεύσει τα δεδομένα της πείρας ή της διαίσθησης. Οι Αρχαίοι αποκαλούσαν αυτούς τους ερευνητές «σοφούς», ο Μεσαίωνας τους ονόμαζε άλλοτε μάγους και άλλοτε αγύρτες. Για τους πιστούς υπάρχουν προφήτες ' για τους άγριους, [βροχοποιοί] και για τους σύγχρονους οι νευρολόγοι.

Πάντα σχεδόν υπάρχουν ερασιτέχνες του πνεύματος, μισο-καλλιτέχνες, μισο-σοφοί. Αλλά όλοι, από τον «σκοτεινό» Ηράκλειτο μέχρι τον «φωτεινό» Νίτσε, από ιδιοσυγκρασία ή από την παιδεία τους είναι «αναλυτικοί» που θέλουν να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε μιαν ηθική βελτίωση ή να θεραπεύσουν τα δεινά τους, ή, πιο απλά να φωτίσουν μερικές όψεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ψυχολόγοι ή γιατροί, μελέτησαν με ιδιαίτερη προσοχή την παιδική και την εφηβική ηλικία των ασθενών τους. Και ακόμα τη φύση των σχέσεών τους με το άλλο φύλο.
Απ' τα παλιά χρόνια η παιδική ηλικία και η σεξουαλικότητα είναι γνωστά κλειδιά για να ανοίγουν τις ψυχές των ανθρώπων. Η φιλολογία το βεβαιώνει. Αν μπορούσε να μιλήσει κανείς για επάγγελμα, εκεί που υπάρχει ένα ταλέντο, τότε στην πρώτη σειρά αυτών των ερευνητών, θά 'ρχονταν οι ποιητές, αυτοί οι ισάξιοι με τους μάντεις και τους φιλοσόφους. Και πλάι σ' αυτούς μερικοί σπάνιοι γιατροί, διαλεγμένοι ειδικά για να ανιχνεύουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ είναι ένας απ' αυτούς. Άρχισε το έργο του κυρίως σαν βιολόγος. Εφτά χρόνια στο εργαστήριο, έπειτα στην κλινική, αφοσιώθηκε στο πείραμα και χειρίστηκε το μικροσκόπιο. Την επιμέλεια με την οποία εκτέλεσε αυτές τις εργασίες [διαδέχθηκε στη συνέχεια μια ελαφρότητα, με την οποία] ρίχτηκε ύστερα, αυτός ο ίδιος άνθρωπος, σε μια περιοχή που του ήταν ολότελα άγνωστη και όπου φέρθηκε σαν ένας δικτάτορας. Αλλοίμονο! αυτές οι εργασίες της νεότητάς του, τόσον ουσιώδεις, ξεχάστηκαν σχεδόν, ενώ οι φαντασίες, για τις οποίες θα μιλήσουμε πιο κάτω, του έδωσαν μια παγκόσμια αναγνώριση.
Ότι έγραψε ως το 1900 είχε γερές επιστημονικές βάσεις, αλλά στη συνέχεια ακολούθησε τα μαθήματα των δασκάλων του, των συγχρόνων του Μαρξ και του Βάγκνερ, όπως ο Μπρύκε που έμπασε τη Σκέψη στις έρευνες του κεντρικού νευρικού συστήματος, κάτι δηλαδή, που ήταν νεωτερισμός στη Γερμανία. Στη Γαλλία ο Σαρκό και ο Μπερνχάιμ και ο Χ. Τζάκσον στην Αγγλία, είχαν εγκαταλείψει από καιρό την ερμηνεία της νεύρωσης, της υστερίας και της νευρασθένειας και ο Φρόυντ στην Αυστρία είχε ήδη αρχίσει τις μελέτες του για την παιδική ηλικία και τις συνέδεε με κάποιες παθήσεις που είχαν τις αιτίες τους σε ακουστικούς και οπτικούς συνειρμούς. Παράλληλα, ο Φρόυντ ανέτρεψε σταδιακά τις κύριες αναζητήσεις του περνώντας από την ψυχιατρική στους χώρους του υπνωτιστικού πειράματος, της φιλοσοφίας και του πολιτισμού.

XXXIII

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (175-176)

Ο πολιτισμός θεωρείται από τον Φρόυντ ως η πηγή κάθε δυστυχίας. «Πιστεύω, γράφει ο Φρόυντ, ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός γεννήθηκε από σεξουαλικές παραμορφώσεις που επέβαλαν ο χρόνος και οι συνθήκες της ζωής». Ο φιλόσοφος Φρόυντ περιγράφει ως φυσικές καταστάσεις την αιμομιξία, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και τον κανιβαλισμό, σε απόλυτη αντίθεση με τον Ρουσσώ που φανταζόταν την επιστροφή του ανθρώπου στα φυσικά αισθήματα που θα ξεχυθούν και θα ενεργήσουν χωρίς προκατάληψη και συμβατικότητα. Επομένως, η εξέλιξη του ανθρώπου εξηγείται μόνο σαν συνέπεια μιας απώθησης των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου που πάνω σ' αυτά βρίσκεται ότι καλύτερο έχει να παρουσιάσει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο Φρόυντ χώρισε ακόμα τον μηχανισμό της ψυχής σε τρία μέρη, στο «Εγώ», «Εκείνο», και στο «Υπέρ-Εγώ». Αυτό το «Υπέρ-Εγώ», το εξηγεί σαν μια αναπαράσταση των σχέσεών μας με τους γονείς μας. Το «Εκείνο» είναι, ας πούμε, η κληρονομιά από το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και κυριαρχείται από το «Εγώ» ' σχήματα και πράξεις που είναι αντιληπτές μόνο από τους μυημένους. 

XXXIV 

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΦΡΟΥΝΤ (σ.σ. 179-182) 

Μια μέρα του φθινοπώρου του 1927, ενώ βρισκόμουν στη Βιέννη, πήρα μια πρόσκληση από τον Φρόυντ για να τον επισκεφθώ στο σπίτι του το επόμενο βράδυ.

Είδα έναν ηλικιωμένο άνθρωπο (ήταν στα εβδομήντα του, τότε), με μια συμπεριφορά που, όπως εκφραζόταν με το βλέμμα και τους τρόπους του, τη χαρακτήριζαν η μετριοφροσύνη, η απλότητα και η ειλικρίνεια.
Από τις ερωτήσεις του διαπίστωσα με έκπληξη πως είχε διαβάσει μερικά βιβλία μου και ένιωσα να συμμετέχω άμεσα σε μια πνευματώδη και ευχάριστη συζήτηση που με οδήγησε σ' ένα θαυμασμό για την προσωπικότητά του, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε στην ατμόσφαιρα και μια παγερότητα.
Άρχισε να μου λέει: «Περιπλανάσθε ανάμεσα σε πρόσωπα μ' έναν τρόπο αναρχικό και σαν ερασιτέχνης, και θα προσπαθήσουμε εδώ να καταστρώσουμε κανόνες και να βγάλουμε συμπεράσματα». Του απάντησα: «Είστε ένας σοφός και είμαι ένας καλλιτέχνης». Με ρώτησε γιατί δεν έδωσα βαρύτητα σε κανένα ψυχολογικό χαρακτηριστικό σχετικά με την παιδική ηλικία για πρόσωπα που είχα παρουσιάσει όπως για παράδειγμα του Γκαίτε, του Ναπολέοντα και του Λεονάρντο ντα Βίντσι και [τον άφησα να εννοήσει πως δεν το θεώρησα απόλυτα απαραίτητο].
Λίγο αργότερα ο Φρόυντ σηκώθηκε και με πήγε κοντά σε μία πόρτα που είχε κρεμάσει δύο εικόνες έργων του Ντα Βίντσι χωρίς κορνίζα για να μου δείξει ότι θα έπρεπε στη μελέτη να προστρέξω στην παιδική ηλικία του -κάθε φορά- ήρωά μου και στις πρώτες του αναμνήσεις. Το ένα ήταν μια χαλκογραφία και το δεύτερο το αντίγραφο μιας σπουδής πάνω στο ίδιο θέμα. Ο Φρόυντ με ρώτησε ποιό από τα δύο έργα προηγήθηκε χρονολογικά του άλλου. Του απάντησα: το δεύτερο. Ακριβώς, είπε. Πως το ξέρετε; Του είπα: Γιατί, πάντα το σχέδιο γίνεται πριν από τον πίνακα. Το συμπέρασμα αυτό ήτανε το μόνο μέσα σε όλη μας τη συζήτηση , όπου σπάνια μια απλή ερώτηση πέτυχε μια απλά απάντηση.
Γύρισα στο σπίτι μου, νύχτα πια, αφού έκανα πρώτα μια μεγάλη βόλτα για να αναπνεύσω καθαρόν αέρα σαν να είχα μόλις βγει από μια σπηλιά.
Οι αποκαλύψεις του Φρόυντ για τρία από τα πρόσωπα που αγάπησα (τον Γκαίτε, τον Ναπολέοντα και τον Ντα Βίντσι) μου έδειχναν πως έμαθα τυχαία ότι ήσαν τρελοί. 

XXXV 

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ (σ.σ. 183-184) 

Σε ότι αναφέρεται στις αλλαγές που αλλάζουν τη μορφή του προσώπου και του σώματος ενός ανθρώπου φαίνεται να διακρίνουμε δύο κατηγορίες: τους ανθρώπους που κυριολεκτικά μεταμορφώνονται σε ένα άλλο πρόσωπο και σε αυτούς που μπορεί κάποιος να τους αναγνωρίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ακόμα και όταν είναι σαφώς γερασμένοι. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε ο Σίγκμουντ Φρόυντ.

Από τη νεανική ως την προχωρημένη ώριμη ηλικία του, στην εικόνα του παρατηρείται ένα είδος ψυχρής ομορφιάς, μια σκοτεινή έκφραση που φαίνεται να αντανακλά, έναν έντονο χαρακτήρα, μια ακλόνητη δύναμη που εκφράζει μια διάθεση να τα πάρει όλα και να μην δώσει τίποτα. Το πρόσωπό του δείχνει έναν άνθρωπο που δυσπιστεί για να πάντα, δεν εκπλήσσεται ποτέ, δεν χαμογελάει και έχει ακλόνητη λογική και σιδερένια πειθαρχία.

XLI 

Ο ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ (σ.σ. 209-216) 

Για μας ο Φρόυντ μοιάζει με έναν άνθρωπο που επειδή φοράει τα πολύ χοντρά γυαλιά της φαντασίας και, παράλληλα, της προσωπικής εμμονής σε απόλυτα προσωπικές θέσεις και φιλοσοφικο-κοινωνικές απόψεις ' που, παρότι επιχείρησε σε ολόκληρη τη ζωή του να τους προσδώσει επιστημονική εγκυρότητα και συγκεκριμένη μορφή, δεν κατάφερε παρά μόνο να βλέπει τον εξωτερικό κόσμο παραμορφωμένο και να παρασύρει εκατομμύρια ανθρώπους να συμμερίζονται μαζί του αυτή την ομαδική οφθαλμαπάτη.  

Πηγή: Εμίλ Λούντβιχ, Ο Φρόυντ χωρίς μάσκα, Εκδ. Βιβλιοεκδοτική (χ.χ.), μτφρ. Ανδρέας Φραγκιάς, σ.σ. 216.

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024

Αμητός: στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου

 


(1914-1980)

Αμητός (συλλογή, σοδειά εκλεκτών πραγμάτων) ΄σπάνια λέξη! Αυτή η λέξη με προκάλεσε να διαβάσω αυτό το βιβλίο και να γνωρίσω έναν σπουδαίο άνθρωπο.
Ο Φώτης Αποστολόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Πιλαλίστρα της Μεσσηνίας, υπήρξε ένας αγωνιστής στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ένας πατριώτης στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών και παράλληλα ένας φιλόλογος και ένας ιστορικός. Στον Οκτάβιο Μερλιέ, και στην προσωπική του ακάματη προσπάθεια, οφείλει πως αναγνωρίστηκε η αξία του ως ανθρώπου και η προσφορά του ως ερευνητή και δημιουργού στη Γαλλία, αφού η δική του χώρα (η Ελλάδα) έκανε ότι μπορούσε για να εμποδίσει την πνευματική πορεία του. 
Η Μάτση Χατζηλαζάρου -μούσα του Ανδρέα Εμπειρίκου- έγραψε το ακόλουθο ποίημα που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του, με τίτλο την ημέρα του θανάτου του. 

9 ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1980

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ
 
όπως βλέπω τις σκόνες 
να σαλεύουνε
μέσα στη μακρόστενη 
λουρίδα του ήλιου
εδώ κοντά μου
ή όπως τις βλέπω να χάνονται
έξω απ' αυτή τη λάμψη
ενώ υπάρχουν 
το σκέπτομαι

του Φώτη 
αλίμονο δεν τούπρεπε
αρρώστια νοσοκομείων και νίκελ.

έτσι 
όλων των ειδών
τα μόρια τα άτομα
σε πολυδισεκατομμύρια συνταιριασμούς
όπως τα βουνά οι άνθρωποι
οι ιοί  οι ελέφαντες
οι σεγκόβιες  οι ωκεανοί
σαλεύουν πάνω 
στο φλοιό της γης μας
που στριφογυρίζει  το σκέπτομαι
μαζί με τους πλανήτες
ανάμεσα σ' αστερισμούς
σε γαλαξίες και τίς είδε πόσα άλλα

του Φώτη 
τούπρεπε σε βαθιά γεράματα
στα χώματα της Πιλαλίστρας
να περιδιαβάζει μέρη αγαπητά
με αμμόλοφους  με φραγκοσυκιές\
με ρουμάνια όλο βατόμουρα

ποιά γέννα άκουσα να λέει ένας
ποιός θάνατος
ποιά αρχή ποιό τέλος
στενόψυχος πούναι ο λόγος
άκαρπη η σάρκα του
το κάθε τι  ακόμα και το σύμπαν
εμείς οι ίδιοι τ' ονοματίζουμε
έπειτα σκαρφιστήκαμε κάποιες σχέσεις
στα πολύπλοκα σήματά μας
και πήγαμε ως πάνω στη σελήνη

εγώ με τη λογική 
δεν ξέρω να ζήσω
αν ξεκινάω τα πρωινά
είναι από μια παράλογη αναμονή
μήπως και το πάθος επιταχύνει το σφυγμό μου
από χαρά  από οδύνη

μέθυσα από έρωτα από θάλασσα
από δάση με ξέφωτα με φράουλες
από λύπες και πληγές θόλωσε ο νους μου

του Φώτη 
τούπρεπε να καθήσει να ξαποστάσει
στην όχθη του ξεροπόταμου
με τις ευωδιές της λυγαριάς
εκεί αλίμονο
"να κάνει μελέτη θανάτου"
και τότε γαλήνια να σταματήσει
ο χτύπος της καρδιάς του

Αμητός: στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου, Εκδ. Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών 1984, σ.σ. 27-28.

Γ.Χ.