Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Τα ορθάνοιχτα μάτια του ποιητή

Τα ορθάνοιχτα μάτια του ποιητή
Τι να πρωτο-ξεχωρίσεις από ένα έργο δεκατεσσάρων τόμων -η ποίηση μόνο' ας αφήσουμε τα πεζά και τις μεταφράσεις-όπου ένας λυρικός ποιητής και ένας κοινωνικός αγωνιστής όπως ο Ρίτσος, συνυπάρχουν και συνυφαίνουν την ελληνική πολιτική ιστορία εξήντα ετών (1930-1990). Ο Γιάννης Ρίτσος, μαζί με τους Ν. Βρεττάκο, Τ. Λειβαδίτη και Μ. Αναγνωστάκη με τόλμη, ειλικρίνεια και καθαρότητα "ξαναέγραψαν" με την ποίησή τους τα παραμορφωμένα από την πολιτική εξουσία ιστορικά γεγονότα ολόκληρων δεκαετιών και "αποκατέστησαν" έτσι την κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας, εκείνης της εποχής, στις πραγματικές της διαστάσεις.
Επειδή δεν είμαι ούτε φιλόλογος ούτε, βέβαια, κριτικός λογοτεχνίας, θα "ταξιδέψω" σε αυτό το πέλαγος των στίχων με πυξίδα μόνο τη διαίσθησή μου. Θα σημειώσω ό,τι μου "μιλάει" και ό,τι με συγκινεί -φράσεις και στροφές- επεξεργασμένες μικρές "πέτρες" του στρωμένου με τέλεια βότσαλα, προαύλιου μιας εκκλησίας, ενός σχολείου ή ενός αρχαίου μνημείου που ενισχύει, πλάθει ή τεκμηριώνει την ιστορική μας συνείδηση.
Λύνουμε τα σκοινιά' σαλπάρουμε...
Πρώτος τόμος:
Από τη συλλογή Τρακτέρ (1934) το μέρος Πορτραίτα (σ.σ. 25-42). Με χιούμορ και διεισδυτική ματιά ο Ρίτσος αναλύει τους χαρακτήρες του ατομικιστή, του διανοούμενου, του ποιητή, του επαναστάτη, του αρνητή, του αναποφάσιστου, του εγωπαθή, του ανίσχυρου, του ηγέτη, του απροσάρμοστου.
Ο Επιτάφιος (1936) έλαμψε, κατά την γνώμη μου, χάρη στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, την ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση και στην κοινωνική συγκυρία (δικτατορία Μεταξά, διαδηλώσεις καπνεργατών κλπ) και όχι στην ιδιαίτερη αξία του ποιήματος.
Το εμβατήριο του ωκεανού (1940), αποπνέει την έντονη αίσθηση μιας όμορφης ποίησης, χωρίς διάθεση να ενσωματώσει στοιχεία πολιτικής στράτευσης ή εντυπωσιασμού (σ.σ. 259-290).
Στη συλλογή: Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1941), η παράδοση της λακωνικής λεκτικής λιτότητας καθηλώνει τον αναγνώστη.
Δεύτερος τόμος:
Η πρώτη συλλογή: Αγρύπνια (1941-1953), άρχισε να γράφεται στην Αθήνα, συνεχίστηκε στον Άη- Στράτη και ολοκληρώθηκε στην Αθήνα. Ο τόπος και οι συνθήκες ζωής στην εξορία, διαμόρφωσαν το ύφος και τη μορφή των ποιημάτων. Τα νοήματα συνδυάζονται ήρεμα και ισορροπημένα κάτω από αφόρητη ψυχολογική πίεση. Αγροτικά σύμβολα, αστικοί μύθοι, ζωντανά στοιχεία της δημοτικής παράδοσης και προσωπική αισιοδοξία συντείνουν προς την βεβαιότητα μιας ευτυχούς έκβασης του κοινωνικού αγώνα. Παραθέτω λίγα αποσπάσματα του ποιητή:
"Αγαπημένε μου Ζολιό (Κιουρί), σου γράφω απ' τον Άη-Στράτη.
Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες άνθρωποι
άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι
με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας
μ΄ ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές
κι ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας
άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως κι εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη" (σ. 99).
"Εγώ περπάτησα πολύ - κουράστηκα - .
Κάποτε απ' την πολλή την κούραση βολεύεσαι στην κούραση,
σταματάς και λες: έφτασα. - Πού έφτασες;
Λες: βρήκα - Τί βρήκες;
Ά, ναι,, ίσως να βρήκες
πως δε φτάνει κανείς ποτέ πουθενά.
Είναι κι αυτό μιά αλήθεια.
Μα δεν τη λες" (σ. 127).
"Ένας άνθρωπος θέλει να γελάσει.
Προσπαθεί, σφίγγει το στόμα του, μη βρίσκοντας ακόμη το γέλιο του.
Όλοι θέλουμε να γελάσουμε.
Στην παραλία σεργιανάν οι εξόριστοι,κουβεντιάζουν
- ετοιμάζουν το γέλιο του κόσμου.
Η θάλασσα είναι ήσυχη. Δυό χωροφύλακες περάσαν.
Ο ένας κρατούσε ένα κλαδάκι μυγδαλιά. Θα μιλούσαν
για τα κορίτσια τους - μια και κρατούσε τούτο το κλαδάκι.
Τα λουλούδια τούς φέγγανε το πρόσωπο κάτω απ' το πηλήκιο.
Ο κόσμος του λέω, είναι όμορφος.
Ότι κι αν πεις, ό,τι κι αν κάνεις, όμορφος.
Το μέλλον σίγουρο, αδερφέ μου. Ό,τι κι αν γίνει σίγουρο.
Δεν υπάρχουν πια αποσιωπητικά στη φωνή ή στη σιωπή μας. όμορφος.
Μπορείς να κάνεις πίσω τους τροχούς του ήλιου;
Όσο κι αν βάλλουν για μοχλούς τα ντουφέκια τους
όσο κι αν βάλλουν τους ώμους τους - δε γίνεται" (σ. 162-163).
Στη συνέχεια, προσέχω τη συλλογή:
Πρωϊνό άστρο (1955), με υπότιτλο: Μικρή εγκυκλοπαίδεια υποκοριστικών (πιθανό υπονοούμενο για τα "κορίτσια")
αφού ο ποιητής το αφιερώνει με άκρατη τρυφερότητα, στην κόρη του Έρη.
"Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στα φτερά μιας πεταλούδας....
Θέλω να σου φέρω αυγινό φως ...." (σ. 305)
Με παρόμοιο, τρυφερό τρόπο, απευθύνεται ο ποιητής και στη Φωτεινούλα Φ. αφιερώνοντάς της, ένα μεγάλο μέρος στην αρχή της επόμενης συλλογής με τίτλο: Υδρία (1958)' ποιήματα που γράφονται στην Αθήνα, ενώ τα ποιήματα του υπόλοιπου μέρους γράφονται στο Διμηνιό Κορινθίας, τη Βάλτσα και την Αθήνα και απευθύνονται στον ενήλικο αναγνώστη.
Φαίνεται πως ο Ρίτσος δοκίμασε να καταφέρει αυτό που θεώρησε αδύνατο ο Γ. Σεφέρης, δηλαδή "να εξαντλήσει τη θάλασσα".
Και οι δύο αυτοί τόμοι είναι μόνο η αρχή της ποιητικής παραγωγής του Γιάννη Ρίτσου.
Γιώργος Χατζηαποστόλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: