Από την "κουλτούρα της πενίας" και την "πρακτική" του φιλότιμου στη διατήρηση της αυτοεκτίμησης ' η απομυθοποίηση της σωτηρίας
Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2024
Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024
Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024
Αξιοπρέπεια και ανθρωπισμός
Άγγελος Τερζάκης < ένα από τα δύο πρόσωπα - μαζί με τον Γιώργο Θεοτοκά - που εξέφρασαν τις εντονότερες φιλοσοφικές και ανθρωπιστικές ανησυχίες της λεγόμενης "γενιάς του '30". Αποφθέγματα και πληροφορίες -από αυτόν και γι αυτόν- στη συνέχεια.
Τετάρτη 1 Μαΐου 2024
Η αυγή και το δειλινό
Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024
"Με το παλιό'' ημερολόγιο, σήμερα είναι πρωτοχρονιά!
Ένας καινούργιος χρόνος.
Τι μας περιμένει;
Τι θα μας φέρει;
Όνειρα, φιλοδοξίες,
έρωτες, αινίγματα.
Και ω φτωχά ημερολόγια
που ύστερα από τόσες γιορτές
τελειώνετε τις μέρες σας
μέσα σ’ ένα ρείθρο.
Τάσος Λειβαδίτης
(Αντιγραφή από τον τόπο: tsemperlidou.gr)
Post by: apotis4stis5 08/01/2024
Ένα δωμάτιο, ζωντανό φέρετρο
*φέρετρο
Καμιά δεν ήταν ποτέ αξιοπρεπέστερη ως σπιτονοικοκυρά από την Κυρά-Μάρω, σε μία μάντρα κάτω, κοντά στην πλατεία της Ελευθερίας. Πρώτα, το σπίτι, μια σειρά χαμοκέλες από 7 ή 8 δωμάτια, που αυτή νοίκιαζε, ήταν άγνωστο ποιού ιδιοκτήτη ήταν. Κατά ορισμένους, η Μάρω είχε συμφωνήσει με μία πολύ αγαπημένη φίλη της πριν από χρόνια, στου Καλαμιώτη, όπου κατοικούσαν μαζί, ασκώντας διάφορα επαγγέλματα ―συνήθως έπλεναν ή σιδέρωναν, μερικές φορές έκαναν και προξενιά― όποια από τις δύο επιζήσει, να κληρονομήσει την άλλη. Λοιπόν η Μάρω είχε την τύχη να βάλει την αγαπημένη φίλη της μπροστά, και τότε αγόρασε το σπίτι αυτό με τα χρήματα, που είχαν βρεθεί της μακαρίτισσας. Κατά τους δέ, το σπίτι ανήκε στον δικηγόρο, τον σύζυγο μιας ανεψιάς της Μάρως, και αυτή ήταν μόνον ως επιστάτρια και υπενοικιάστρια. Βρίσκονταν όμως και καλοθελητές, που προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τις δύο γνώμες. Κατ’ αυτούς, η μάντρα με τις παλιές χαμοκέλες είχε αγοραστεί πράγματι με τα χρήματα της πεθαμένης, αλλά στο συμβόλαιο φερόταν μόνον το όνομα της ανεψιάς της Μάρως και του συζύγου της, ο οποίος, ως δικηγόρος, ήξερε πολύ καλά πως γίνονται «αυτά τα πράγματα».
*
* *
Το πρωί, πριν βγω, είδα τη σπιτονοικοκυρά ν’ ασχολείται να κουβαλάει έπιπλα από τη μία στην άλλη κάμαρα, και μερικά στην ίδια την κατοικία της. Μέτρησα 11 ἢ 12 κιβώτια. Όλα σχεδόν ήσαν παλαιά και άκομψα, τα περισσότερα φαίνονταν να είναι κενά, άλλα έδειχναν μικρό βάρος. Τα μετακόμιζε όλα αυτά βοηθουμένη από τη μικρή κόρη Αμαλία της Παπαβλαστού ―της άμεσης γειτόνισσάς μου, της χήρας― την οποία είχε αγγαρέψει γι αυτό. Αγαπούσε δέ, όπως βεβαιώθηκα, την αγγαρεία ― όταν την επέβαλλε σε άλλους. Τα κιβώτια, όπως έμαθα, όσα δεν ήσαν εντελώς κενά, περιείχαν διάφορα κουρέλια μάλλινα ἢ μεταξωτά, και ένα ή δύο μόνο περιέκλειαν σεντόνια, κλινοσκεπάσματα, και άλλα ρούχα. Όλα αυτά ανήκαν στη σπιτονοικοκυρά. Φαίνεται ὅτι ήσαν λείψανα παλαιών ενοικιαστών, ενέχυρα, παρακαταθήκες έναντι οφειλομένων ενοικίων και τα τοιαύτα. Αλλά από τότε κανείς δεν είχε έλθει να τα ζητήσει.
*
* *
Ήλθε ο χειμώνας. Έμεινα εκεί. Ανάμεσα στους νοικάρηδες, έβλεπα συχνά έναν Πέτρο, Μαλτέζο. Αυτός συχνά καθόταν στο κατώφλι της δικής του κατοικίας καπνίζοντας την πίπα του. Ένα πρωί ξυπνώντας, ακούω τη Μάρω να μιλάει μεγαλόφωνα και φαινόταν σε ταραχή και αγανάκτηση.
―Ο Πέτρος, ο Μαλτέζος! Μου έφυγε τη νύχτα, ὁ πελάτης… Δυόμισι νοίκια μου τρώει ― με το συμπάθιο, αν είναι και λίγα. Κουβάλησε μεσάνυχτα τα ρούχα του.
Είχε δίκιο. Δεν θα είχε ὁ ἄνθρωπος, καμιά κασέλα περίσσεια να της αφήσει, για να τον θυμάται. Άλλοι νοικάρηδες συνέβαινε να κρατήσουν ένα δωμάτιο επί δύο μήνες και τόσες ημέρες. Η Κυρά-Μάρω πολλές φορές επικαλείτο τα φώτα μου για να της βρω τον λογαριασμό. Συνήθως απαιτούσε να πληρωθεί όλος ο μήνας για τις 9 ημέρες, αλλά βλέποντας την ακραία φτώχεια των ανθρώπων, και αυτή αφοπλιζόταν. Αλλιώς, να πως λογάριαζε συνήθως τις ημέρες. Ο νοικάρης είχε έλθει στις 20 Μαρτίου, κι έφευγε στις 30 Μαΐου. Από 20 Μαρτίου έως 31, δώδεκα μέρες· και 18 από τον Απρίλη ένας μήνας σωστός. Από 18 Απριλίου (bis), έως τέλος, 13 μέρες· και δεκαεφτά από τον Μάη, δύο μήνες· από 17 Μαΐου (bis) έως 31…
― Μα έχουμε τριάντα σήμερα, κυρά-Μάρω.
― Τριανταμία τραβάει ο μήνας. Από 17 Μαΐου έως 31, δεκάξι μέρες!
― Μα, πρώτα, δεν λογαριάζεται ούτε η 30ή του μήνα, που δεν θα κοιμηθούμε στο σπίτι σου. Έπειτα, τις 17 του μηνός τις λογαριάζεις δυο φορές.
―Ας είναι· 15 μέρες προς 46 λεπτά και μισό, πόσα μας κάνουν;
― Είναι 46 και δυο τρίτα, κυρά-Μάρω. Αλλά μόνον 12 ημέρες θα πληρώσουμε.
― Γιατί τάχα 46 και δύο τρίτα; διαμαρτυρόταν η Κυρά-Μάρω, γιατί φανταζόταν ότι τα 2/3 είναι λιγότερα από το μισό. Και ούτω καθεξής.
*
* *
Το πρωί, μέσα στο ζωντανό κιβούρι μου, πολλές φορές με ξύπνησαν οι ομιλίες και οι διηγήσεις της Μάρως προς τη μικρή Αμαλία, την κόρη της γειτόνισσας.
― Και πήγα στης κυρίας Βασιλειάδου, και στης κυρίας Αργυροπούλου, να συνεννοηθούμε για τα ψώνια· κάναμε την επίσκεψη μαζί με την κουμπάρα, την κυρά-Φωτεινή· και μου λέει, Κυρία Μαριγώ, μα πως δεν μας θυμόσαστε και μας ξεχάσατε πια και σεις, και της λέει η κουμπάρα ἡ Φωτεινή: Μα ξέρετε, η κυρία Μαριγὼ είναι πολύ ακριβοθώρητη, έχει την έννοια του σπιτιού, και δεν αδειάζει. Και τότε μου λέει η κυρά-Βασιλειάδου: Μα πως, κυρία Μαριγώ… κλπ. κλπ.
Άρχισε να διηγείται εμπιστευτικά στη μικρή για ένα συνοικέσιο, το οποίο επρόκειτο να γίνει και για το οποίον οι δύο αναφερθείσες κυρίες ζητούσαν τη συνδρομή της και τις συμβουλές της.
― Το λοιπόν; ύστερα, κυρά-Μάρω; ρώτησε η μικρή, βρίσκοντας αμέσως ενδιαφέρον στη διήγηση.
Τότε ἡ γριά, χάνοντας την υπομονή, επειδή η παιδούλα δεν ήθελε να εννοήσει ακόμη πως έπρεπε να την ονομάζει:
― Κυρία Μαριγώ, να λες. Ακούς;
Μία φορά η κυρά Μάρω έκανε μίαν εβδομάδα να μου μιλήσει για την εξής αιτία. Αν και σχεδόν ποτέ δεν παραπονιόμουν για τίποτε, συνέβη να ενοχληθώ κάποτε από μερικούς νοικάρηδες, που συνήθιζαν να κοιμούνται και να ροχαλίζουν υπαίθριοι το καλοκαίρι. καταλαμβάνοντας όλο το μήκος και το πλάτος, έξω από τα χωρίσματα, της έξω αυλής. Το δε χειρότερο, το οποίον μου είχε συμβεί ποτέ, υπήρξε το εξής. Ένας Καρπάθιος, λατόμος, που έμενε διαρκώς στην Πεντέλη, κρατούσε ακόμα και δωμάτιο στης Μάρως, και κατέβαινε κατά τις γιορτές στην πόλη. Μία τέτοια παραμονή είχε κατεβεί, και είχε ξαπλώσει στο ύπαιθρο· αλλά αυτή τη φορά είχε φέρει μαζί του και ένα ζώο, σαν είδος μαντρόσκυλου, νέο απόκτημα, όπως φαίνεται. Ὁ σκύλος, άμα εγώ μπήκα στην αυλή, μεσάνυχτα, μου ρίχτηκε, όπως ήταν επόμενο.
(Παρέκβαση. ― Ώ! τι μπορεί να υποφέρει κάποιος, και μάλιστα ως «εργένης» στην Αθήνα! Φανταστείτε! να πηγαίνεις για να κοιμηθείς στο δωμάτιό σου, ξεθαρρεμένος, και να βρίσκεις ακοίμητο, ανέλπιστο εχθρό να έχει στήσει ενέδρα στην πόρτα σου! Γι᾿ αυτὸ άρα οι τόσο έξυπνοι Επτανήσιοι έχουν ως μεγάλη κατάρα το «ξαφνικό να τού ᾽ρθει» για κάποιον. Το «ξαφνικό», και ευτύχημα αν είναι, καλό δεν κάνει. Διαβάστε στην ιστορία για έναν Μητροπολίτη, Δωρόθεο, αν θυμάμαι καλά, ο οποίος έπεσε από αποπληξία και πέθανε άμα έμαθε το ανέλπιστο ευτύχημα, ότι εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης!)
Και σώθηκα μεν τότε από τα δόντια του σκύλου, αλλά η σπιτονοικοκυρά κάκιωσε μαζί μου, σαν να έφταιγα εγώ.
Τέλος, μία Κυριακή το δειλινό, η Μάρω είχε αναγγείλει, ὅτι έμελλε να τελεστεί ο γάμος της «βαφτιστήρας» της, κόρης της «κουμπάρας Φωτεινής», για την οποία συχνά μιλούσε, χωρίς να την έχουμε δει ποτέ να έρθει να την επισκεφτεί. Μπήκε στο δωμάτιό της, άνοιξε το επίσημο μπαούλο της, στολίστηκε, και βγήκε, κλειδώνοντας την πόρτα. Άκουσα το βήμα και το θρόισμα του φορέματος.
― Πάω στο γάμο, είπε. Και στα δικά σου!
― Καλά!
*
* *
Μία τελευταία μικρή σκηνή. Είχε έλθει μια νεαρή γυναίκα με καπέλο, και ζητούσε δωμάτιο. Η Μάρω άρχισε να τη ρωτά αν έχει σύζυγο ή όχι, και τι δουλειά κάνει. Η γυναίκα απάντησε ο,τιδήποτε.
― Και από που είσαι;
―Από τ…
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1926)
Μεταφορά στη δημοτική Γ.Χ.
Πηγές:
Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024
Το ακάλυπτο πρόσωπο του Σ. Φρόυντ
Μικρό εισαγωγικό σχόλιο:
Είχα πολύ καιρό να διαβάσω ένα τόσο ταλαιπωρημένο, από τον χρόνο, βιβλίο (πρέπει να είναι έκδοση του 1950, περίπου) και να προσέχω διαρκώς να μην το διαλύσω αλλάζοντας κάθε φορά σελίδα, και, την ίδια στιγμή, να αφοσιωθώ στο τόσο ενδιαφέρον περιεχόμενό του.
Γράφει ο συγγραφέας Εμίλ Λούντβιχ:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (σ.σ. 5-8)
Μέσα στα σαράντα χρόνια της συγγραφικής μου ζωής έγραψα πάντα με τη σταθερή φροντίδα να σέβομαι το θέμα που διάλεξα και να δίνω όσο περισσότερο μπορούσα, ανάγλυφα, το πρόσωπο που μελετούσα. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ αποτέλεσε μια εξαίρεση ' δηλαδή έγραψα ένα βιβλίο για να δείξω πλατιά τις αδυναμίες και τους κινδύνους από ένα πρόσωπο κι' από μια θεωρία. Ο Φρόυντ ανήκει σε μια γενιά εκλεκτών υπάρξεων που για να επαναλάβω την έκφραση του Γκαίτε: «αναπνέουν προς το φως απ’ τα βάθη της αβύσσου».
Ι
ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΥΠΕΡΒΟΛΗ (σ.σ. 11-14)
Εξερευνητές της ανθρώπινης ψυχής υπήρχαν σ' όλες τις εποχές, υπνωτιστές, εξηγητές ονείρων, αποκρυφιστές που βοήθησαν την επιστήμη να εμβαθύνει και να επαληθεύσει τα δεδομένα της πείρας ή της διαίσθησης. Οι Αρχαίοι αποκαλούσαν αυτούς τους ερευνητές «σοφούς», ο Μεσαίωνας τους ονόμαζε άλλοτε μάγους και άλλοτε αγύρτες. Για τους πιστούς υπάρχουν προφήτες ' για τους άγριους, [βροχοποιοί] και για τους σύγχρονους οι νευρολόγοι.
XXXIII
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (175-176)
Ο πολιτισμός θεωρείται από τον Φρόυντ ως η πηγή κάθε δυστυχίας. «Πιστεύω, γράφει ο Φρόυντ, ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός γεννήθηκε από σεξουαλικές παραμορφώσεις που επέβαλαν ο χρόνος και οι συνθήκες της ζωής». Ο φιλόσοφος Φρόυντ περιγράφει ως φυσικές καταστάσεις την αιμομιξία, το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και τον κανιβαλισμό, σε απόλυτη αντίθεση με τον Ρουσσώ που φανταζόταν την επιστροφή του ανθρώπου στα φυσικά αισθήματα που θα ξεχυθούν και θα ενεργήσουν χωρίς προκατάληψη και συμβατικότητα. Επομένως, η εξέλιξη του ανθρώπου εξηγείται μόνο σαν συνέπεια μιας απώθησης των ενστίκτων του έρωτα και του θανάτου που πάνω σ' αυτά βρίσκεται ότι καλύτερο έχει να παρουσιάσει ο ανθρώπινος πολιτισμός. Ο Φρόυντ χώρισε ακόμα τον μηχανισμό της ψυχής σε τρία μέρη, στο «Εγώ», «Εκείνο», και στο «Υπέρ-Εγώ». Αυτό το «Υπέρ-Εγώ», το εξηγεί σαν μια αναπαράσταση των σχέσεών μας με τους γονείς μας. Το «Εκείνο» είναι, ας πούμε, η κληρονομιά από το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα και κυριαρχείται από το «Εγώ» ' σχήματα και πράξεις που είναι αντιληπτές μόνο από τους μυημένους.
XXXIV
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΦΡΟΥΝΤ (σ.σ. 179-182)
Μια μέρα του φθινοπώρου του 1927, ενώ βρισκόμουν στη Βιέννη, πήρα μια πρόσκληση από τον Φρόυντ για να τον επισκεφθώ στο σπίτι του το επόμενο βράδυ.
XXXV
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Σε ότι αναφέρεται στις αλλαγές που αλλάζουν τη μορφή του προσώπου και του σώματος ενός ανθρώπου φαίνεται να διακρίνουμε δύο κατηγορίες: τους ανθρώπους που κυριολεκτικά μεταμορφώνονται σε ένα άλλο πρόσωπο και σε αυτούς που μπορεί κάποιος να τους αναγνωρίσει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ακόμα και όταν είναι σαφώς γερασμένοι. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκε ο Σίγκμουντ Φρόυντ.
XLI
Ο
ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ
Για μας ο Φρόυντ μοιάζει με έναν άνθρωπο που επειδή φοράει τα πολύ χοντρά γυαλιά της φαντασίας και, παράλληλα, της προσωπικής εμμονής σε απόλυτα προσωπικές θέσεις και φιλοσοφικο-κοινωνικές απόψεις ' που, παρότι επιχείρησε σε ολόκληρη τη ζωή του να τους προσδώσει επιστημονική εγκυρότητα και συγκεκριμένη μορφή, δεν κατάφερε παρά μόνο να βλέπει τον εξωτερικό κόσμο παραμορφωμένο και να παρασύρει εκατομμύρια ανθρώπους να συμμερίζονται μαζί του αυτή την ομαδική οφθαλμαπάτη.
Πηγή: Εμίλ Λούντβιχ, Ο Φρόυντ χωρίς μάσκα, Εκδ. Βιβλιοεκδοτική (χ.χ.), μτφρ. Ανδρέας Φραγκιάς, σ.σ. 216.
Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2024
Αμητός: στη μνήμη Φώτη Αποστολόπουλου
Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2024
Τα Φώτα του τεμπέλη
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (ΤΑ ΦΩΤΑ) ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ
Στην ταβέρνα του Πατσόπουλου, ενώ ο βοριάς φυσούσε, και ψηλά στα βουνά χιόνιζε, ένα πρωί, μπήκε να πιεί ένα ρούμι να ζεσταθεί ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από τη γυναίκα του, βρισμένος από την πεθερά του, δαρμένος από τον κουνιάδο του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίνα τη σπιτονοικοκυρά του, και φασκελωμένος από τον μικρό τριετή γιό του, τον οποίον ο προκομμένος ο θειός του δίδασκε με επιμέλεια, όπως και γονείς ακόμη πράττουν στα «κατώτερα στρώματα», πως να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, καντήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κ᾽ έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
*
* *
Εισήλθε τρέμοντας ὁ μαστρο-Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλειού, που τον ήξερε καλά, του είπε·
*
* *
Υπήρχαν εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριών ή τεσσάρων οικογενειών, όπου κατοικούσαν στα ανήλιαγα δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζευγάρια περιστεριών. Οι δύο γίδες αναχάραζαν βαθιά στο σκεπασμένο μαντράκι τους, οι όρνιθες έκραζαν υπόκωφα στα κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζευτεί στους περιστεριώνες περίτρομα από το κυνήγι, που άρχιζαν τη νύκτα εναντίον τους οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής που κοιμόταν.
Πάραυτα ακούστηκε κρότος βημάτων στο σπίτι.
―Ἔ, μαστρο-Παύλε, είπε η κυρα-Στρατίνα, που πλησίασε, νά ᾽χουμε και καλό ρώτημα… Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μού 'χεις, ασίκη μου; Είδαμε και πάθαμε να σκεπάσουμε το πράγμα, να μην προσβληθεί το σπίτι… Εκείνος που ήταν δικός του ὁ γάλος, ήρθε μεσάνυχτα και φώναζε, έκανε μεγάλο κακό, και μας φοβέριζε όλους, και τη φαμίλια σου, επειδή τον είχε κόψει το γάλο, που λες, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά.. κλειδώθηκε μέσα στην κάμερα, και δεν ήξερε τί να κάνει… Είπε και ὁ κουνιάδος σου… καλό κελεπούρι ήταν κι αυτό, που λες… και πέρασε ἡ φαμίλια σου όλη την ημέρα κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβο μη ξαναέρθει εκείνος πού ᾽χε το γάλο και μας φέρει κα την αστυνομία… ήταν φόβος να μην προσβληθεί κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοια αστεία να μην τα κάνεις, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπει από το σπίτι μου εμένα! Τ᾽ άκουσες;
(1896)
Ρητά
Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”
Σημείωση:
Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024
Η προσθήκη τόλμης στη φαντασία δημιουργεί ελπίδα
Μια ανάγνωση του πεζο-ποιήματος του Νίκου Εγγονόπουλου "Η ψυχανάλυσις των φαντασμάτων" από τη συλλογή "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής". Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος - Ημερολόγιο 2007, Εκδ. Εριέττα Εγγονοπούλου & Ύψιλον Βιβλία 2006, σ.σ. 317.
Το ημερολόγιο του 2007 συμβαδίζει με το 2024 μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου, οπότε χωρίζουν οι δρόμοι τους (καθώς το τρέχουν έτος είναι δίσεκτο, έχει, δηλαδή ο δεύτερος μήνας του έτους και 29 ημέρα).
Μια ψυχανάλυση των φαντασμάτων
Όταν μπαίνει την ημέρα του καράβι στο λιμάνι,περιμένουν στην προκυμαία άνθρωποι πολλοί.Τη νύχτα το καράβι υποδέχονται η σιωπή και οι ήχοι της. Την ημέρα τα νερά με την ανατριχίλα των αποχρώσεων του γαλάζιου ανέχονται το καράβι που τα σκίζει. Τη νύχτα τα νερά, πιο ήρεμα, αντανακλώντας τα φώτα της προκυμαίας, αποκρίνονται στα λίγα φώτα γεμίζοντας θαρρείς λουλούδια και στο λιμάνι υπάρχουν μόνο γυναίκες γυμνές ' απροκάλυπτες εκφράσεις του πειρασμού που παραμονεύει (επιφανειακές προσδοκίες του έρωτα) χωρίς διάθεση να εμβαθύνουν στο χώρο των βουτηχτάδων, ή μέσα στη θάλασσα, αλλά το περισσότερο έως την είσοδο του σιδηροδρομικού σταθμού ' στα όρια της πόλης των ανθρώπων.
Αυτοί φτάνουν τη στιγμή που τους περιμένουν αυτές και ενδίδουν στην ερωτική πρόσκληση. Εμείς φτάνουμε τη στιγμή που δεν μας περιμένουν, πετώντας όπως τα μεγάλα πουλιά ή τα ασώματα πνεύματα, ψέλνοντας λόγια ακατανόητα αλλά ωραία. Τότε με έναν ανεξήγητο όσο και θαυμαστό τρόπο, γίνεται αισθητή η ουσία της ησυχίας του τοπίου και εντελώς ξαφνικά πετάγονται από τα χώματα μαυροντυμένοι άνθρωποι, περαστικοί από αυτό τον κόσμο όπως οι κομήτες, που απειλούν κατά καιρούς τη γη χωρίς να την έχουν καταστρέψει ποτέ εντελώς. Αυτοί οι μαυροντυμένοι άνθρωποι με τα λευκά δόντια σαν τα πλήκτρα όρθιων πιάνων, μοιάζουν με τον μαύρο ουρανό της νύχτας, τον κεντημένο με τ' αστέρια.
Οι σημαίες την ημέρα κρεμασμένες, παρά τη θέλησή τους στους ιστούς, φαίνεται να τεμπελιάζουν μέχρι τη στιγμή που θα τις ζωντανέψουν απρόσμενες ριπές του ανέμου. Δεν ηχούν τραγούδια της ειρήνης ή ψαλμωδίες κατά τη νύχτα, αλλά τα πολυβόλα του πολέμου. Δεν παλεύουν άντρες αλλά μιλούν ασταμάτητα φυναίκες και ξεφωνίζουν σε γλώσσα ακατάληπτη, παιδιά. Στ' αυτιά μας έρχονται τα ονόματα γυναικών προφητών, κι όχι τυχαίων γυναικών αλλά αυτών που θα συναντήσουμε στην πορεία της ζωής μας και θα αγαπήσουμε βαθιά.
Επίσης, ακούμε τα ονόματα πόλεων: Σινώπη, Κερασούς, Πέργαμος, Κόρινθος και άλλες πολλές από τον μακρύ κατάλογο των αγαπημένων τόπων.
Όλες και όλοι μας φοβόμαστε τον θάνατο αλλά ορισμένοι φοβούνται πιο πολύ να ζήσουν και γι αυτό προσπαθούν να είναι συνέχεια απασχολημένοι με τον έρωτα, δείχνοντας μια έντονη διάθεση ν' προσκολληθούν στη ζωή.
Γιώργος Χατζηαποστόλου
Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024
Δημοτική γλώσσα και λαϊκή ψυχή
Δίπλα στην οδό Σ… στην Αθήνα, κατά τη νοτιοδυτική άκρη τῆς πόλης, συνέβη, μια από αυτές τις ημέρες, ν᾽ ακούσω βρισιές στον δρόμο για την εξής αφορμή. Μικρό παιδάκι, τριών ἢ τεσσάρων ετών, είχε γλιστρήσει και πέσει με τα μούτρα στο μαρμάρινο κατώφλι, στην εξώπορτα μιας κατοικίας. Είχε κτυπήσει τη μύτη και το μέτωπο, φώναζε και έκλαιγε, μη μπορώντας να σηκωθεί. Εγώ που έτυχε να περνάω από εκείνο τον δρόμο, έσκυψα και ανασήκωσα το παιδάκι.
Ο επίλογος των
νουθεσιών μου προς τον Ιάκωβο, συνοπτικά, θα είχε έτσι:
― Και
τι κάθεσαι τώρα; Δεν πας στο σπίτι; Έφαγες; Δεν έφαγες! (ὁ φίλος μου κούνησε το
κεφάλι, σχεδόν ανάπνευσε). Δεν μαζώνεσαι και συ, επιτέλους;… Εκείν᾽ η χριστιανή
δεν έχει ψυχή, που σε καρτερεί τόσες ώρες στο σπίτι;… Τα παιδάκια σου που
περιμένουν πότε να φανεί ὁ πατέρας… ως που να τα καταβάλει ἡ νύστα, ν᾽ αποκοιμηθούν.
Μου φάνηκε πως είδα
δάκρυα να στέκονται στα ματόκλαδά του. Ξαφνικά:
― Πάμε,
μου είπε.
Σηκώθηκα
να τον προπέμψω για λίγα βήματα κι βγήκαμε. Είδα ότι ὁ Ιάκωβος παραπατούσε λίγο
στον δρόμο. Μ᾽ έπιασε, μου έσφιξε τον βραχίονα και μου σφύριξε:
― Πάμε ως το σπίτι!
Λίγα
βήματα παραπάνω, άρχιζε ένα «καλντερίμι» παλιό, λιθόστρωτο πέρα-πέρα, ολισθηρό
και ανηφορικό. Τούτο οδηγούσε προς ένα στενό, δεξιά, και μερικές δεκάδες
βημάτων πέρα από το στενό ήταν η κατοικία του Ιακώβου Λ…
―Άργησε
λιγάκι ὁ Γιάκωβος, ψέλλισα με αμηχανία. Τώρα τον βρήκα μοναχό στου Χαρκούμπα,
και του λέω: Γιατί αργείς να πας στο
σπίτι;…
Εκείνη
αμέσως με διέκοψε, χωρίς να δείξει, ὅτι δίνει προσοχή στην απολογία μου, και απευθυνόμενη με οργή προς τον σύζυγό της:
―Ως
πότε θα φέρεσ᾽ έτσι, σκυλί μαύρο;… Δεν έχεις νου στο κεφάλι σου, δεν έχεις έννοια
στο μυαλό σου, δεν έχεις αίσθημα στα στήθια σου;… Δεν συλλογιέσαι που έχεις
παιδιά… κοιμούνται νηστικά να σε περιμένουν, πότε να έλθεις… Δεν το χόρτασες
πια, το έρμο;… Όλο να μπεκροπίνεις με τους φίλους σου… που σου θέλουν λες πολύ
το καλό σου. «Κολλήθηκε η ψυχή σου πίσω τους», και δεν μπορείς να κάνεις μια ώρα
χωρίς αυτούς…
Αυτό
ήταν μόνον το προοίμιο· φαινόταν ότι είχε να πει και άλλα. Με αγριοκοίταξε εμένα
μιά, όταν είπε για τους φίλους του συζύγου της, που «κολλήθηκε η ψυχή του πίσω
τους».
― Μα, αν εννοείς κι
εμένα, κυρά μου… Καληνύχτα σας!
Μόλις
είχα αρχίσει, και ευθύς μεταμελήθηκα, διότι δοκίμασα να πω κάτι τι· οπότε είπα απότομα
«Καληνύχτα σας», κι επειδή ὁ Ιάκωβος, άναυδος καθώς ήταν, μου είχε αφήσει ελεύθερο
τον βραχίονα, στράφηκα, και κατέβηκα πηδώντας τρία-τρία τα λευκά ασβεστωμένα
σκαλοπάτια.
(1903)
Ρητά
Αλ. Παπαδιαμάντη “Της δασκάλας τα μάγια”
Σημείωση:
Γιώργος Χατζηαποστόλου
Πηγή:
https://www.papadiamantis.org/works/58-narration/343-03-52-mikra-psyxoloxia-1903